Οι ιστορικοί του μέλλοντος θα καταγράψουν το 2023 ως το πιο σημαντικό ίσως έτος για το σύγχρονο ελληνικό κράτος. Κι αυτό όχι μόνο λόγω του πολιτειακού συστήματος που θα επικρατήσει στις επόμενες ή μεθεπόμενες εκλογές αλλά κυρίως για τον τρόπο που το ελληνικό κομματικό σύστημα θα διαχειριστεί τον γρίφο της αναπόφευκτης σύγκρουσης παράλληλα με τις χωρίς προηγούμενο κρίσεις στην ανατολική Μεσόγειο.
Τρεις χώρες, Κύπρος, Τουρκία και Ελλάδα, θα βρεθούν σε παράλληλες εκλογικές διαδικασίες, μια σύμπτωση που δημιουργεί πρακτικά προβλήματα σε επίπεδο διεθνών σχέσεων αλλά και αναπόφευκτους ιστορικούς συνειρμούς.
Τα προβλήματα με την Τουρκία δεν είναι καινούργια, όμως οι εξελίξεις των τελευταίων χρόνων μάς οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι επόμενοι μήνες θα είναι πολύ δύσκολοι στη διαχείρισή τους.
Το ερώτημα που προκύπτει είναι με ποιον τρόπο μπορούν τα ελληνικά πολιτικά κόμματα να αποφύγουν εσωτερικές συγκρούσεις που θα φέρουν τη χώρα αντιμέτωπη με τις αδυναμίες του ελληνικού πολιτικού συστήματος. H πιθανότητα για αυτοδύναμη κυβέρνηση στο άμεσο μέλλον φαντάζει δύσκολη, αφήνοντας περιθώρια στις κομματικές παρατάξεις να αναπροσαρμόσουν τη στρατηγική τους, όπως επίσης να αναλογιστούν τις ευθύνες τους.
Ακόμα και στο ενδεχόμενο να επιτευχθεί η αυτοδυναμία, δεν είναι σίγουρο ότι μια μονοκομματική κυβέρνηση θα καταφέρει να αντιμετωπίσει μια μελλοντική κρίση από μόνη της, ειδικά αν έχει ισχνή πλειοψηφία.
Οι ευθύνες της Νέας Δημοκρατίας
Η επιμονή κυβερνητικών στελεχών για διπλές εκλογές ενισχύει τις φωνές στην αντιπολίτευση για ευρύτερη συνεργασία, θέτοντας ένα υπαρξιακό ζήτημα στα κόμματα της αριστεράς, είτε να συνεργαστούν στις αμέσως επόμενες εκλογές είτε να επιτρέψουν την οριστική επικράτηση της σημερινής κυβέρνησης.
Ακόμα και στο ενδεχόμενο να επιτευχθεί η αυτοδυναμία, δεν είναι σίγουρο ότι μια μονοκομματική κυβέρνηση θα καταφέρει να αντιμετωπίσει μια μελλοντική κρίση από μόνη της, ειδικά αν έχει ισχνή πλειοψηφία.
Το ιδανικότερο θα ήταν η επόμενη κυβέρνηση, με τη συμβολή της Νέας Δημοκρατίας, να έχει τη δυνατοτήτα να επιλύσει τα προβλήματα με την Τουρκία. Για να διατηρήσει όμως η ελληνική εξωτερική πολιτική την αξιοπιστία της και τη στήριξη των συμμάχων της θα πρέπει να βρίσκεται σε συνεχή διαδικασία αναδίπλωσης, προτείνοντας συγκεκριμένες ιδέες επίλυσης των ελληνοτουρκικών διαφορών όπως επίσης και επιστροφής στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για το Κυπριακό.
Γι' αυτό χρειάζεται ευρύτατη συναίνεση στο εσωτερικό μέτωπο. Αν το ιδανικότερο δεν πραγματοποιηθεί, η αντιμετώπιση της όποιας εξωτερικής απειλής θα πρέπει να γίνει με μέσα αποτροπής. Αλλά και γι' αυτό χρειάζεται μακροχρόνια συναίνεση και συνεργασία.
Οι ευθύνες του ΣΥΡΙΖΑ
Η εισαγωγή της απλής αναλογικής από τον ΣΥΡΙΖΑ ήταν μία από τις σημαντικότερες μεταρρυθμίσεις στο ελληνικό πολιτικό σύστημα. Μπορεί κάποιος να τη δικαιολογήσει σε πολλά επίπεδα, αφού σε όλες σχεδόν τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης χρησιμοποιούνται παρόμοια συστήματα, αποδεικνύοντας καθημερινά τη λειτουργικότητά τους.
Η εισαγωγή ενός συναινετικού συστήματος από το κόμμα της αντιπολίτευσης, όμως, θέτει ερωτήματα για τον ίδιο τον χαρακτήρα του κόμματος και την έλλειψη ευρύτερου συναινετικού λόγου από την ηγεσία του, η οποία επένδυσε στην κοινωνική πόλωση.
Συγκεκριμένα, αν οι αριθμοί της επόμενης Βουλής το επιτρέψουν, ο ΣΥΡΙΖΑ θα έχει να αντιμετωπίσει την πρόκληση του αποκλεισμού ή όχι της Νέας Δημοκρατίας ως πρώτου κόμματος, δημιουργώντας ένα κακό προηγούμενο για τη λειτουργία της απλής αναλογικής και τις μελλοντικές της δυνατότητες. Είναι αμφίβολο κατά πόσο μια ευρύτερη αριστερή κυβέρνηση μπορεί να ανταποκριθεί στο διακύβευμα των επόμενων μηνών χωρίς το μεγαλύτερο κόμμα.
Παράλληλα, ως το κόμμα που εισήγαγε την απλή αναλογική, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει την ευθύνη να διευρύνει τις προοπτικές συνεργασίας, πέραν της όποιας παραταξιακής αντιπαράθεσης. Με άλλα λόγια, θα πρέπει να πάρει την πρωτοβουλία εξοικείωσης των κομμάτων και των ψηφοφόρων τους με πολιτειακά συστήματα που μέχρι σήμερα είναι άγνωστα στους πολίτες.
Πέραν της ευθύνης για την επιτυχία ή όχι της απλής αναλογικής και τα δύο μεγάλα κόμματα έχουν μέρος της ευθύνης για τη διαχείριση της εξωτερικής πολιτικής τους επόμενους μήνες.
Ήδη ξένοι παράγοντες έχουν αναγνωρίσει τις δυσκολίες διαχείρισης της Τουρκίας, αφού προγραμματίζονται ακόμη και στρατιωτικές ασκήσεις με Ηνωμένες Πολιτείες και Γαλλία κατά τη διάρκεια της δύσκολης αυτής περιόδου. Θα ήταν όμως ειρωνικό για το πολιτικό σύστημα να διαπραγματεύεται την εμπλοκή ξένων χωρών, ενώ από την άλλη τα ελληνικά κόμματα να μην μπορούν να διαπραγματευτούν μια ενδιάμεση πολιτειακή λύση μεταξύ τους, έστω και μεταβατική.
Η εφαρμογή της απλής αναλογικής δεν προϋποθέτει κουλτούρα συναίνεσης
Σε χώρες με απλή αναλογική κατά κανόνα τα κόμματα δεν πειθαρχούν στη λογική συνεργασίας λόγω κουλτούρας αλλά επειδή δεν θέλουν να αυτοαποκλειστούν από επερχόμενες συμμαχίες. Ο παράγοντας αυτός εξηγεί γιατί η απλή αναλογική έχει αντικαταστήσει άλλα συστήματα διεθνώς και αντισταθμίζει τις ανησυχίες για την έλλειψη συναίνεσης μεταξύ των ελληνικών κομμάτων διαχρονικά.
Ήδη βλέπουμε και τα ελληνικά κόμματα να κινούνται στη λογική αυτή και να μετακινούνται από τις αρχικές τους θέσεις. Συζητούνται σενάρια κυβερνήσεων μειοψηφίας, για παράδειγμα στη Σκανδιναβία, ή και εναλλακτικά σενάρια με πολυκομματικές επιλογές, όπως στην κεντρική Ευρώπη.
Εδώ ακριβώς είναι η πρόκληση για τα ελληνικά πολιτικά κόμματα, να εκμεταλλευτούν τα πλεονεκτήματα ενός εκλογικού συστήματος με καθαρά ευρωπαϊκές προδιαγραφές συναίνεσης αλλά και να αποφύγουν μια εσωτερική κρίση διαρκείας παράλληλα με τις τουρκικές και κυπριακές εκλογές.
Ο Νεόφυτος Λοϊζίδης είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Κεντ και διευθυντής στο Κέντρο Έρευνας για την Ανάλυση Συγκρούσεων (CARC).