ΕΧΩ ΤΗΝ ΤΥΧΗ ΝΑ ΜΕΝΩ δίπλα στη θάλασσα κι αυτό σου δίνει μια καλή αίσθηση της εποχικότητας. Χειμώνας με αντάρες, φουρτούνες και κύματα που καλύπτουν την παραλία, άνοιξη με βόλτες στην ακρογιαλιά και δειλές ηλιοθεραπείες και καλοκαίρι τίγκα από κόσμο, άρωμα από αντιηλιακό και φουσκωτά, πολύχρωμα ζωάκια. Και μετά ξανά χειμώνας.
Όταν φεύγουν όλοι από τις παραλίες –και εννοώ ακόμα κι εκείνους που όσο κρατάει ο καιρός κρατάνε και το μαύρισμά τους με κολύμπι του Σαββατοκύριακου–, επιστρέφουν στον τόπο τους οι «εξορισμένοι» χειμερινοί κολυμβητές. Αυτοί που κάθε καλοκαίρι εξαφανίζονται από τις πηγμένες ακρογιαλιές –ή τουλάχιστον τις απολαμβάνουν πολύ πρωί, πριν καταφθάσουν οι διψασμένοι για βουτιές και ρακέτες λουόμενοι– και ξαναγυρίζουν σε αυτό που θεωρούν δικαιωματικά ως ένα είδος πατρίδας μόλις πιάσουν τα πρώτα κρύα.
Δεν είναι μόνο άσκηση, ούτε μόνο βόλτα, ούτε καν μόνο θέμα υγείας. Είναι ένας τρόπος ζωής γεμάτος από την ελευθερία του νερού που, αν τον γνωρίσεις, υποθέτω ότι δύσκολα τον αποχωρίζεσαι.
Τότε είναι που ακόμα και οι πιο τολμηροί, οι γυμνασμένοι, με το φοβερό μαυρισμένο σώμα –άντρες και γυναίκες–, αρχίζουν να «κωλώνουν» μπροστά στο δελτίο καιρού που προειδοποιεί για το κύμα του χειμώνα που έρχεται, προτιμούν πιο στεγνά σπορ και καταχωνιάζουν μαγιό και πετσέτες μέχρι να ζεστάνει πάλι η θάλασσα και να ξαναβγούν στις παραλίες ακόμα πιο γυμνασμένοι, ακόμα πιο μαυρισμένοι, ακόμα πιο σίγουροι για την εικόνα τους.
Οι χειμερινοί κολυμβητές, από την άλλη, έχουν μια άλλη σχέση με τη θάλασσα. Δεν είναι μόνο άσκηση, ούτε μόνο βόλτα, ούτε καν μόνο θέμα υγείας. Είναι ένας τρόπος ζωής γεμάτος από την ελευθερία του νερού που, αν τον γνωρίσεις, υποθέτω ότι δύσκολα τον αποχωρίζεσαι. Είναι μεγάλοι, ίσως γιατί μετά τη σύνταξη μπορείς να κάνεις τα πρωινά σου ό,τι θέλεις εσύ κι αυτοί επιλέγουν να τα κάνουν επαφή με τη φύση και μάλιστα όχι στην πιο φιλική εκδοχή της. Τους βλέπω να περπατούν με το μπουρνούζι τους, έτοιμοι να νικήσουν το κρύο –που μάλλον δεν το νιώθουν– και να κολυμπάνε, άλλοι κανονικά και άλλοι με τον τρόπο που προσπαθούν τα μικρά παιδιά. Είναι όμως εκεί. Μέσα στο νερό. Ακόμα κι αν έχει αέρα, κύμα ή συννεφιά, τρέχουν να προλάβουν εκείνη τη βουτιά που τους δίνει ζωή.
Δεν είναι μόνοι τους. Φτιάχνουν τις δικές τους παρέες, ανάλογα με την παραλία όπου συχνάζουν. Άνθρωποι άγνωστοι που τους ενώνει μια μεγάλη αγάπη και μια ακόμα μεγαλύτερη τρέλα. (Ή μήπως η θεραπεία από την τρέλα της καθημερινότητας;) Καταφθάνουν κάθε πρωί με το αυτοκινητάκι τους, που γίνεται το προσωπικό τους πολυτελές αποδυτήριο, και μετά το κολύμπι μπορεί να τους δεις να κάθονται σε καρέκλες κάμπινγκ και να λιάζονται κάτω από αυτό που εμείς ονομάζουμε «ήλιο με δόντια». Έχουν σώματα ζαρωμένα, αλλά εκπέμπουν μια άλλη μορφή υγείας. Αυτή που πάει χέρι-χέρι με τη χαρά της ζωής, με το νόημα που όλοι ψάχνουμε και με εκείνη την απόλυτη σιωπή που αισθάνεσαι όταν βουτάς τα αυτιά σου στη θάλασσα και ακούς μόνο την ανάσα σου.
Τους θαυμάζω. Πάντα τους θαύμαζα – μαζί και τη μητέρα μου που έκανε κάθε μέρα τρία τέταρτα με το λεωφορείο για να ευχαριστηθεί 5 λεπτά κολύμπι. Κάθε Χριστούγεννα κάνουν μικρές μαζώξεις μετά το μπάνιο τους με τσίπουρο, ούζο και μεζέδες ρεφενέ. Σχηματίζουν με τις καρέκλες τους έναν κύκλο, δημιουργώντας χωρίς να το ξέρουν μια ιδιαίτερη ομάδα θεραπείας, εξαγνισμού, αποτοξίνωσης –όλα αυτά μαζί– και απολαμβάνουν την παρέα. Σε λίγο καιρό θα κόψουν τη δική τους βασιλόπιτα, όπως κάθε χρόνο. Φορώντας μια φόρμα, καθισμένοι στα φτηνά καρεκλάκια παραλίας, θα μοιράσουν τα κομμάτια και θα ευχηθούν καλή χρονιά δίπλα στη θάλασσα. Κι αυτό ίσως είναι το φλουρί που οι περισσότεροι ονειρευόμαστε να κερδίσουμε κάποια στιγμή στη ζωή μας.