ΑΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΙΑ φράση που έχω κοροϊδέψει άπειρες φορές στη ζωή μου, αυτή είναι σίγουρα το περίφημο «πώς να φέρω ένα παιδί σε αυτόν τον κόσμο;». Μου φαινόταν μελό, κιτς, μικροαστική. «Έλεος με αυτή την μπούρδα, δεν είναι το παιδί σου κάτι ξεχωριστό σε σχέση με όλα τα άλλα παιδιά του κόσμου», έλεγα στις φίλες μου γεμάτη με τον κυνισμό που χαρακτηρίζει συχνά τους ανθρώπους που έχουν την τύχη να μεγαλώσουν με προνόμια.
Πρωτοδιάβασα την είδηση για τη δολοφονία του Αντώνη Καρυώτη τα ξημερώματα και μετά πατούσα ξανά και ξανά refresh να δω τι δεν είχα καταλάβει. Στο μυαλό μου, και νομίζω στο μυαλό των περισσότερων, είναι μια είδηση ακατανόητη. Πετάς κάποιον από το καράβι και τον αφήνεις να πνιγεί; Και μετά φεύγεις σαν να μην τρέχει τίποτα; Ενώ είσαι ναυτικός; Γιατί;
Κανένα κοινό όραμα, καμία συνθήκη για κάτι καλύτερο. Φαντασιώσεις μόνο για λεφτά, και καλοπέραση, και μια φούσκα για μας και τους φίλους μας, να ζούμε όλοι μαζί και να βαυκαλιζόμαστε ότι όλα είναι καλά.
Όσο περνάνε οι ώρες η είδηση γίνεται όλο και χειρότερη: ο Καρυώτης φέρεται να είχε κάποια μορφή αναπηρίας και η όλη υπόθεση ήρθε στην επιφάνεια μόνο και μόνο γιατί υπήρχαν τα βίντεο, αλλιώς θα μας έλεγαν ότι γλίστρησε, ότι οι επιβάτες είναι τρελοί, και το πλοίο θα συνέχιζε κανονικά ως το Ηράκλειο, σαν να μην τρέχει τίποτα.
Δεν είναι η πρώτη τέτοια είδηση που με απελπίζει. Είναι πολλές οι αντίστοιχες ειδήσεις που μαζεύονται συνέχεια και με τρομάζουν. Είναι εκείνοι οι υπάλληλοι που είδαν ένα 8χρονο παιδάκι που το είχε πλακώσει μια γκαραζόπορτα και το σκουντούσαν με το πόδι για να δουν αν ζει, πριν από 2 χρόνια στο Κερατσίνι. («ναι, αλλά ήταν Ρομά»). Είναι το ναυάγιο της Πύλου, όπου ουσιαστικά άφησαν τόσους ανθρώπους να πνιγούν και δεν άνοιξε ρουθούνι («ναι, αλλά ήταν λαθραίοι»). Είναι οι άνθρωποι που κάηκαν ζωντανοί στο δάσος της Δαδιάς, αλλά δεν μας πείραξε και πολύ μωρέ («γιατί δεν θα πρεπε να είναι εκεί»).
«Ευτυχώς» που ο Αντώνης Καρυώτης είχε εισιτήριο κι έτσι δεν ακούσαμε ως επιχείρημα το «ναι, αλλά δεν είχε εισιτήριο», λες και όποιον δεν έχει εισιτήριο τον πετάμε στη θάλασσα. Είναι αυτό το αρρωστημένο πράγμα μέσα στο οποίο μοιάζουμε όλοι να πλέουμε – αποκτηνωμένοι, απαθείς, ατομικιστές. Κανένα κοινό όραμα, καμία συνθήκη για κάτι καλύτερο. Φαντασιώσεις μόνο για λεφτά, και καλοπέραση, και μια φούσκα για μας και τους φίλους μας, να ζούμε όλοι μαζί και να βαυκαλιζόμαστε ότι όλα είναι καλά.
Όχι, δεν φταίει η κρίση ούτε η πανδημία για όλο αυτόν τον ξεπεσμό. Κάποιος έγραψε ότι αυτοί που τον σκότωσαν «ήταν παλιάνθρωποι». Κάποτε γελούσα με αυτήν τη λέξη, μου φαινόταν ηθικοπλαστική, αλλά πώς αλλιώς να χαρακτηρίσεις αυτή την αποκτήνωση;
Δεν πιστεύω πως μόνο η ελληνική κοινωνία πάσχει ή πως αλλού δεν υπάρχει απανθρωπιά, απλώς εδώ υπάρχει μια βασική διαφορά: ο κόσμος γνωρίζει από πικρή εμπειρία πια ότι αυτοί που σκότωσαν εν ψυχρώ έναν άνθρωπο γιατί τους «ενοχλούσε», λες και ήταν μύγα που ζουζούνιζε πάνω από το φαΐ τους, μπορεί να μην τιμωρηθούν ποτέ ή να τιμωρηθούν και να βρίσκονται έξω σε δύο χρόνια. Είναι η ατιμωρησία, η αδικία και η ματαίωση που έχουν γίνει ρουτίνα.
Το αστείο είναι πως υποτίθεται ότι ο Σεπτέμβριος είναι ο ιδανικός μήνας για μια καινούργια αρχή. Ότι επιστρέφει κανείς ξεκούραστος και αποφασισμένος με μια σειρά από «επιταγές» για τη χρονιά που έρχεται. Αντί γι' αυτό ξεκινάμε ψάχνοντας για λίγο θάρρος στα τυφλά, προσπαθώντας (γιατί, αλήθεια, θέλει προσπάθεια) να αντισταθούμε σε αυτόν τον διαβρωτικό κυνισμό που λερώνει κάθε πτυχή της ζωής μας.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.