Παγκόσμιες έρευνες δείχνουν ότι εδώ και δύο δεκαετίες η συγκυρία των εκλογών διασταυρώνεται συχνά με γεγονότα, πραγματικά ή φημολογούμενα, τα οποία «συναντούν την καθολική αποδοκιμασία ή αγανάκτηση των πολιτών». Έτσι, οι F. Esser και U. Hartung (2004) ορίζουν το περιεχόμενο της λέξης «σκάνδαλο» αναφερόμενοι σε αντιδράσεις των πολιτών που πλήττουν την αξιοπιστία δρώντων, οι οποίοι εμπλέκονται στο πολιτικό γίγνεσθαι. Τα σκάνδαλα μπορεί να αφορούν την ιδιωτική ζωή ή τη δημόσια εικόνα πολιτικών προσώπων και να συνδέονται με υποθέσεις οικονομικής διαφθοράς ή αθέμιτου ελέγχου της εξουσίας. Ανεξαρτήτως του περιεχομένου τους, ό,τι παρουσιάζεται από τα μέσα ενημέρωσης ως «πολιτικό σκάνδαλο» και γίνεται αντιληπτό ως τέτοιο από την κοινή γνώμη δεν αφήνει αδιάφορο το εκλογικό σώμα όσον αφορά τη διαμόρφωση της εκλογικής του συμπεριφοράς. Επηρεάζουν, λοιπόν, και με ποιον τρόπο τα σκάνδαλα –πραγματικά ή φημολογούμενα– την απόφαση του εκλογέα σε σχέση με το ποιο κόμμα ή υποψήφιο θα ψηφίσει στις ερχόμενες εκλογές;
Η επιστημονική έρευνα πάνω σε αυτό το ζήτημα έχει αναδείξει κάποιες ενδιαφέρουσες τάσεις και έχει προβάλει συγκεκριμένα ευρήματα καταδεικνύοντας ότι, πολιτικά και εκλογικά, πράγματι παράγονται αποτελέσματα από τα σκάνδαλα και τη σκανδαλολογία. Καταρχάς, σε επίπεδο διεκδίκησης εδρών σε αντιπροσωπευτικά σώματα, ένας ευδιάκριτος αριθμός υποψηφίων για το αμερικανικό Κογκρέσο, το όνομα των οποίων ενεπλάκη σε πραγματικά ή φημολογούμενα σκάνδαλα, έχασε τη μάχη των προκριματικών εκλογών, μην μπορώντας να επαναδιεκδικήσει την έδρα που κατείχε μέχρι τότε. Ένα αξιοσημείωτο εύρημα είναι πως, παρότι ένα σημαντικό μέρος αξιωματούχων που εμπλέκεται σε σκάνδαλα και λαμβάνει το χρίσμα του υποψηφίου κατορθώνει να επανεκλεγεί (αυτό συμβαίνει στους τέσσερις από τους πέντε υποψηφίους με τέτοιο προφίλ), η πλειονότητά τους επανεκλέγεται με κόστος την υποχώρηση των εκλογικών ποσοστών τους συγκριτικά με προηγούμενες εκλογές που δεν μολύνονται από σκάνδαλα και σκανδαλολογία.
Η περίπτωση των παρακολουθήσεων πολιτικών προσώπων στη χώρα μας, με προεξάρχουσα εκείνη του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ κ. Νίκου Ανδρουλάκη, είναι ένα ζήτημα που λογίζεται ως σκάνδαλο από ένα κομμάτι της κοινής γνώμης.
Εκτός από τις άμεσες συνέπειες, υποψήφιοι και κόμματα που εμπλέκονται σε σκάνδαλα γνωρίζουν και έμμεσες συνέπειες από την εμπλοκή τους αυτή. Επί παραδείγματι, αν σε ένα –πραγματικό ή φημολογούμενο– σκάνδαλο εμπλακεί πολιτικός από μια κοινωνική ή άλλη μειονοτική ομάδα η οποία φορτίζεται με αρνητικές στερεοτυπικές αναπαραστάσεις στο εκλογικό σώμα, μπορεί μεν ο ίδιος ο εμπλεκόμενος να εκλεγεί, όμως συγχρόνως θα αυξηθούν οι αρνητικές διακρίσεις όσον αφορά τον τρόπο που το εκλογικό σώμα βλέπει τη συγκεκριμένη μειονοτική ομάδα ευρύτερα. Κάτι τέτοιο μπορεί, συνεπώς, να δυσχεράνει την εκλογή άλλων υποψηφίων με τα ίδια κοινωνικά χαρακτηριστικά με εκείνα των εμπλεκομένων σε σκάνδαλα, παρότι οι πρώτοι δεν έχουν καμία εμπλοκή σε αυτά.
Η περίπτωση των παρακολουθήσεων πολιτικών προσώπων στη χώρα μας, με προεξάρχουσα εκείνη του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ κ. Νίκου Ανδρουλάκη, είναι ένα ζήτημα που λογίζεται ως σκάνδαλο από ένα κομμάτι της κοινής γνώμης, εφόσον σημαντικό τμήμα της –τα 2/3 των ερωτηθέντων σε έρευνα της GPO, 22/24/8/2022 (εφημ. «Τα Νέα», 27/8/2022)– θεωρεί το ζήτημα σημαντικό για την πολιτική ζωή της χώρας, ενώ ταυτοχρόνως η πλειονότητα των ερωτηθέντων καταλογίζει ευθύνη για τη συγκεκριμένη υπόθεση προσωπικά στον πρωθυπουργό. Μπορεί οι ερωτώμενοι και σε άλλες έρευνες κοινής γνώμης που έχουν διεξαχθεί έκτοτε να μην ιεραρχούν υψηλά στην ατζέντα των προτιμήσεών τους το συγκεκριμένο ζήτημα, συνεχίζουν ωστόσο στα ίδια ή και υψηλότερα ποσοστά (64% σε πρόσφατη έρευνα της ALCO) να αποδίδουν ευθύνη στον πρωθυπουργό και την κυβέρνηση για τις υποκλοπές και τα κακόβουλα λογισμικά που παράνομα κυκλοφορούν στην Ελλάδα.
Γνωρίζουμε από την πρόσφατη βιβλιογραφία (C. Sikorski, R. Heiss & J. Matthes, 2019) ότι οι παραβιάσεις πολιτικών κανόνων επηρεάζουν –αν όχι ευθέως, οπωσδήποτε εμμέσως– τις αποφάσεις των εκλογέων σε ένα δημοκρατικό πλαίσιο. Ενώ αρχικά η πραγματικότητα ή η φημολογία για τέτοιου είδους παραβάσεις θεσμοθετημένων κανόνων (σκάνδαλα) φιλτράρεται μέσα από προϋπάρχουσες στους εκλογείς θετικές αξιολογήσεις των εμπλεκομένων προσώπων ή θεσμών, οι ψηφοφόροι δεν χρησιμοποιούν εσαεί τέτοια φίλτρα, τα οποία εν μέρει αδρανοποιούν την κρίση τους. Η ταύτιση εκλογέων με πρόσωπα και κόμματα που έχουν εκτεθεί σε πραγματικά ή φημολογούμενα σκάνδαλα σε βάθος χρόνου υπονομεύει το συναισθηματικό υπόβαθρο μιας προϋπάρχουσας σχέσης εμπιστοσύνης, δημιουργώντας ρήγματα και αφήνοντας χώρο για περισσότερο ορθολογικές πολιτικές αξιολογήσεις.
Παρότι δεν είναι σίγουρο αν και πόσο ένα πολιτικό σκάνδαλο μπορεί να επηρεάσει ευθέως την κρίση των εκλογέων, εμμέσως υπάρχουν επιδράσεις, με τους εκλογείς στον απόηχο των σκανδάλων να δοκιμάζουν τις σχέσεις εμπιστοσύνης τους με την πολιτική ελίτ και τους πολιτικούς θεσμούς, αφήνοντας μεγαλύτερα περιθώρια στην πολιτική δυσπιστία (απ’ ό,τι στην πολιτική εμπιστοσύνη) να επηρεάσει την κρίση του. Η άποψη ότι τα σκάνδαλα δεν επηρεάζουν την εκλογική συμπεριφορά, ιδίως όταν άλλα σημαντικά διακυβεύματα κυριαρχούν στην πολιτική ατζέντα, δείχνει να υποτιμά τον δυναμικό τρόπο με τον οποίο διαμορφώνονται οι πολιτικές και εκλογικές γνώμες, ιδίως σε συγκυρίες μεγάλης πολιτικής ρευστότητας και μεταβλητότητας.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.