ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΕΝΤΟΝΗ ΕΙΝΑΙ η διπλωματική δραστηριότητα του πρωθυπουργού το τελευταίο διάστημα, με συναντήσεις και επισκέψεις από το Βελιγράδι μέχρι τη Βηρυτό, σε μια προσπάθεια να ασκήσει μια πιο δραστήρια εξωτερική πολιτική, αναθερμαίνοντας παραδοσιακές σχέσεις στα Βαλκάνια και τη Μέση Ανατολή.
Θα έχουν συνέχεια αυτές οι κινήσεις; Είναι ενταγμένες σε μια πιο συνολική στρατηγική; Τα κυβερνητικά στελέχη απαντούν θετικά, αλλά αυτό θα φανεί στην πράξη το επόμενο διάστημα. «Η διεθνής συγκυρία είναι ιδιαίτερα κρίσιμη σε έναν κόσμο που αλλάζει πολύ γρήγορα και οι συμμαχίες κάθε κράτους είναι πολύ σημαντικές, όπως και ο ρόλος που μπορεί να παίξει μια μικρή χώρα, σε ιδιαίτερη όμως γεωπολιτική θέση, όπως η Ελλάδα, για να προστατεύσει τα συμφέροντά της μέσα σε αυτόν τον καταιγισμό της περιόδου που διανύουμε», αναφέρει διπλωματική πηγή.
Ο πρωθυπουργός, κατά την άφιξή του στη Σύνοδο Κορυφής Ε.Ε. - Δυτικών Βαλκανίων στις Βρυξέλλες χθες, επισήμανε ότι η Ελλάδα έχει υποστηρίξει επί της αρχής την ενταξιακή προοπτική όλων των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων, λαμβάνοντας, όμως, υπόψη την πραγματικότητα ότι οι χώρες αυτές πρέπει να κάνουν τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις ώστε να προσαρμοστούν με το ευρωπαϊκό κεκτημένο.
Η στάση του πρωθυπουργού στο θέμα της ένταξης των κρατών των Δυτικών Βαλκανίων είναι η εθνική θέση, την οποία έχουν και τα υπόλοιπα κόμματα εξουσίας. Εντός της Ε.Ε., όμως, υπάρχει διαφορετική στάση από ορισμένα κράτη-μέλη.
Έκανε όμως και μια ξεχωριστή αναφορά στη Σερβία, για την οποία έχει στείλει επιστολή σε όλους τους ομολόγους του πρωθυπουργούς της Ε.Ε., ζητώντας τους να ευθυγραμμιστούν με τις συστάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και να ανοίξουν ένα ακόμα κεφάλαιο ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Ο πρωθυπουργός δήλωσε πως θεωρεί απολύτως απαραίτητο η Σερβία να επιταχύνει τον δρόμο της προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς είναι η μεγαλύτερη χώρα των Δυτικών Βαλκανίων και σημείο αναφοράς για τη σταθερότητα στην περιοχή.
«Αισθάνομαι ότι τώρα έχει έρθει η ώρα να στείλουμε ένα μήνυμα στη Σερβία και στον σερβικό λαό ότι εννοούμε αυτό που λέμε, ότι θέλουμε τη Σερβία ως μέλος της ευρωπαϊκής οικογένειας», όπου είναι η θέση της, είπε, προσθέτοντας πως και η Σερβία γνωρίζει τι πρέπει να κάνει από τη δική της πλευρά «προκειμένου να εναρμονίσει τις αποφάσεις της όσον αφορά στην εξωτερική πολιτική με τις κοινές αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
Η δεύτερη χώρα των Δυτικών Βαλκανίων στην οποία αναφέρθηκε είναι η Αλβανία, για την οποία χθες η Διακυβερνητική Επιτροπή εισηγήθηκε το άνοιγμα ενός ακόμα κεφαλαίου διαπραγματεύσεων, λέγοντας πως η Ελλάδα είναι ουσιαστικά ο «θεματοφύλακας» της ευρωπαϊκής πορείας της Αλβανίας και ότι τα ζητήματα τα οποία αφορούν την προστασία της ελληνικής εθνικής μειονότητας, η κατοχύρωση των περιουσιακών τους δικαιωμάτων και το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού, δεν είναι διμερή ζητήματα, αλλά ζητήματα τα οποία πια αφορούν τις σχέσεις της Αλβανίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σημείωσε, πάντως, ότι για πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια υπάρχει μια σημαντική κινητικότητα από πλευράς Αλβανίας στην αντιμετώπιση των ζητημάτων αυτών.
Η στάση του πρωθυπουργού στο θέμα της ένταξης των κρατών των Δυτικών Βαλκανίων είναι η εθνική θέση, την οποία έχουν και τα υπόλοιπα κόμματα εξουσίας. Εντός της Ε.Ε., όμως, υπάρχει διαφορετική στάση από ορισμένα κράτη-μέλη. Η Γερμανία, π.χ., επιμένει να αντιμετωπίζει ως διμερή θέματα της Ελλάδας και της Αλβανίας ακόμα και ουσιαστικά ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων και συχνά ασκεί πιέσεις στην ελληνική πλευρά, την οποία μερικές φορές αντιμετωπίζει ως εμπόδιο στη δική της πολιτική. Η Ελλάδα όμως (με κάθε κυβέρνηση) επικαλείται τις αρχές της Ε.Ε. και το δίκαιο σε όλες τις επισημάνσεις της. Παρ' όλα αυτά, ενίοτε συναντά δυσκολίες από χώρες που προωθούν μια πιο εθνική (και όχι ευρωπαϊκή) στρατηγική, καθώς και τα οικονομικά τους συμφέροντα, κάνοντας τα στραβά μάτια σε θέματα αρχών, θεσμών και δικαίου.
Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με την περίπτωση της Σερβίας. Ακόμα και Ευρωπαίοι διπλωμάτες και αναλυτές παραδέχονται πως η Σερβία είναι η πιο ώριμη από όλες τις υπόλοιπες προς ένταξη χώρες των Δυτικών Βαλκανίων για να ενταχθεί στην Ε.Ε., αλλά οι λόγοι που την εμποδίζουν είναι επειδή αρνείται τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας καθώς και νέες υποχωρήσεις στο ζήτημα του Κοσσυφοπεδίου. Η Ελλάδα, ωστόσο, αναφέρει έμπειρος διπλωμάτης με θητεία στα Βαλκάνια, «έχει κάθε λόγο να επιδιώκει την ένταξη της Σερβίας, η οποία αντικειμενικά είναι πιο έτοιμη, αλλά είναι και μια ιστορικά σύμμαχος χώρα».
Η Ελλάδα έχει υποστηρίξει επί της αρχής την ενταξιακή προοπτική όλων των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων. Λαμβάνοντας, όμως, υπόψη την πραγματικότητα ότι πρέπει να κάνουν τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις, έτσι ώστε να προσαρμοστούν με το ευρωπαϊκό κεκτημένο. https://t.co/hCqFRU51JV pic.twitter.com/R9qycYgxXi
— Prime Minister GR (@PrimeministerGR) December 18, 2024
Είναι ωστόσο γεγονός, παρότι δεν επισημαίνεται ιδιαίτερα, πως η Γερμανία έχει μαλακώσει κάπως τη σκληρή στάση της απέναντι στη Σερβία αυτή την περίοδο, ειδικά μετά την επίσκεψη του καγκελάριου Όλαφ Σολτς στο Βελιγράδι τον περασμένο Ιούλιο, κατά την οποία υπογράφηκε συμφωνία που εξασφαλίζει στην Ε.Ε. μεγάλες προμήθειες λιθίου από τη Σερβία. Η Σερβία τα τελευταία χρόνια έχει ανακαλύψει ένα τεράστιο κοίτασμα λιθίου, από τα μεγαλύτερα στον κόσμο, για το οποίο κάποια ξένα δημοσιεύματα αναφέρουν ότι επαρκεί για να καλύψει το 90% των αναγκών της Ε.Ε. και, σύμφωνα με το υπουργείο Οικονομικών της Σερβίας, θα της αποφέρει κέρδη δισεκατομμυρίων, αυξάνοντας σημαντικά το ΑΕΠ της χώρας.
Το μνημόνιο για την εταιρική σχέση Βελιγραδίου - Ε.Ε. είχε υπογράψει το καλοκαίρι ο αντιπρόεδρος της Κομισιόν, αρμόδιος για την πράσινη ενέργεια, Μάρος Σέφτσοβιτς, παρουσία του Όλαφ Σολτς, καθώς η Γερμανία δίνει μεγάλο βάρος στην προμήθεια λιθίου από τη Σερβία ώστε να μειωθεί η εξάρτηση από την Κίνα και ζητά εγγυήσεις ότι η Σερβία θα διοχετεύει το πολύτιμο λίθιο αποκλειστικά στην Ευρώπη.
Ο Πρόεδρος της Σερβίας Αλεξάνταρ Βούτσιτς σε δηλώσεις του σε γερμανικά μέσα είχε αναφέρει πως οι κινεζικές αυτοκινητοβιομηχανίες είχαν εκφράσει κι αυτές ενδιαφέρον για την αγορά του σερβικού λιθίου, αλλά, όπως είπε: «Είμαστε πιστοί στην Ευρώπη… η Ε.Ε. χρειάζεται το λίθιο και θέλουμε να ενισχύσουμε τη σχέση μας μαζί της». Φαίνεται λοιπόν πως το λίθιο έχει ζεστάνει κάπως την καρδιά των Γερμανών, που βελτιώνουν τη στάση τους απέναντι στη Σερβία.
Πριν μεταβεί στις Βρυξέλλες, ο Κυριάκος Μητσοτάκης επισκέφθηκε στην αρχή της εβδομάδας το Καλπάκι Ιωαννίνων, προκειμένου να παραστεί στην εκδήλωση για την υπογραφή της σύμβασης του έργου επέκτασης της Ιονίας Οδού με το τμήμα Ιωάννινα - Κακαβιά, όπου δήλωσε πως η Ελλάδα «επενδύει στις καλές και σταθερές σχέσεις με την Αλβανία και στηρίζει έμπρακτα όλα τα δικαιώματα της ελληνικής εθνικής μειονότητας». Εκεί ανέφερε πως η διαδικασία προσέγγισης της Αλβανίας προς την Ευρωπαϊκή Ένωση «είναι ο καλύτερος τρόπος για να εξασφαλίσουμε ότι οι διεκδικήσεις της ελληνικής εθνικής μειονότητας επιτέλους θα γίνουν πράξη» και τόνισε πως η Αλβανία γνωρίζει καλά ότι υπάρχει μια διαρκής πορεία με αιρεσιμότητα προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου η Ελλάδα θα είναι ρυθμιστής της ταχύτητας με την οποία η Αλβανία θα κινείται προς την Ευρώπη.
«Και όσο πιο γρήγορα εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της, είτε μιλάμε για τα δικαιώματα αυτοπροσδιορισμού, είτε μιλάμε για τα περιουσιακά δικαιώματα, τόσο πιο γρήγορα και εμείς θα συναινούμε και θα υποστηρίζουμε αυτή την ευρωπαϊκή πορεία της Αλβανίας». Πάντως, μέχρι στιγμής η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει βάλει κανένα εμπόδιο στην Αλβανία, παρά τις κατά καιρούς προκλήσεις του Έντι Ράμα, κάτι για το οποίο ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει δεχθεί και κριτική από τους «σκληρούς» της ΝΔ.
Τη Δευτέρα ο πρωθυπουργός πραγματοποίησε την επίσκεψη στη Βηρυτό που είχε αναβάλει, όπου συναντήθηκε με τον πρωθυπουργό του Λιβάνου Najib Mikati και με τον πρόεδρο της Βουλής, σε μια προσπάθεια να αναδείξει έναν ρόλο σταθεροποιητικού παράγοντα που υποστηρίζει την ειρήνη στην περιοχή. «Θα χρησιμοποιήσουμε όλα τα διαθέσιμα εργαλεία μας», είπε μετά τις συναντήσεις που είχε, επισημαίνοντας ότι η Ελλάδα θα είναι μη μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ από τις αρχές Ιανουαρίου του επόμενου έτους.
Κατά τη διάρκεια των συναντήσεων ο πρωθυπουργός εξέφρασε τη στήριξη της Ελλάδας στη σταθερότητα και την ειρήνη στον Λίβανο και επανέλαβε τη θέση της Ελλάδας υπέρ της (καθόλου δεδομένης σήμερα) ενότητας και της εδαφικής ακεραιότητας της Συρίας, δηλώνοντας ότι η επόμενη μέρα πρέπει να διασφαλίσει όλες τις θρησκευτικές κοινότητες και τους πολίτες της.
Ευχαριστώ τον Πρωθυπουργό Najib Mikati για τη θερμή υποδοχή στον Λίβανο, μια χώρα με την οποία μοιραζόμαστε ισχυρούς δεσμούς φιλίας. H Ελλάδα θα συνεχίσει να είναι εταίρος στην επιδίωξη ειρήνης, σταθερότητας και ενός μέλλοντος ελπίδας για τον Λίβανο και για ολόκληρη την περιοχή. pic.twitter.com/jDdOR2cbdE
— Prime Minister GR (@PrimeministerGR) December 16, 2024
Αναφέρθηκε στο Ισραήλ και την Παλαιστίνη και τις «προσπάθειες διαμεσολάβησης υπό την ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών και της Γαλλίας», τις οποίες χαρακτήρισε «αξιέπαινες». Μίλησε επίσης για κατάπαυση του πυρός στη Γάζα που «πρέπει να παραμείνει στο επίκεντρο των διπλωματικών μας προσπαθειών, έτσι ώστε να αυξηθεί δραστικά η ροή ανθρωπιστικής βοήθειας προς τον λαό της Γάζας και να αναζωογονηθεί η πολιτική διαδικασία που θα οδηγήσει σε λύση δύο κρατών».
Ο πρωθυπουργός στον Λίβανο συνάντησε για πρώτη φορά τον ελληνορθόδοξο πατριάρχη Αντιοχείας Ιωάννη Ι’, ο οποίος βρίσκεται στη Βηρυτό, αν και η έδρα του είναι στη Δαμασκό. Ο πατριάρχης, αραβικής καταγωγής, μιλάει ελληνικά και έχει πάρει την ελληνική υπηκοότητα κατά την περίοδο της κυβέρνησης Σαμαρά - Βενιζέλου. «Με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον θα ακούσω τις σκέψεις σας για το τι συμβαίνει και στον Λίβανο και στη Συρία. Η Ελλάδα, όπως ξέρετε, έχει ιδιαίτερο λόγο και η θέση μας μάς προσδίδει μια βαρύτητα στις μελλοντικές εξελίξεις. Οπότε, ήθελα να έρθω να σας συναντήσω προσωπικά και να ακούσω τις σκέψεις σας», του είπε.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε επίσης επαφές με το προεδρείο της ελληνικής κοινότητας Βηρυτού, στο οποίο δήλωσε ότι η Ελλάδα είναι έτοιμη να παράσχει κάθε βοήθεια. Οι χριστιανοί της Συρίας δεν αποκλείεται, σύμφωνα με αρκετούς διεθνείς αναλυτές, να βρεθούν σε κίνδυνο το επόμενο διάστημα, μετά την ανάληψη της εξουσίας από τα πρώην μέλη της Αλ Κάιντα, και οι ελληνορθόδοξοι ζητούν ήδη τη μεσολάβηση της Ελλάδας για τη διασφάλιση της προστασίας τους.
Οι πολίτες της Συρίας που είναι ελληνορθόδοξοι (το ποίμνιο του Ελληνορθόδοξου Πατριαρχείου της Αντιοχείας δηλαδή) υπολογίζονται κοντά στο μισό εκατομμύριο, καθώς οι υπόλοιποι ανήκουν σε άλλα δόγματα.
Κατά την άφιξή του χθες στη Σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στις Βρυξέλλες, ο πρωθυπουργός δήλωσε πως θα ενημέρωνε τους ομολόγους του για την επίσκεψη που έκανε στον Λίβανο και κυρίως για την ανησυχία που υπάρχει και στον Λίβανο και στη Συρία για την ανάγκη προστασίας των διαφόρων θρησκευτικών κοινοτήτων. «Αναφέρομαι ιδιαίτερα στους ελληνορθόδοξους του Λιβάνου, αλλά πρωτίστως της Συρίας, οι οποίοι εμπίπτουν και στη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Αντιοχείας», είπε. Αλλά και στη συνέντευξη Τύπου μετά την ολοκλήρωση των εργασιών του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στις Βρυξέλλες ανέφερε πως «η Ελλάδα έχει έναν σημαντικό ρόλο να παίξει ως ο πνευματικός προστάτης και του Πατριαρχείου Αντιοχείας, αλλά και κατά προέκταση όλων των ελληνορθόδοξων που κατοικούν και στη Συρία και στον Λίβανο».
Από την πλευρά της αντιπολίτευσης, ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, Νίκος Ανδρουλάκης, δήλωσε χθες από τις Βρυξέλλες όπου βρισκόταν κι εκείνος πως «η ελληνική διπλωματία πρέπει να κινηθεί άμεσα, μαζί με την ευρωπαϊκή, για να αποτρέψουμε ένα νέο επικίνδυνο σενάριο ενός "τουρκολιβυκού συμφώνου" με τη Συρία», αναφέροντας πως χρειάζεται αλληλεγγύη και κοινές πρωτοβουλίες για να απαντήσουν στις εξελίξεις που δημιουργούν νέα αστάθεια στην ευρύτερη περιοχή.
Ο πρωθυπουργός, απαντώντας σε σχετικές ερωτήσεις που του έγιναν χθες στη συνέντευξη Τύπου, είπε ότι και εκείνος και ο Πρόεδρος της Κύπρου, Νίκος Χριστοδουλίδης, ενημέρωσαν τους ομολόγους τους ότι θα μπορούσε να καθοριστεί κάποιου είδους Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη μεταξύ Τουρκίας και Συρίας, η οποία να παραγνωρίζει τα αναμφισβήτητα κυριαρχικά δικαιώματα της Κύπρου, αλλά θεωρεί πως είναι πολύ νωρίς ακόμα για να βγάλουμε συμπεράσματα για τον ρόλο της Τουρκίας στη Συρία και για το ποιες μπορεί να είναι οι μελλοντικές προεκτάσεις της τουρκικής ανάμειξης σε μια χώρα με την οποία έχει σύνορα.
Ο κίνδυνος αυτός πάντως είναι εξαιρετικά σημαντικός και οι κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Κύπρου έχουν πολλή δουλειά μπροστά τους, προκειμένου να εμποδίσουν τυχόν αρνητικές εξελίξεις που θα παραβιάζουν το Διεθνές Δίκαιο από την πλευρά της Τουρκίας για άλλη μια φορά.