ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΚΑΡΑΝΤΙΝΑΣ λόγω του κορωνοϊού, η εικόνα της άδειας πόλης κυριάρχησε στον χώρο των παραδοσιακών και νέων μέσων επικοινωνίας. Οι δυστοπικές εικόνες απ' όλες τις μητροπόλεις του κόσμου χωρίς ανθρώπους και αυτοκίνητα σφράγισαν ανεξίτηλα τη μνήμη μας και το ενδεχόμενο κάτι τέτοιο να επαναληφθεί σύντομα δημιουργεί έναν άρρητο πανικό. Ακόμα και όσοι στο παρελθόν απεχθάνονταν την πολυκοσμία, το κυκλοφοριακό και τα νεύρα, και αναζητούσαν την ησυχία τους είτε για εργασία είτε για αναψυχή, πάγωσαν μπροστά στο θέαμα των έρημων δημόσιων χώρων.
Η εικόνα της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης και άλλων ελληνικών πόλεων με νεκρωμένους δρόμους και πλατείες απομάκρυνε όλα εκείνα που συνήθως εκφράζονται δημόσια ως προβλήματά τους. Πολυκοσμία, θόρυβος, κυκλοφοριακό, ρύπανση, άγχος, αλλοτρίωση και άλλα πολλά, που από συντηρητικούς ή ριζοσπαστικούς κύκλους κατονομάζονται ως οι μεγάλες παθολογίες της σύγχρονης αστικής ζωής, ως διά μαγείας εξαφανίστηκαν. Ατόνησαν και μπήκαν στις πραγματικές τους διαστάσεις.
Αμέτρητα βίντεο και φωτογραφίες, αισθητικοποιημένα και μη, τεχνολογικά προχωρημένα ή όχι, κατέγραψαν τις πόλεις μας χωρίς τα «προβλήματά» τους και σχεδόν σιωπηλά εξέφρασαν ένα πνεύμα νοσταλγίας για όλα αυτά που αποτελούν τη ζωή της πόλης, όλα αυτά που έχουμε και συνήθως κατακρίνουμε και τα οποία χάσαμε προσωρινά, χωρίς να το καταλάβουμε.
Η πανδημία αποτελεί μια πολύ δύσκολη παγκόσμια συνθήκη. Δίπλα στον θρήνο για τους 500.000 μέχρι τώρα νεκρούς, δημιουργεί ένα κλίμα αναστοχασμού πάνω στις καθημερινές μας συμπεριφορές, αναδεικνύει καλές και κακές κοινωνικές πρακτικές, οδηγεί πολλούς σε μερική ή γενικότερη αναθεώρηση των αντιλήψεών τους, σε μικρότερη ή μεγαλύτερη συνειδητοποίηση της ατομικής και κοινωνικής ευθύνης τους. Σε άλλα ζητήματα, πάλι, η περίσκεψη έμεινε βουβή και απλώς αποτυπώθηκε με τους ινσταγκραμικούς όρους των social media. H πόλη και το τι θέλουμε από αυτήν, το τι είμαστε μέσα σε αυτήν, το τι σημαίνει να είσαι κάτοικός της, είναι μία από αυτές τις περιπτώσεις μιας ιδιότυπης εικονογραφικής αναζήτησης που ακόμη δεν έχουμε αποκωδικοποιήσει.
Ίσως για πρώτη φορά συνειδητοποιήσαμε, εξαιτίας της καραντίνας, ότι η πόλη είναι ο κόσμος της, η ελευθερία όλων να συναντηθούν με όσους θέλουν και όσους τύχει να είναι στο ίδιο σημείο.
Δεν είναι τυχαίο ότι το διάστημα από το τέλος της καραντίνας και πριν από το άνοιγμα τον μαγαζιών εστίασης σήμανε μια ιδιόμορφη επιστροφή στις πλατείες. Το γεγονός ότι σε ορισμένες περιπτώσεις σημειώθηκαν υπερβολές συνωστισμού και σε κάποιες το ζήτημα πολιτικοποιήθηκε έντονα απέτρεψε την προσοχή από την ίδια την ενδιαφέρουσα ροπή των κατοίκων της πόλης να ξανασυναντηθούν ανοργάνωτα και μαζικά στον δημόσιο χώρο. Άλλοι για να πιουν τις «ποτάρες» τους, άλλοι για να εκτονωθούν από το πνεύμα περιορισμού των προηγούμενων ημερών του lockdown, άλλοι απλώς και μόνο για να «καταλάβουν» ξανά δημόσιο χώρο, αυτόν που φάνταζε άδειος και εγκαταλελειμμένος όσο καιρό βρισκόμασταν στα διαμερίσματά μας και η μόνη εστία «ζωντανής» –και όχι τεχνολογικά διαμεσολαβημένης συνάντησης– ήταν τα μπαλκόνια μας. Η λειτουργία των χώρων εστίασης έβαλε σε μεγάλο βαθμό μια τάξη σε αυτή την «άναρχη» έξοδο στην πόλη, σε αυτή την αυθόρμητη, αλλά οριακά επικίνδυνη για λόγους δημόσιας υγείας ανακατάληψή της.
Ίσως για πρώτη φορά συνειδητοποιήσαμε, εξαιτίας της καραντίνας, ότι η πόλη είναι ο κόσμος της, η ελευθερία όλων να συναντηθούν με όσους θέλουν και όσους τύχει να είναι στο ίδιο σημείο. Ακόμη και αν οι σύγχρονες πόλεις απέχουν πολύ από το να είναι το χωνευτήρι διαφορετικών κοινωνικών τάξεων, εθνοτήτων και πολιτισμικών προτιμήσεων, ακόμη και αν πολλοί και διάφοροι κοινοτισμοί επικρατούν στις σύγχρονες μητροπόλεις που κρατούν σχετικά αποκομμένους τους κατοίκους μεταξύ τους, δημιουργώντας γκέτο ηλικιακά, φυλετικά, αισθητικά, γεγονός είναι ότι η συνάθροιση, και μάλιστα η μαζική και τυχαία, είναι το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό της. Είναι αυτό που κυρίως χάσαμε στο lockdown, αυτό που κανένα Skype, Zoom και TikTok δεν μπορεί εύκολα να υποκαταστήσει.
Το θέμα είναι ότι δεν έχει γίνει ποτέ μια πολιτικά σοβαρή συζήτηση για το τι είναι η πόλη μας, τι νιώθουμε ως πόλη μας, ποια είναι τα στοιχεία που πραγματικά μας αποξενώνουν στο καθημερινό μας περιβάλλον. Υπάρχουν ακόμα και σήμερα στην πρωτεύουσα περιοχές σκοτεινές και δύσβατες. Υπάρχουν περιοχές όπου η τουριστικοποίηση, η εστίαση και η διασκέδαση οδήγησε σε μια ιδιότυπη εμπορική ανάπτυξη.
Δεν έχουμε συζητήσει ούτε για τη μία ούτε για την άλλη εκδοχή της πόλης όσο θα έπρεπε. Γιατί αν η μία δημιουργεί συνθήκες διαρκούς υποβάθμισης και εκκόλαψης ρατσιστικών και άλλων εξτρεμιστικών αντιλήψεων, υπάρχει και η άλλη, η οποία εκτοπίζει τους κατοίκους των περιοχών, τους κάνει να δεινοπαθούν από ένα κλίμα διαρκούς «πανηγυριού», τους κάνει να αισθάνονται ξένοι στην ίδια τους τη γειτονιά. Αυτή η συζήτηση η δύσκολη, που δεν αναδιαπραγματεύεται απλώς την αστική βιτρίνα αλλά αναμοχλεύει τους όρους και τους τρόπους συνάντησης και αποστασιοποίησής μας, που διερευνά νέους τρόπους κοινωνικής συμβίωσης, όχι απλώς «ποιοτικούς» αλλά και βιώσιμους, αναβάλλεται επ' αόριστον.
Κάθε παρέμβαση στην πόλη που αγνοεί ότι αυτή είναι ταυτόχρονα μέρος κατοικίας, εργασίας, διασκέδασης και συνάντησης των κατοίκων της και τονίζει μόνο μία από αυτές τις παραμέτρους, κάθε παρέμβαση που εξωραΐζει ένα στενά οριζόμενο κέντρο της, αγνοώντας το υπόλοιπο κομμάτι της (καθόλου απόκεντρο), κάθε παρέμβαση που αντιγράφει μερικώς ξένες πρακτικές, κινδυνεύει να είναι επίπλαστη και μη λειτουργική. Κινδυνεύει να δημιουργήσει μια εικονική πόλη όπου τα προβλήματα βιοπορισμού, συγκατοίκησης και συνεννόησης θα πάνε και πάλι «περίπατο», θα τα πατήσει ένα ποδήλατο που θα κάνει αυτάρεσκους γύρους στο κλειστό κέντρο σαν τα τουριστικά τρενάκια.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
To νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.
σχόλια