ΚΡΙΣΗ ΣΤΗ ΝΟΤΙΑ ΚΟΡΕΑ

Ριάνα Κούνου Facebook Twitter
Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

Ριάννα Κούνου: «Τους βλέπεις όλους να φοράνε μαύρα γιατί φοβούνται να ξεχωρίσουν»

0

Μέχρι τα δέκα μου χρόνια μεγάλωσα στην Αθήνα, στα έντεκα πήγα σχολείο στην Κρήτη, μια και η μαμά μου άρχισε να εργάζεται ως διευθύντρια ξενοδοχείου στα Μάλια. Τότε ήταν που αποφάσισε ότι έπρεπε να φύγουμε από την Ελλάδα, είχε μόλις τελειώσει μια σχέση της και δεν ήθελε να μένει πια εδώ. Με πήρε από το χέρι και με έβαλε για πρώτη φορά σε αεροπλάνο προκειμένου να φτάσουμε στο Ντίσελντορφ της Γερμανίας χωρίς να ξέρουμε κανέναν εκεί – ευτυχώς μιλούσε γερμανικά, αγγλικά και γαλλικά. Το αστείο είναι ότι τότε δεν υπήρχε συνάλλαγμα, εκείνη όμως, λόγω της δουλειάς της, είχε καταφέρει να μαζέψει χρήματα. Έβαλε μες στα παπούτσια μου ένα εκατομμύριο δραχμές για να τα περάσουμε στο αεροδρόμιο.

• Δεν μπορώ πω ότι το Ντίσελντορφ ήταν η καλύτερη εμπειρία της ζωής μου. Δεν μιλούσα τη γλώσσα, ενώ η μαμά μου είχε αφήσει όλη της τη ζωή πίσω για να κάνει κάτι που κανείς δεν ήξερε τι θα είναι. Δεν είχαμε μπει ακόμα καλά καλά στην ΕΟΚ, κάτι που για εμάς σήμαινε ότι κάθε τρεις μήνες έπρεπε να βγαίνουμε από τη χώρα και να ξαναμπαίνουμε, για να ανανεώνεται η βίζα μας. Έβγαινε, λοιπόν, η μαμά χωρίς εμένα, πήγαινε μέχρι την Τσεχία και επέστρεφε την ίδια μέρα.

• Είχε αισθητική και έπιαναν τα χέρια της, βρήκε λοιπόν μια Γιαπωνέζα που πουλούσε αληθινές πέρλες και ξεκίνησε να δουλεύει εκεί φτιάχνοντας κολιέ. Δεν ήθελε να κάνει αυτό στη ζωή της αλλά και τα λεφτά από τα παπούτσια θα τελείωναν. Με έγραψε σε ελληνικό σχολείο, της φαινόταν περίεργο να με πάει σε γερμανικό, δεν ήξερε πόσο θα μείνουμε εκεί. Δυσκολευτήκαμε, αποφασίσαμε ότι δεν ήταν η πόλη που μας ταίριαζε και μεταφερθήκαμε σε μια πολύ μικρή, στο Χάμελιν. Ο μπαμπάς μου προερχόταν από μια ευκατάστατη οικογένεια, πριν χωρίσουν λοιπόν οι γονείς μου ζούσαμε σε ένα πολύ μεγάλο σπίτι και ήταν όλα τακτοποιημένα. Τη μαμά μου όμως δεν τη συγκινούσαν τα λεφτά και τα ταξίδια, δεν ήθελε να είναι η κυρία του κυρίου, δεν μπορούσε να ζήσει με έναν άντρα που δεν ήθελε, μου έλεγε «θα το καταλάβεις όταν μεγαλώσεις» – γι’ αυτό και ξεκίνησε τη δική της περιπέτεια. Δεν μπορώ να σου πω ότι δεν με ενοχλούσε ότι από εκεί που τα είχα όλα βρέθηκα να ζω σε ένα πολύ μικρό σπίτι με εκείνη να βασανίζεται δουλεύοντας ως μαγείρισσα σε ένα ελληνικό εστιατόριο όπου υποτιμούσαν τις γυναίκες. Την έβλεπα να μην περνάει καλά, να συνεργάζεται με ανθρώπους με τους οποίους δεν είχε καμία σχέση, αλλά έπρεπε να βιοποριστεί.

Θα σου πω τι με εκφράζει σε αυτά τα ρούχα: μου αρέσει να φαίνομαι, δεν θέλω να περνάω απαρατήρητη, θέλω να θυμάσαι τι φορούσα, δεν θέλω να φορέσω κάτι για να κρυφτώ. 

• Ένα βράδυ συνέβη ένα πολύ άσχημο περιστατικό στο εστιατόριο και αποφασίσαμε ότι δεν ούτε εκεί θα μέναμε. Είχαμε ακούσει ότι το Βερολίνο είναι πιο ανοιχτή πόλη, ότι υπήρχε εκεί ένας Έλληνας ιδιοκτήτης εστιατορίου άλλης φιλοσοφίας. Με πήρε μες στη νύχτα, με έβαλε σε ένα τρένο και ξεκινήσαμε για εκεί. Είχε λήξει και το διαβατήριο και η βίζα μας, το Βερολίνο ήταν ακόμα χωρισμένο στα δύο και για να μεταβούμε από το Ανατολικό στο Δυτικό θα περνούσαμε από έλεγχο. Ευτυχώς, ήταν έξυπνη γυναίκα η μαμά μου και κατάφερε να τους πείσει ότι σκοπός της ήταν να πάει στο ελληνικό προξενείο. Πράγματι πήγαμε την επόμενη μέρα, εκεί συναντήσαμε ένα καταπληκτικό κύριο που τη συμπάθησε, έως και τη φλέρταρε νομίζω, μας τακτοποίησε λοιπόν και όποτε χρειαζόμασταν κάτι μας βοηθούσε.

• Φτάνοντας στο Βερολίνο μια νύχτα Χριστουγέννων, ήταν τόσο πλούσια στολισμένοι οι κεντρικοί δρόμοι, που ένιωσα ότι εκεί ήθελα να μείνω. Ξεκινάει μια νέα περιπέτεια στο Βερολίνο: ο νέος εργοδότης τής δίνει φαγητό και έναν τόσο χαμηλό μισθό που φτάνει μόνο για τον ύπνο μας. Η μαμά μου ήταν αρειμάνια καπνίστρια και υπήρχαν μέρες που με ό,τι περίσσευε με ρώταγε «θες να πάρουμε μια σοκολάτα ή να πάρω τσιγάρα;». Παίρναμε τσιγάρα, λοιπόν, και συνεχίζαμε τη ζωή. Ήταν πολύ δυνατή, δεν τη σταμάταγε τίποτα, βρήκε λοιπόν τον τρόπο, μετά από πολλές δυσκολίες, να ανοίξει μαζί με κάποιους Γερμανούς συνεταίρους, ένα εστιατόριο που περιλάμβανε και μια γκαλερί. Η ζωή μας έφτιαξε, χωρίς να της λείπει η αγωνία. Μέσα σε όλα αυτά είχαμε αφήσει τον αδελφό μου πίσω, που προτίμησε να μείνει με τη γιαγιά.

Ριάνα Κούνου Facebook Twitter
Ξεκινήσαμε κάπως δύσκολα, μου έλεγε ότι θα κάνουμε φωτογραφίσεις, εγώ σκεφτόμουν «τι λέει τώρα αυτή», τα έβλεπα όλα πολύ μικρά κι εκείνη πολύ μεγάλα, είχε στόχους, ενώ εγώ όχι. Το μόνο που ήξερα καλύτερα ήταν ότι δεν μπορείς να βάζεις σε χαμηλότερη τιμή κάτι που πρέπει να πουληθεί ακριβά. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

• Πάει μια χαρά το εστιατόριο, δουλεύω κι εγώ κάποιες φορές εκεί όταν η μαμά αρρωσταίνει και κάπως έτσι μαθαίνω αναγκαστικά να μαγειρεύω. Είμαι γύρω στα 14 και μου λέει πώς να κάνω το κοκκινιστό από το τηλέφωνο, και τα καταφέρνω, γιατί πρέπει. Περνάμε κάποια χρόνια έτσι στο Βερολίνο και γνωρίζει τον σύντροφο της ζωής της, τον Ρολφ, έναν Γερμανό φοιτητή Κοινωνιολογίας της Τέχνης. Μετά από πολλά χρόνια που είχε αφήσει τον εαυτό της, ήταν πια ερωτευμένη στα σαράντα κάτι της – τα πράγματα ήταν καλά. Ήταν κι αυτός πολύ ερωτευμένος, αλλά εμένα δεν μου άρεσε καθόλου τότε, δεν μπορούσα να αντικαταστήσω με τίποτα την εικόνα του μπαμπά μου, κι ας μην είχαμε καμία επαφή.

• Κοντεύω να τελειώσω το λύκειο και ερχόμαστε καλοκαίρι για διακοπές στην Ελλάδα. Νομίζω ότι είμαι στον παράδεισο, μου αρέσει η επαφή με τους Έλληνες, απολαμβάνω τη μουσική, τους πείθω ότι πρέπει να κλείσουμε το εστιατόριο και να μετακομίσουμε εδώ. Μια και πηγαίναμε σε όλα τα flea markets του Βερολίνου από τις έξι το πρωί, η μαμά σκέφτηκε ότι στην Αθήνα αποκλείεται να υπήρχε βιντατζάδικο το ’80 – η Γερμανία ήταν γεμάτη με τέτοια. Με στέλνει μόνη μου στα 17 να βρω στο Κολωνάκι μαγαζί, ούτε που ήξερα κατά πού πέφτει η περιοχή. Όντως βρήκα ένα κοιτώντας τα ενοικιαστήρια κι έτσι άνοιξε το πρώτο μας μαγαζί Ομήρου και Σκουφά. Φέρνει ρούχα από τη Γερμανία και ο κόσμος τρελαίνεται, παράλληλα μαζεύει πάρα πολλά αυθεντικά ρούχα του ’20, του ’30 του ’40 και κάνει ένα από τα πιο γνωστά βεστιάρια της εποχής.

• Με χώνει και μένα στη δουλειά, παρότι δεν ήταν του στυλ μου όσα έφερνε. Ήθελα να σπουδάσω αρχαιολογία ή να γίνω ηθοποιός, δεν συνέβη τίποτε από τα δύο. Δουλεύοντας στο μαγαζί, καταλάβαινα μέρα με τη μέρα τι της άρεσε σε αυτήν τη δουλειά αν και εξακολουθούσα να θεωρώ τον τρόπο της παλιακό. Παρ’ όλα αυτά, το Κολωνάκι είχε τότε πέντε μαγαζιά όλα κι όλα και το δικό μας είλκυε όλο τον κόσμο της μόδας.  Όποιος ήθελε να ντυθεί με κάτι ιδιαίτερο και πραγματικά μοναδικό, που δεν θα το φόραγε κανένας άλλος, ερχόταν σ’ εμάς. Τα ’80s ήταν ένα ατελείωτο πάρτι, όχι όπως τώρα, που θα βγεις και με ένα τζιν. Τότε έξω έβλεπες μόνο τακούνια, τα αγόραζαν τρία-τρία τα βραδινά ρούχα. Έτσι γνωρίζω τους πρώτους μου φίλους, με βγάζουν στο Alexander’s της Αναγνωστοπούλου, όπου είδα πρώτη φορά ανθρώπους του ίδιου φύλου να φιλιούνται – στο Βερολίνο ζούσα σε μια φούσκα. Έχουμε μπει στη δεκαετία του ’90, είμαι δεκαοκτώ χρονών, είμαι του χορού και του ξενυχτιού, κάθε βράδυ καταλήγουμε στην πλατεία Κολωνακίου να τρώμε στα Έβερεστ και όλους μου τους φίλους τούς απασχολεί η αισθητική.

Ριάνα Κούνου Facebook Twitter
Φυσικά και μπορείς να έχεις στυλ όταν δεν έχεις λεφτά, πολύ περισσότερο κιόλας από πολλούς που έχουν, γιατί βάζεις το μυαλό σου να δουλέψει περισσότερο.
Ριάνα Κούνου Facebook Twitter
Αλλά πρέπει να ξέρεις πώς να επενδύσεις τα εκατό σου ευρώ, να μην τα δώσεις στo mass market, να ψάξεις λίγο παραπάνω.

• Ο Βασίλης Ζούλιας, ο Μιχάλης Πάντος, ο Δημήτρης Ντάσιος με βάζουν στον κύκλο τους και αρχίζω να κάνω κάποια σεμινάρια ενδυματολογίας. Από το μαγαζί περνάνε διευθυντές φωτογραφίας, μπαίνω στα περιοδικά, με φωτογραφίζουν γιατί τους φαίνομαι περίεργη φιγούρα για τα αθηναϊκά δεδομένα. Ναι, μπορείς να πεις ότι ήμουν it girl. Με φωτογραφίζουν ημίγυμνη για το «Κλικ», δεν ντρεπόμουν ποτέ και σκέψου ότι ο σωματότυπος μου ήταν πάντα αυτός.

• Μπαίνω με τον δικό μου τρόπο στη δουλειά της μαμάς, επηρεάζοντας πια το τι θα ψωνίσουμε, δουλεύω και σε κάποιες ταινίες ως βοηθός ενδυματολόγου και για πάρα πολλές διαφημίσεις, παίζω κιόλας σε κάποιες από αυτές. Συγχρόνως γνωρίζω τον πρώτο μου άντρα, είναι 28 χρόνια μεγαλύτερος. Γύρω στα 25 παντρεύομαι – μέγα λάθος. Δεν ήθελα ποτέ γάμο, αλλά όλες γύρω μου παντρευόντουσαν και νόμιζα ότι έπρεπε να το κάνω κι εγώ. Με το που παντρεύομαι η μαμά μου φεύγει πάλι για τη Γερμανία – κουράστηκε από την Αθήνα και μας άφησε το μαγαζί. Πηγαινοέρχομαι λοιπόν, γνωρίζω έναν μεγάλο έρωτα στη Γερμανία και θέλω να ζήσω κι εγώ εκεί, αλλά περνάει κι αυτό. Η δαιμόνια μαμά, που ήθελε να με κρατήσει κοντά της, βρίσκει μια εταιρεία με vintage η οποία συνεργάζεται με τη δημόσια επιχείρηση ηλεκτρισμού που κάνει ανακύκλωση υφασμάτων και ρούχων. Πουλάει ότι ξέρουμε πολύ καλά τη δουλειά, ότι μπορούμε να αναλάβουμε τη διαλογή των ρούχων. Πράγματι, πιάνουμε δουλειά με κάτι αδιανόητους μισθούς, βγάζουμε βέβαια και τρελή δουλειά. Εγώ ήμουν υπεύθυνη για σαράντα μαγαζιά, περνούσε από τα χέρια μου ένας τόνος ρούχα κάθε μέρα, ήταν μια φοβερή εμπειρία· μαθαίνω μάρκες, υφάσματα και ποιότητες, ρουφάω σαν σφουγγάρι.

• Ο σύζυγός μου κρατάει το μαγαζί στο Κολωνάκι, εγώ μένω στο Αμβούργο και είμαστε σε διάσταση. Ο Ρολφ προτείνει να αγοράσουμε έναν υπολογιστή, με παροτρύνει και ο αδελφός μου να πάρω για να μιλάμε μέσω τσατ, μια και τα υπεραστικά τηλεφωνήματα τότε ήταν πανάκριβα, αλλά, όσο μίλησες εσύ μαζί του, άλλο τόσο μίλησα και εγώ. Μίλησα με ό,τι αντρικό πρόσωπο υπήρχε σε αυτά τα τσατ πατώντας τα κουμπιά με ένα δάχτυλο. Όλοι έκαναν αυτές τις σαχλές ερωτήσεις «τι φοράς, πόσο ψηλή είσαι;», εκτός από έναν με το nickname κοριός. Έχουμε καθημερινή επικοινωνία μέχρι που του λέω να ιδωθούμε από κοντά, είχαν περάσει και τρεις μήνες. Του στέλνω μια φωτογραφία δική μου μελετημένη, που τότε ήταν και ολόκληρη διαδικασία, αυτός, που έχει τελειώσει μόλις τον στρατό, μου στέλνει μια… άσ’ το·– πάλι καλά που φορούσε ωραία παπούτσια. Πάω να τον παραλάβω από το αεροδρόμιο και του λέω «καλά, είναι δυνατό να μου στέλνεις αυτήν τη χάλια φωτογραφία και να είσαι έτσι;». Ευτυχώς, είναι ακόμα μαζί μου.

• Πάω για να κάνουμε Πάσχα στην Καβάλα, περνάμε τέλεια, επιστρέφω στη Γερμανία και είμαι έγκυος. Αποφασίζω ότι θα κρατήσω το παιδί μόνη μου μια και είχαμε ιδωθεί τρεις φορές όλες κι όλες, αλλά εκείνος μου λέει στο τηλέφωνο ότι θέλει να το κάνουμε μαζί. Πέντε μηνών έρχομαι να ζήσω στην Αθήνα και ζητάω πια διαζύγιο από τον πρώην άντρα μου. Μετά την πρώτη υπογραφή τον ενημερώνω ότι είμαι έγκυος, γιατί δεν ήθελα να το μάθει από αλλού. Και δεν ξαναβάζει άλλη, κάτι που μας κόστισε πολύ, έτσι όπως είναι η ελληνική νομοθεσία, σύμφωνα με την οποία το παιδί έπαιρνε αυτόματα το παιδί του συζύγου. Δεν μπορούσαμε να πάμε ένα ταξίδι όλοι μαζί, ξοδέψαμε άπειρα χρήματα σε δικηγόρους, έφτασα μέχρι το νομικό τμήμα ενός πρωθυπουργού. Τελικά ο Ρόμπερτ έφτασε 24 για να καταφέρει να αλλάξει το όνομά του.

Ριάνα Κούνου Facebook Twitter
• Με ενδιέφερε να είμαι μοναδική, να μη μοιάζω με κανέναν, δεν θέλω να με κατατάσσουν εύκολα σε μια κατηγορία, δεν μου άρεσε ποτέ το να λες «η Ριάννα είναι αυτό». Είμαι αυτό, αλλά μπορώ να είμαι κι εκείνο, και το άλλο. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

• Ανοίγω το Le Streghe Son Tornate στη Χάριτος μαζί με μια συνέταιρο γραφίστρια και μεταξύ ’90 και ’00 γίνεται το τότε hot μαγαζί με vintage. Η μαμά μάς φτιάχνει κοσμήματα και μας κάνει ρούχα, έχουν αρχίσει να εμφανίζονται τα πρώτα βιντατζάδικα στην Αθήνα, αλλά σαν το δικό μας, που είχε πολύ YSL, Dior και Hermès δεν υπάρχει. Εγώ έχω ξεκινήσει να φτιάχνω τα πρώτα ρούχα από παλιά πολυτελή μαντίλια. Όλα τα κορίτσια των καλών οικογενειών είναι πελάτισσές μας και έχει δημιουργηθεί μια ωραία παρέα – το απολαμβάνω όταν δημιουργείται μια κοινότητα γύρω από τα μαγαζιά μου. Κάθε Σάββατο μαζευόμασταν στο μαγαζί και ήταν λες και ήμασταν σε καφενείο.

• Όμως κάτι δεν με κρατάει εδώ, ο Ρόμπερτ έχει μάθει μόνος του γερμανικά από τον Ρολφ, που τον βλέπει σαν παππού του και του έχει αδυναμία, δεν θέλω να τον γράψω σε ιδιωτικό, προτιμώ να τον πάω σε ένα καλό σχολείο του Βερολίνου. Με μεγάλη δυσκολία και στενοχώρια φεύγουμε, παρότι κανείς δεν πίστευε ότι θα το έκανα. Φεύγουμε με πλοίο για την Ιταλία, με τη βοήθεια φίλων και ενός καπετάνιου μιλημένου καταφέρνουμε να πάρουμε μαζί μας το παιδί. Κατεβαίνουμε στην Ανκόνα και φωνάζουν τα ονόματά μας από τα μεγάφωνα του πλοίου. Είμαι σε σοκ, κλαίω ασταμάτητα, τελικά μας φώναζαν γιατί είχαμε αφήσει μια σακούλα στην καμπίνα. Αυτό το ταξίδι το λέμε «η μεγάλη περιπέτεια» τώρα πια που ο Ρόμπερτ ξέρει τα πάντα. Κουβάλησα όλα μας τα έπιπλα και τα πράγματα από την Αθήνα για να μη νιώσει στιγμή ότι δεν είναι στο σπίτι του, όπως είχα νιώσει κάποτε εγώ.

• Ανοίγω το μαγαζί στο Βερολίνο, έχοντας στο μυαλό μου ότι θα έχει vintage και Έλληνες σχεδιαστές, τη Μαρία Μάστορη, τη Lito, την Ελευθερία Δομένικου, αλλά δυστυχώς αυτό δεν λειτούργησε όπως νόμιζα, οι Γερμανοί δεν έδειξαν να ενδιαφέρονται. Στο άνοιγμά μου όμως έχω μια πολύ σημαντική βοήθεια, αφού σε ένα ταξίδι μου έχω γνωρίσει τυχαία εκεί τον Ριφάτ Οζμπέκ – φορούσα κάτι που του άρεσε και μιλήσαμε. Έφτιαχνε τα μαξιλάρια του στην Τουρκία και τον παρακάλεσα να μου δώσει μερικά για να τα βάλω στο μαγαζί στο Βερολίνο – το έκανε. Τον δεύτερο χρόνο σταματάω τους Έλληνες σχεδιαστές και αρχίζω να ράβω μόνη μου ρούχα με μια μοδίστρα που είχα απέναντι από το σπίτι μου· πια είναι η διευθύντρια του ατελιέ μου και κολλητή μου φίλη. Έχω και τα vintage από οίκους, φτιάχνω τον κόσμο μου, έχω και πολύ τουρίστα γιατί είμαι στο Mitte. Ο Δημήτρης δεν είναι στα καλύτερά του γιατί ακόμα δεν μιλάει γερμανικά, δυσκολεύεται στη δουλειά. Τον ταλαιπωρήσαμε, αλλά χαιρόταν που ήμασταν εμείς καλά.

• Τον τέταρτο χρόνο ανοίγω δεύτερο μαγαζί λίγους δρόμους παρακάτω με τα λίγα λεφτά που είχα μαζέψει. Αρχίζω να φτιάχνω κιμονό από παλιά μαντίλια, ωραίες παλιές λάμπες, περίεργες τσάντες, έχω και παλιά κεραμικά. Εκεί γνωρίζω τη Νίνα Κνάουτ, διευθύντρια μάρκετινγκ στην Galeries Lafayette, γίνεται πελάτισσά μου και φίλη μου – όλες μου τις φίλες από τα μαγαζιά τις έχω κάνει. Είπα τότε ότι δεν είχα ανάγκη από συνέταιρο, πως τα κατάφερνα μια χαρά μόνη μου. Σε μια χαζοκουβέντα που κάνουμε όμως της πετάω ότι θα μπορούσαμε να κάνουμε κάτι και μαζί – έτσι, για να περάσει η ώρα το είπα. Έφυγε για χριστουγεννιάτικες διακοπές και 2 Ιανουαρίου ήρθε στο μαγαζί για να μου πει το «ναι». Της εξήγησα ότι ήταν λόγια του αέρα, εκείνη επέμεινε, μου είπε «να δεις που θα κάνουμε brand». Εκείνη την ώρα είπα από μέσα μου «καλά». Πώς θα γινόμασταν brand με τρεις τσάντες;

Ριάνα Κούνου Facebook Twitter
H Ριάννα Κούνου με τη Νίνα Κνάουτ.

• Μέσα σε ενάμιση μήνα παρατάει τη δουλειά της, η μαμά της ήταν εντελώς κατά στο ότι θα συνεργαζόταν με μια άγνωστη Ελληνίδα, τη ρωτούσα κι εγώ αν ήταν σίγουρη, γιατί έπαιρνε πολύ καλά λεφτά, αλλά εκείνη κάτι είχε δει. Πρώτη Απριλίου του 2024 το Rianna + Nina έκλεισε τα δέκα του χρόνια.

• Ξεκινήσαμε κάπως δύσκολα, μου έλεγε ότι θα κάνουμε φωτογραφίσεις, εγώ σκεφτόμουν «τι λέει τώρα αυτή», τα έβλεπα όλα πολύ μικρά κι εκείνη πολύ μεγάλα, είχε στόχους, ενώ εγώ όχι. Το μόνο που ήξερα καλύτερα ήταν ότι δεν μπορείς να βάζεις σε χαμηλότερη τιμή κάτι που πρέπει να πουληθεί ακριβά, όπως κάτι μαξιλάρια που είχα φτιάξει από μαντίλια Hermès, και της εξηγούσα ότι είναι μοναδικά και από τρομερά υλικά, δεν μπορούσα να τα πουλήσω κάτω από 1.200 ευρώ το ένα – αυτός που καταλαβαίνει τι είναι δεν τον απασχολεί η τιμή. Και είχα δίκιο, πράγματι πουλήθηκαν.

809
To νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.

• Μας ανακαλύπτει η γερμανική «Vogue» που διοργανώνει ένα ετήσιο event για νέους σχεδιαστές. Το θέμα ήταν ότι εγώ δεν ήμουν μικρή ηλικιακά και η Nina, παρότι νεότερη, δεν είχε βγει μόλις από τη σχολή. Και ενώ σε όλους έδιναν πέντε κούκλες, εμείς πήραμε μόνο δύο – έπαθα κρίση. Έλα όμως που κάνει το styling η ίδια η Christiane Arp (σ.σ. διευθύντρια του περιοδικού) και φτιάχνει δύο κούκλες με τα ρούχα μας που μπαίνω να τις δω και νόμιζα ότι είναι αλλουνού! Ήμασταν οι μόνες που πουλήσαμε τα σύνολα αμέσως, πήραμε και την πρώτη παραγγελία από μεγάλο κατάστημα. Είχαν μείνει όλοι κάγκελο. 

• Μας βρίσκουν από το Moda Operandi, μας ζητάνε δέκα κιμονό για ένα trunk show κι εμείς πετάμε στον ουρανό, νομίζουμε ότι είμαστε ο Valentino το λιγότερο. Καθόμαστε και ξενυχτάμε για να δούμε τα ρούχα μας στο site, μπαίνουμε και γράφουν όλα «sold out». Nομίζαμε πως έγινε λάθος μέχρι που τους τηλεφωνήσαμε το επόμενο πρωί και μας ρώτησαν αν έχουμε κι άλλα. Δεν είχαμε, αλλά ευτυχώς είμαστε γρήγορες. Οι στόχοι της Nina μεγαλώνουν, θέλει οπωσδήποτε να μπει στο Bergdorf Goodman στην Αμερική. Είναι καλοκαίρι, φτιάχνει μια βαλίτσα για να επισκεφτεί τον αδερφό της και μου λέει ότι θα βρει buyer από εκεί – και είναι πολύ πεισματάρα. Τον βρίσκει όντως, φοράει ένα καφτάνι μας και για καλή της τύχη μια πελάτισσα ρωτάει αν το πουλάνε στο μαγαζί. Tότε πετάγεται ο buyer και λέει «βεβαίως, από την επόμενη σεζόν». Έχουμε στείλει τα ρούχα μας, φτάνουμε εκεί τον Νοέμβριο για pop-up, βλέπουμε τον χώρο όπου θα μας φιλοξενούσαν και είναι άδειος, έχει πολύ λίγα πράγματα. O υπεύθυνος μας λέει ότι μια κυρία έστειλε πρωί πρωί τον προσωπικό της αγοραστή, μέσω βιντεοκλήσης διάλεγε τι ήθελε και τελικά τα σήκωσε σχεδόν όλα. Η Μελ έγινε φίλη μας, συλλέγει ουσιαστικά τα ρούχα μας, έχει ένα δωμάτιο γεμάτο με Rianna + Nina. To Bergdorf Goodman μας έκλεισε για μόνιμη συνεργασία, δεν είχαν ξαναζήσει κάτι παρόμοιο με brand που δεν το ήξερε η μάνα του.

Ριάνα Κούνου Facebook Twitter
Δεν υπάρχει μεγαλύτερη τιμή για μένα από το να δημιουργώ στην πόλη μου, όλη μου η έμπνευση και η δημιουργία είναι ελληνική, όλες οι κολεξιόν έχουν ελληνικά ονόματα, έχω μια εμμονή με την Ελλάδα.

• Κλείνουμε το μαγαζί στο Βερολίνο γιατί δεν έχει μέλλον για εμάς ως αγορά, περνάμε τα lockdowns και φοβόμαστε ότι θα χάσουμε το brand, κάνουμε μια στροφή και προσπαθούμε να βρούμε ιδιωτικά πελάτισσες μέσω Ιnstagram, έτσι καταφέρνουμε να είμαστε μια κερδοφόρα επιχείρηση όταν κανείς δεν βγάζει λεφτά. Την πρώτη φορά που θα δείχναμε ξανά τα ρούχα μας ζωντανά σε κόσμο βρισκόμαστε στο Παλέ-Ρουαγιάλ στο Παρίσι και ενώ ψάχνω πού θα χτενιστώ πέφτω πάνω σε ένα απίστευτο, τεράστιο μαγαζί, αδειανό και ιδανικό για εμάς. Ρωτάω τριγύρω, βρίσκω το τηλέφωνο του ιδιοκτήτη, μας λέει ότι δεν το νοικιάζει, ότι θα στείλει κάποιον να μας το ανοίξει έτσι, για να το δούμε, αλλά δεν πιστεύει ότι μπορούμε να το πληρώσουμε. Επί έξι μήνες μια μας το έδινε και μια όχι, μετά μας ζήτησε τα ενοίκια δύο ετών μπροστά κι εμείς του λέγαμε εντάξει, ενώ δεν τα είχαμε. Μας έλεγε «είσαστε με τα καλά σας; Αφού δεν θα έχετε δουλειά σε αυτή την περιοχή». Ένα βράδυ αποφασίζει να μας το δώσει, παίρνουμε ένα δάνειο, σε δέκα μέρες το ετοιμάζουμε και από την πρώτη μέρα είχαμε δουλειά, δεν υπήρχε άνθρωπος που να μη σταματήσει και να μη φωτογραφίσει τη βιτρίνα. Το γεγονός ότι επιλέξαμε τη συγκεκριμένη περιοχή μόνο ανέβασε το brand τελικά. Όταν μας έφτιαχνε κοσμήματα για το μαγαζί, η μαμά μου είχε κάνει μια έκθεση με αυτά στο Παλέ-Ρουαγιάλ και όταν την ξανάφερα χρόνια μετά για να δει το μαγαζί, μου είπε «εγώ σε 7 τετραγωνικά κι εσύ σε διακόσια». Αν με ρωτήσεις τι πανεπιστήμιο έβγαλα, θα σου πω «της μαμάς μου», χωρίς αυτήν δεν θα είχα γίνει τίποτα. Δεν έχω συνειδητοποιήσει ακόμα ότι την έχω χάσει, όσο ζούσε ήξερα ότι ήταν εκεί για μένα, ότι μπορούσα να είμαι αδύναμη. Τώρα δεν μπορώ, τώρα πρέπει να είμαι εγώ η μαμά.

• Η Νίνα δεν κάθεται σε ησυχία, θέλει να κάνουμε μαγαζί μέσα στο Μarbella club της Ισπανίας. Της έχει μπει στο μυαλό, βρίσκει την ιδιοκτήτρια και την καλεί στο Παρίσι. Της αρέσουν όσο κάνουμε, μας καλεί κι εκείνη στο ξενοδοχείο να δούμε το μικρό αίθριο που φιλοξενεί Chanel, Louis Vuitton, Loewe και μας λέει ότι έχει έναν χώρο στον πρώτο όροφο να μας βάλει, που όμως δεν θα τον έβλεπε κανείς. Φτιάχνουμε το ένα μαγαζί σε τρεις μέρες, το βλέπει και ενθουσιάζεται, πάει πολύ καλά, παρότι είναι κρυμμένο, κι έτσι μας δίνει το μαγαζί δίπλα στη Chanel. Ουσιαστικά πετάει λεφτά με το να μας έχει εκεί, της το ζητούσαν οίκοι σαν τον Bulgari, που θα της έδιναν τα τριπλάσια, αλλά εκείνη δεν το βλέπει έτσι.

• Για μένα τα λεφτά δεν έχουν καμία σημασία, αν δεν τα χρειαζόμουν για να ζήσω, θα μου ήταν αδιάφορα. Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, μπορώ να ζήσω με πολύ λίγα και να μην το μάθεις ποτέ, μπορώ να ζήσω και με πάρα πολύ και να μην το ξέρεις. Μπορώ να κάτσω σε ένα παγκάκι να φάω ένα σουβλάκι και θα είμαι εξίσου ευτυχισμένη με πριν αν αυτά που κάνω στη ζωή μου μού αρέσουν.

• Φυσικά και μπορείς να έχεις στυλ όταν δεν έχεις λεφτά, πολύ περισσότερο κιόλας από πολλούς που έχουν, γιατί βάζεις το μυαλό σου να δουλέψει περισσότερο. Αλλά πρέπει να ξέρεις πώς να επενδύσεις τα εκατό σου ευρώ, να μην τα δώσεις στo mass market, να ψάξεις λίγο παραπάνω.

• Μπήκαν τα ρούχα μας στο «Sex and the City» και στο «Emily in Paris», ζω σε αυτή την πραγματικότητα και δεν μπορώ να το αποφύγω, μας βοηθάει, μετράει για το κοινό, αλλά δεν είναι ότι με ενδιαφέρει. Είμαι και 55, είμαι μιας άλλης γενιάς, προτιμώ άλλα πράγματα, όπως ας πούμε τη συνεργασία μας με τον Κωνσταντίνο Κακανιά σε ένα από το pop-up που θα διοργανωθεί στην Αθήνα και τα χρήματα θα δοθούν στο ίδρυμα Ελίζα, ή αυτή που έρχεται με το Μουσείο Μπενάκη. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη τιμή για μένα από το να δημιουργώ στην πόλη μου, όλη μου η έμπνευση και η δημιουργία είναι ελληνική, όλες οι κολεξιόν έχουν ελληνικά ονόματα, έχω μια εμμονή με την Ελλάδα, δεν μπορεί να με εμπνεύσει η Γερμανία. Θα ήθελα να ντύσω και την Τίλντα Σουίντον, εκεί θα έπεφτα ξερή.

Ριάνα Κούνου Facebook Twitter
And just like that...
Ριάνα Κούνου Facebook Twitter
Emily in Paris

• Με ενδιέφερε να είμαι μοναδική, να μη μοιάζω με κανέναν, δεν θέλω να με κατατάσσουν εύκολα σε μια κατηγορία, δεν μου άρεσε ποτέ το να λες «η Ριάννα είναι αυτό». Είμαι αυτό, αλλά μπορώ να είμαι κι εκείνο, και το άλλο.

• Θα σου πω τι με εκφράζει σε αυτά τα ρούχα: μου αρέσει να φαίνομαι, δεν θέλω να περνάω απαρατήρητη, θέλω να θυμάσαι τι φορούσα, δεν θέλω να φορέσω κάτι για να κρυφτώ, ίσα-ίσα, θέλω να φορέσω κάτι για να φανώ. Και δεν έβαλα ποτέ ρούχα που αδυνατίζουν. Μερικές φορές μού έλεγε η μαμά μου «βρε παιδί μου, γιατί σου προσθέτεις άλλο τόσο;», αλλά δεν με ένοιαζε. Βγαίνεις το βράδυ ή πηγαίνεις σε event και τους βλέπεις όλους να φοράνε μαύρα γιατί κάποιοι φοβούνται να ξεχωρίσουν. Και είναι κρίμα, κι εγώ έχω τρία μαύρα ρούχα, αλλά δεν είναι ανάγκη να παίζουμε safe, δεν είναι κακό να τολμάμε, δεν χρειάζεται να είμαστε όλοι ίδιοι. Όλα συνδυάζονται με όλα, αρκεί να το πιστεύεις. Και δεν πιστεύω ούτε σε σωματότυπους ούτε σε τίποτα τέτοιο, π.χ. «τα μεγάλα κοσμήματα πάνε μόνο στις ψηλές», καμία σχέση. Σημασία έχει να βρεις εσύ ποια θέλεις να είσαι.

• Η μαμά μου με τη μαμά του Αρσέν και του Ρουπέν (σ.σ. γκαλερί Καλφαγιάν) ήταν συμμαθήτριες. Ήταν τρελά ερωτευμένη με τον θείο τους, τόσο που έβαζε τα δάκρυά της σε βαζάκια για την πενικιλίνη και τα άφηνε έξω από το εργοστάσιο ξυλείας τους. Την είχα ακούσει τόσες φορές αυτή την ιστορία ως παιδί και έναν χρόνο πριν κλείσω το μαγαζί στη Χάριτος ήρθαν και άνοιξαν την γκαλερί δίπλα. Τους είπα την ιστορία, αλλά τελικά στο Βερολίνο ήταν που γίναμε φίλοι. Όταν βρεθήκαμε, τους είπα όλες τις λεπτομέρειες και κολλήσαμε. Είμαστε η δεύτερη γενιά παρέας μετά τις μαμάδες μας, γι’ αυτό και ήθελα να φωτογραφηθώ εκεί.

• Με το που πατάει το αεροπλάνο αθηναϊκό έδαφος είμαι τόσο ευτυχισμένη που δεν βρίσκω στιγμή κάτι που να μη μου αρέσει ή να με δυσαρεστεί. Εδώ νιώθω ασφαλής, είμαι με αυτούς που θέλω να είμαι. Η Αθήνα για μένα είναι η μυρωδιά της, κατεβαίνεις τη Συγγρού και μυρίζει θάλασσα. Τα πρώτα έξι χρόνια απ’ όταν έφυγα δεν ερχόμουν, δεν μπορούσα από τη στενοχώρια μου, έκλαιγα πολλά χρόνια μέχρι να ξαναπερπατήσω στη Χάριτος, μια περίοδο παρακολουθούσα ό,τι γινόταν στο Facebook και στο Instagram γιατί ήθελα να ξέρω πού τρώνε, πού πίνουν, ποιος είδε ποιον. Δεν έχω καλύτερο από το να περπατάω στο Μοναστηράκι, εκεί όπου οι παλιοί έμποροι άνοιγαν τις τσέπες τους και μου έλεγαν, «είσαι η κόρη της Ρένας; Πόσα λεφτά θες; Αν θες, ό,τι θες, εμείς». Το Κολωνάκι είναι το σπίτι μου, δεν μπορώ να το αλλάξω. Βλέπω και πράγματα που δεν μου αρέσουν πια, αλλά θα είναι πάντα η γειτονιά μου, ξέρω τους πάντες εδώ. Όσο μου αρέσει το να είμαι ανώνυμη στο Βερολίνο, τόσο απολαμβάνω το να κάθομαι εδώ, να βλέπω κόσμο να περνάει και να τους χαιρετάω όλους.

riannaandnina.com

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.

To νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.

Μόδα & Στυλ
0

ΚΡΙΣΗ ΣΤΗ ΝΟΤΙΑ ΚΟΡΕΑ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Mέσα στο boho διαμέρισμα της σχεδιάστριας Σήλιας Δραγούνη

Design / Mέσα στο boho διαμέρισμα της σχεδιάστριας Σήλιας Δραγούνη

Ένα σταντ με ρούχα δίπλα στην τραπεζαρία, μια σανίδα του skate στη μέση του καθιστικού, το πιο ιδιαίτερο πλακάκι που έχει μπει ποτέ σε τζάκι. Το διαμέρισμα της σχεδιάστριας στην Κηφισιά είναι μποέμ και boho, σαν την ίδια.
ΤΖΟΥΛΗ ΑΓΟΡΑΚΗ
Η μόδα μπαίνει σε τροχιά κυκλικής οικονομίας

Good Business Directory Vol.4 / Η μόδα μπαίνει σε τροχιά κυκλικής οικονομίας

Η τάση των reusable ενδυμάτων και των ανακυκλώσιμων υλικών που ξεκίνησε από σχεδιαστές υψηλής ραπτικής γίνεται πλέον ευρωπαϊκός κανονισμός, υποχρέωση αλλά και αίτημα των καταναλωτών, που στρέφονται σε βιώσιμες επιλογές όσον αφορά τον τρόπο που ντύνονται και ψωνίζουν.
ΝΙΚΟΣ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

«Η γιαγιά μου, η Vivienne Westwood, ήταν για πολύ καιρό δυσαρεστημένη»

Μόδα & Στυλ / «Η γιαγιά μου, η Vivienne Westwood, ήταν για πολύ καιρό δυσαρεστημένη»

Η Cora Corré, μοντέλο και ακτιβίστρια, αφοσιωμένη στις αρχές της διάσημης σχεδιάστριας και γιαγιάς της, αποχώρησε από την εταιρεία που φέρει το όνομα εκείνης και καταγγέλλει ενέργειες που προδίδουν την κληρονομιά και τους στόχους της.
THE LIFO TEAM
Νύχια

Μόδα & Στυλ / Τα μακριά νύχια και το slut shaming στην εργασία

Τρεις γυναίκες δημοσιογράφοι συζητούν για τα αρνητικά σχόλια και τις προκαταλήψεις που συνοδεύουν ακόμα τη γυναικεία εμφάνιση και για το γεγονός πως οι περισσότερες στερεοτυπικές απόψεις στον χώρο εργασίας έχουν να κάνουν με το φύλο.
ΤΑΤΙΑΝΑ ΤΖΙΝΙΩΛΗ
Έκανε ο Marc Jacobs καλύτερα τη δουλειά της Anna Wintour;

Μόδα & Στυλ / Έκανε ο Marc Jacobs καλύτερα τη δουλειά της Anna Wintour;

Ο Marc Jacobs υπογράφει το τεύχος Δεκεμβρίου της αμερικανικής «Vogue», κατακτώντας άλλη μια πρωτιά στην παθιασμένη καριέρα του, που ταυτίστηκε με επιδείξεις-υπερθεάματα, το grunge των ’90s και το fusion της πολυτελούς μόδας με την τέχνη.
ΣΤΕΛΛΑ ΛΙΖΑΡΔΗ
Ode to socks: Δείξε μου τις κάλτσες σου να σου πω ποιος είσαι

Radio Lifo / Δείξε μου τις κάλτσες σου να σου πω ποιος είσαι

Πότε ακριβώς οι κάλτσες, από ασήμαντη λεπτομέρεια, έγιναν οι πρωταγωνίστριες στο ντύσιμο; H Μερόπη Κοκκίνη μιλά με την Ξένια Βανικιώτη, τη δημιουργό της πιο δημοφιλούς ελληνικής εταιρείας cool καλτσών, της Ode to socks.
ΜΕΡΟΠΗ ΚΟΚΚΙΝΗ