ΣΤΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΜΟΥ υπάρχει μια θλιβερή σειρά βιβλίων: αυτά που δεν ξεκινάω γιατί ΔΕΝ ΘΕΛΩ. Κάνω κάτι σαν εσωτερικό διάλογο κάθε φορά που τα πλησιάζω. («Αφού δεν θες να τα διαβάσεις, γιατί τα αγόρασες;» - «Δεν ξέρω, αλλά ΔΕΝ ΘΕΛΩ») Μου θυμίζουν ρούχα που αγοράζει κανείς για «όταν αδυνατίσει». Ίσως, αν ήμουν μια άλλη, να φορούσα μια λευκή κρεπ παντελόνα και να ήθελα να διαβάσω την αλληλογραφία του Γιώργου Σεφέρη, ή Μπουκόφσκι, ή 450 σελίδες για τη γεωπολιτική των τροφίμων.
Υπάρχει και μια άλλη κατηγορία βιβλίων – όλα χαρισμένα πια ή λάφυρα κάποιας μετακόμισης. Είναι τα βιβλία που έχω παρατήσει. Στα βιβλία που έχω παρατήσει συμπεριλαμβάνονται το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο του Προυστ [ένιωθα πάντα πως αν ο αφηγητής είχε φωνή θα έλεγε «τώρα θα σας μιλήσω για την νταντά μου (100 σελίδες) / τώρα θα σας μιλήσω για το ρουστίκ παιδικό μου κρεβάτι στη γαλλική εξοχή και όλα τα έπιπλα του δωματίου (20 σελίδες) / Τώρα θα περιγράψω την υπηρέτριά μας (10 σελίδες)], ο Οδυσσέας του Τζόις, σχεδόν όλα τα βιβλία του Thomas Hardy (τρεις σελίδες περιγραφή ενός λιβαδιού; Αλήθεια Τόμας;).
Η θεωρία μου είναι πως αυτά τα βιβλία ίσως πρέπει να τα συνεχίζουμε – κάτι υπάρχει εκεί δικό μας, αν ξύσουμε λίγο την πληγή. Την τελευταία φορά που μου συνέβη αυτό ήταν στην πανδημία.
Μέχρι μια ηλικία στριβόμουν όταν παράταγα βιβλία, το θεωρούσα χρέος μου να τα τελειώσω, σαν να έπρεπε να συμπαρασταθώ στον συγγραφέα, να τον πιάσω από τους ώμους και να τον καθησυχάσω («Έλα, γλυκούλη μου, εγώ θα το τελειώσω το βιβλίο σου, μπορείς να βασιστείς πάνω μου» - «Ω, ναι ναι, μα γιατί με σφίγγεις;»). Μετά απελευθερώθηκα, αποφάσισα πως η ζωή είναι μικρή και το διάβασμα είναι και απόλαυση, ας διαβάσει κάποιος άλλος τον Προυστ, δεν θα του λείψω. Το διάβασμα δεν πρέπει να είναι ψυχαναγκασμός αλλά (και) απόλαυση. Δεν θέλω το διάβασμα να γίνει μια δουλειά που πρέπει να κάνω. Θέλω να είναι κάτι που διαλέγω να κάνω.
Υπάρχει και μια εξαίρεση στον κανόνα: κάποια ελάχιστα βιβλία που μου προκαλούν μια απροσδιόριστη ανησυχία ή θυμό. Η θεωρία μου είναι πως αυτά τα βιβλία ίσως πρέπει να τα συνεχίζουμε – κάτι υπάρχει εκεί δικό μας, αν ξύσουμε λίγο την πληγή. Την τελευταία φορά που μου συνέβη αυτό ήταν στην πανδημία. Ήμουν έγκυος, κλεισμένη στο σπίτι και διάβαζα το Μy year of rest and relaxation της Αμερικανίδας Οttesa Moshfegh.
Πρόκειται για ένα βιβλίο που έκανε μεγάλη αίσθηση όταν κυκλοφόρησε και επίσης φημολογείται πως το διασκευάζει ο Γιώργος Λάνθιμος, οπότε, αν δεν θέλετε το spoiler, μπορείτε να σταματήσετε εδώ. Βρισκόμαστε στη Νέα Υόρκη το 2000. Μια νέα, όμορφη, ορφανή κληρονόμος, που ζει ολομόναχη σε ένα σπίτι στο Upper East Side του Μανχάταν, κλειδώνεται σπίτι της και με τη βοήθεια υπνωτικών και ναρκωτικών –που της δίνει η «χειρότερη ψυχίατρος του σύμπαντος», όπως σχολίασε κάποιος– κοιμάται περίπου έναν χρόνο. Ξυπνάει πού και πού για να φάει και να πάει στην ψυχίατρο ή στο μαγαζάκι της γειτονιάς, ή για να μιλήσει στην καλύτερή της φίλη (την οποία και περιφρονεί) και στον φρικαλέο πρώην της.
Αυτή είναι η πλοκή, δεν συμβαίνει κάτι άλλο. H δε πρωταγωνίστρια, της οποίας το όνομα δεν μαθαίνουμε ποτέ, πρέπει να είναι από τους πιο εκνευριστικούς χαρακτήρες της σύγχρονης λογοτεχνίας – είναι αφόρητα κενή, γκρινιάζει ακατάπαυστα και είναι άθλια φίλη. Οι κριτικοί μίλησαν για «μαύρο χιούμορ», έγραψαν πως αποτελεί παραβολή για τον αμερικανικό καπιταλισμό πριν από την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους ή για τη φρικαλεότητα της τέχνης (επειδή η πρωταγωνίστρια δούλευε σε γκαλερί; επειδή στο τέλος πάει και αγοράζει ένα βίντεο και βλέπει σε λούπα μια γυναίκα που μοιάζει με την καλύτερή της φίλη και πέφτει από τους Δίδυμους Πύργους;). Όσο πιο πολύ διάβαζα το βιβλίο, τόσο πιο έξαλλη γινόμουν με την πρωταγωνίστρια. Κάτι μου συνέβη, διαβάζοντάς το όμως. Δεν σκέφτηκα να το παρατήσω ποτέ.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.