Παράγεται μέσα από μια πολύπλοκη διαδικασία, είναι ένα καθαρό ποτό, κυκλοφορεί πλέον και σε premium εκδοχή, έχει τους δικούς του κανόνες. Ένας ειδικός μάς εισάγει στον κόσμο του και καταρρίπτει κλισέ γύρω από το εθνικό μας απεριτίφ.
Για να μπορεί ένα αλκοολούχο ποτό με άνισο να ονομάζεται ούζο, πρέπει να παρασκευάζεται στην Ελλάδα ή την Κύπρο, να λαμβάνεται με ανάμειξη αλκοολών που έχουν αρωματιστεί με απόσταξη ή διαβροχή με σπόρους γλυκάνισου και ενδεχομένως μάραθου, μαστίχας και άλλων αρωματικών σπόρων, φυτών ή καρπών. Η απόσταξή του γίνεται μέσα σε χάλκινους παραδοσιακούς άμβυκες, χωρητικότητας μέχρι 1.000 λίτρα και οι περισσότεροι παραγωγοί του παραμένουν πιστοί στις συνταγές των προγόνων τους.
Ο Χάρης Βεκρής ξεκίνησε τη συλλογή του με διακοσάρια μπουκάλια ούζου πριν από είκοσι πέντε χρόνια, σήμερα έχει ξεπεράσει τα 800 καραφάκια. Η ιδέα της ιστοσελίδας του tsou.greece (που θα μπορούσε να διαβαστεί και τσού.γκρισε) προέκυψε ως φυσικό επακόλουθο αυτής του της συλλογής και της αγάπης του για το εθνικό μας ποτό.
«Στόχος της ιστοσελίδας είναι να καθιερωθεί ως ο διαδικτυακός τόπος συνάντησης των φίλων του ούζου και, όπως βλέπουμε στα emails που λαμβάνουμε απ’ όλα τα μέρη του κόσμου, βρισκόμαστε στον σωστό δρόμο. Με μια ομάδα συνεργατών που έχουν τη βάση τους στη Σύρο προσπαθούμε να γίνουμε όσο το δυνατόν ελκυστικότεροι στους επισκέπτες μας. Για το tsou.gr είναι ξεκάθαρο πως το ούζο αποτελεί πολιτιστική κληρονομιά του τόπου μας».
«Μια φορά στα νιάτα μου μέθυσα με αυτό και από τότε δεν το ξαναβάζω στο στόμα μου» έτσι ξεκινούν πολλές ιστορίες που έχει ακούσει αυτός ο ειδικός του ούζου. Γι’ αυτό μας συμβουλεύει: «Το ούζο θέλει μέτρο. Νομίζω πως με δύο-τρία ουζάκια όλοι θα σηκωθούν από το τραπέζι κεφάτοι. Τα παραπάνω είναι για λίγους, για τους οποίους ακόμα κι εγώ απορώ πώς τα καταφέρνουν».
«Μια φορά στα νιάτα μου μέθυσα με αυτό και από τότε δεν το ξαναβάζω στο στόμα μου» έτσι ξεκινούν πολλές ιστορίες που έχει ακούσει αυτός ο ειδικός του ούζου. Γι’ αυτό μας συμβουλεύει: «Το ούζο θέλει μέτρο. Νομίζω πως με δύο-τρία ουζάκια όλοι θα σηκωθούν από το τραπέζι κεφάτοι. Τα παραπάνω είναι για λίγους, για τους οποίους ακόμα κι εγώ απορώ πώς τα καταφέρνουν».
Σύμφωνα με τα στοιχεία των εξαγωγών, αλλά και από την επισκεψιμότητα της ιστοσελίδας, ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το ούζο, εκτός συνόρων, εντοπίζεται σε χώρες όπως η Γερμανία, οι ΗΠΑ, η Γαλλία, το Ιράκ, η Τουρκία, η Ιταλία, η Μεγάλη Βρετανία, η Βουλγαρία και η Ολλανδία. Ο Χάρης Βεκρής παρατηρεί ότι στις περισσότερες δυτικοευρωπαϊκές χώρες οι καταναλωτές πιστεύουν πως το ούζο πίνεται μετά το φαγητό, ενώ, στην πραγματικότητα, πρόκειται για απεριτίφ, δηλαδή για ένα ποτό που μας ανοίγει την όρεξη. «Αυτό, δυστυχώς, οφείλεται στα ελληνικά εστιατόρια του εξωτερικού, που στη συντριπτική τους πλειονότητα κερνάνε τους πελάτες τους από ένα σφηνάκι ούζο, μαζί με τον λογαριασμό, χωρίς νερό και πάγο, σκέτο, σαν να είναι τεκίλα!»
Σήμερα κυκλοφορούν στην αγορά γύρω στις τετρακόσιες διαφορετικές ετικέτες ούζου από περίπου διακόσιες ποτοποιίες σε Ελλάδα και Κύπρο. Αναμφίβολα είναι ένα ιδιαίτερα δημοφιλές ποτό στη χώρα μας. «Οι περισσότερες ποτοποιίες εκσυγχρονίζουν τον τεχνολογικό εξοπλισμό των μονάδων παραγωγής τους, όπως και την οπτική ταυτότητα των προϊόντων τους, που σε αρκετές περιπτώσεις είναι ιδιαίτερα ελκυστική. Η τάση πλέον είναι η παραγωγή εξαιρετικών premium ούζων».
Υπάρχουν κάποια κλισέ γύρω από το ούζο που θέλει να καταρριφθούν μέσα από το tsou.gr; «Η φράση “το ούζο είναι χημεία”, που ακούγεται υποτιμητικά σε συζητήσεις, όταν το ούζο συγκρίνεται με άλλα αποστάγματα. Έχουμε δημοσιεύσει άρθρο πάνω σ’ αυτό το θέμα, μέσα από το οποίο αναδεικνύεται η καθαρότητα του ποτού, καθώς και η πολύπλοκη διαδικασία παραγωγής του. Κάτι άλλο, πολύ εκνευριστικό, είναι το λάθος ποτήρι, δηλαδή όταν παραγγέλνεις ένα καραφάκι μυτιληνιό ούζο και σου φέρνουν ποτήρια με τη φίρμα κάποιου τσίπουρου ή ενός ούζου από τη Θεσσαλία ‒ υποβαθμίζεται το ποτό έτσι. Παράλληλα, οι περισσότεροι νομίζουν πως όλα τα ούζα είναι ίδια. Αυτό, ως έναν βαθμόν είναι αναμενόμενο, αφού για πολλούς, ακόμα και σήμερα, ο διαχωρισμός των κρασιών είναι μόνο μεταξύ κόκκινου ή λευκού, ντόπιου ή εμφιαλωμένου. Αλλά για να μην είμαστε τόσο αυστηροί μόνο με τους καταναλωτές, η αλήθεια είναι πως δεν είναι εύκολο να βρεις και να δοκιμάσεις κάτι καινούργιο, αφού ούτε τα μαγαζιά τολμούν να εμπλουτίσουν τους καταλόγους τους με λιγότερο γνωστές, αλλά εξίσου αξιόλογες ετικέτες ούζου».
Μπορεί να φαίνεται επουσιώδες θέμα, όμως η σειρά ούζο - νερό - πάγος έχει τη σημασία της για να απολαύσουμε το ουζάκι μας στο μάξιμουμ, κατά τον ίδιο. Ένα λάθος που πρέπει να αποφεύγουμε είναι το να φυλάμε τα καραφάκια του ούζου στο ψυγείο, μαζί με τις μπίρες και τα αναψυκτικά. «Καταστροφικό. Πέρα από τους κρυστάλλους που δημιουργούνται στο περιεχόμενο του μπουκαλιού, κάνοντάς το να μοιάζει με ντισκομπάλα, οι γεύσεις και τα αρώματά του ισοπεδώνονται. Είναι πολύ κρίμα για τους ανθρώπους που το παράγουν με τόσο μεράκι και κόπο. Άλλωστε, τα περισσότερα μπουκάλια ούζου το επισημαίνουν και στο πίσω μέρος τους: “ΠΡΟΣΟΧΗ: να φυλάσσεται σε δροσερό και σκιερό μέρος”».
Το Πλωμάρι, αλλά και η ολόκληρη η Λέσβος, φημίζονται και βγάζουν εξαιρετικά αποστάγματα. Σε ποια άλλα μέρη της Ελλάδας, όμως, λειτουργούν ποτοποιίες που κάνουν σοβαρή δουλειά, από πού πρέπει να ξεκινήσουμε τη αναζήτησή μας για να μυηθούμε στον κόσμο του καλού ούζου; «Αναζητήστε καραφάκια από τη Χίο, τη Θάσο, τη Σάμο και τη Σύρο. Από τη Βόρεια Ελλάδα θα πρότεινα ούζα από την Κομοτηνή, την Αλεξανδρούπολη, την Αριδαία και τις Σέρρες, ενώ από την Πελοπόννησο θα ξεχώριζα κάποιες ποτοποιίες της Πάτρας, του Πύργου και της Καλαμάτας. Η ένδειξη στην ετικέτα “εξ αποστάξεως 100%” είναι, επίσης, μια εγγύηση ότι το περιεχόμενο στο μπουκάλι είναι ανώτερης ποιότητας, χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει πως δεν υπάρχουν πολύ ωραία ούζα με χαμηλότερο ποσοστό αποστάγματος».
Από μεζέδες που του ταιριάζουν, ο δημιουργός του tsou.gr προτιμά και επιλέγει χταποδάκι στα κάρβουνα, γαύρο μαρινάτο, τσίρο, γαριδάκι τηγανητό, ελιές, λαδοτύρι Μυτιλήνης και μαστέλο Χίου. «Πάνω απ’ όλα, όμως, το σημαντικότερο στοιχείο για μια πραγματικά απολαυστική ουζοποσία είναι η καλή παρέα».