ΠΕΡΠΑΤΑΩ ΣΤΟ ΠΑΓΚΡΑΤΙ ΜΕΣΗΜΕΡΙ. Ήδη σκάει ο τζίτζικας. Ο καύσωνας θα έρθει πάλι. Όλο και πιο γρήγορα θα έρχεται κάθε φορά, λένε οι επιστήμονες. Και ενδιάμεσα θα υπάρχουν ακραία καιρικά φαινόμενα που θα πρέπει να συνηθίσουμε να μην τα λέμε ακραία.
Μεγάλες πόλεις σε όλον τον κόσμο βάζουν τα δυνατά τους για χώρους πρασίνου και πράσινη μετακίνηση (αθόρυβη, βιώσιμη, χωρίς επιβάρυνση για το περιβάλλον). Οι οργανώσεις ουρλιάζουν. Και ο τελευταίος άπιστος έχει πειστεί ότι βρισκόμαστε σε μια κατάσταση κατεπείγοντος (οι φωτιές και οι πλημμύρες, οι άκυρες ζέστες και τα άκυρα κρύα, μια στοιχειώδης ηθική αποτίμηση της συμπεριφοράς μας προς τα ζώα και τα φυτά, όλα αυτά βοηθούν κάπως να αφυπνιστεί κανείς).
Η Αθήνα, όμως, ζει στη δική της χρονοκάψουλα. Οι διακοπές έχουν αρχίσει. Και η πόλη έχει έναν μόνο, ξεκάθαρο στόχο: την επέλαση των τουριστών. Σ’ αυτούς απευθύνεται.
Η πράσινη αστική μετακίνηση δεν είναι χιπστεριά. Είναι η ζωή μας, η καθημερινότητά μας. Δεν χρειάζεται να εφεύρει κανείς το φοβερό σχέδιο για την πόλη, αρκεί ν’ ακούσει τους επιστήμονες και τους ειδικούς και να μη μας βασανίζει με αναπλάσεις, κίνηση, θόρυβο και επάνοδο σε λογικές για τα καύσιμα που μας πάνε πενήντα χρόνια πίσω.
Τα δέντρα έχουν κουρευτεί σαν να τα εκδικήθηκε κάποιος ψαλιδοχέρης με μίσος για τις φωλιές των πουλιών. Οι «παρεμβάσεις» στο Σύνταγμα εξακολουθούν να είναι μικρά, ακαλαίσθητα τεστ ισορροπίας για όσους περνάνε από κει ψιλομεθυσμένοι Σάββατο βράδυ και μεγάλες δοκιμασίες αντοχής για όσους περιμένουν λεωφορείο ή διασχίζουν την κεντρική πλατεία καθημερινά για να πάνε στις δουλειές τους. Τα μέσα δεν έρχονται, αλλά, όταν έρχονται, στριμώχνεσαι πλάι στον κορωνοϊό του άλλου και όσοι ζούμε στο κέντρο νιώθουμε ναυαγοί σε μια νησίδα οικιστικού προνομίου.
Ώσπου να εκδιωχθούμε κι εμείς ή να κάνουμε το σπίτι μας κοινόβιο, για να βγαίνουν οι λογαριασμοί και η φρίκη του σούπερ μάρκετ, τόσο αισθανόμαστε το χάσμα να μεγαλώνει ανάμεσα σ’ εμάς κι αυτούς που μένουν στα προάστια, που τα νιώθουμε όλο και πιο μακρινά, αφού ανάμεσά μας απλώνεται μια άβυσσος από τραμ που δεν έρχονται, λεωφορεία που αγκομαχούν και αυτοκίνητα που κολλάνε στην κίνηση.
Μισώ το αυτοκίνητο, κι αυτό δεν κρύβεται. Ένα αμάξι που ξεκινάει και σταματάει (όπως όταν κολλάει στην κίνηση) είναι μια βίαιη επίθεση στο περιβάλλον μας. Κάνει θόρυβο. Μολύνει. Προκαλεί άγχος σε αυτόν που είναι παγιδευμένος μέσα σε αυτό και τώρα είναι και ακριβό.
Πιστεύω ότι πολλοί άνθρωποι θα ήθελαν να το παρατήσουν. Να κατεβαίνουν αεράτοι στο κέντρο με πατίνι, ποδήλατο ή έναν συνδυασμό μέσων μαζικής μεταφοράς και ποδιών. Δεν φαίνεται αυτό να είναι στα άμεσα σχέδια κανενός. Τα ποδήλατα είναι για τους τουρίστες.
Τους βλέπω γύρω γύρω απ’ τον Εθνικό Κήπο, το Κουκάκι, το Μετς και την Ακρόπολη να ποδηλατούν σε αγέλες. Μισό λάθος να κάνουν και να ξεφύγουν απ’ τη διαδρομή τους, να βγουν προς Βουλιαγμένης ή προς Πανεπιστήμιο, θα δουν ότι αυτή η βιώσιμη πράσινη μετακίνηση δεν επιφυλάσσεται και για τους ντόπιους-ντεκόρ στην τουριστική περιπλάνηση.
Το δίκτυο (αν μπορούμε να το πούμε έτσι) δεν συνδέει πραγματικά τη μία γειτονιά της Αθήνας με την άλλη αλλά δημιουργεί νησιά μέσα στην πόλη. Στήνει διαχωρισμούς και άβατα. Ζώνες τουριστών και ζώνες κατοίκων, με τα ενοίκια παντού να εκτροχιάζονται.
Καθώς οι τιμές των καυσίμων ανεβαίνουν, και ενώ η επιστημονική έρευνα ανάγει την κλιματική αλλαγή στο μεγάλο μας πρόβλημα τώρα, η Αθήνα τρέπεται σε μια μη βιώσιμη πόλη. Η πράσινη αστική μετακίνηση δεν είναι χιπστεριά. Είναι η ζωή μας, η καθημερινότητά μας.
Δεν χρειάζεται να εφεύρει κανείς το φοβερό σχέδιο για την πόλη, αρκεί ν’ ακούσει τους επιστήμονες και τους ειδικούς και να μη μας βασανίζει με αναπλάσεις, κίνηση, θόρυβο και επάνοδο σε λογικές για τα καύσιμα που μας πάνε πενήντα χρόνια πίσω.
Όταν βλέπω τις αγέλες τουριστών με τα ποδήλατα, φέρνω στον νου μου τα ποδήλατα στο Άμστερνταμ ή τα πατίνια στη Λισαβόνα. Οι τουρίστες ξεχωρίζουν σε κάθε μέρος. Μπερδεύονται, σταματάνε με απροσδόκητο τρόπο, δεν ξέρουν ακριβώς τους δρόμους.
Στο Άμστερνταμ, όπου το ποδήλατο είναι όντως μέσο μετακίνησης των ντόπιων, οι τουρίστες ξεχωρίζουν επειδή δεν τρέχουν αλλά ποδηλατούν χαζεύοντας. Στη Λισαβόνα, όποιος παίρνει πατίνι για να συρθεί από μπαρ σε μπαρ, ξεχωρίζει απ’ τους υπαλλήλους που χρησιμοποιούν εφαρμογές διαμοιρασμού πατινιών για να φτάσουν γρήγορα στο γραφείο τους με κόστος 4-5 ευρώ.
Εδώ, στην Αθήνα, έχουμε μια στρέβλωση. Όσοι ποδηλατούν ξεχωρίζουν από εμάς, επειδή εμείς δεν έχουμε πραγματικά τη δυνατότητα να πάμε απ’ το σημείο Χ στο μακρινό σημείο Ψ για δουλειά ή διασκέδαση, χωρίς να βλάψουμε το περιβάλλον ή τον τραπεζικό μας λογαριασμό. Εμείς δεν είμαστε τουρίστες.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.