Σάββατο βράδυ, εννιάμισι, στην Άνω Πόλη. Ο Κ. με έχει προετοιμάσει για αυτό που με περιμένει, αλλά είναι αδύνατο να φανταστείς τι εστί Δόμνα χωρίς να έχεις ζήσει την εμπειρία, που ξεκινάει από τη στιγμή που περνάς το κατώφλι του μαγαζιού. Γιατί η Δόμνα μπορεί να είναι μια ιδέα, αλλά αρχικά είναι ένα μαγαζί. Μια ταβέρνα όπου κάθε Τρίτη και κάθε Σάββατο συγκεντρώνονται μέλη του συλλόγου φίλων της μουσικής και της συντροφιάς «Η Δόμνα» για να φάνε και να διασκεδάσουν με έναν τρόπο που μου θύμισε τις περίφημες χορεοσπερίδες των μελών του ΠΑΣΟΚ στα ’80s.
Έχω ζήσει αρκετές (όλες τραυματικές), οπότε το περιβάλλον μού προκάλεσε αρχικά φρίκη, ειδικά με τις εντελώς incorrect επιγραφές που έχουν ξεμείνει από άλλες εποχές: «Αποκτήστε το στήθος μιας 20χρονης, πιάστε γκόμενα μια 20χρονη», «Έχουμε υπογεννητικότητα!!! Πηδήξτε κομμάτι παραπάνω», «Σώστε τον κώλο σας» (είχε και συνέχεια, αλλά δεν κατάφερα να τη διαβάσω). Ευτυχώς, ο κόσμος που έμπαινε (ωραίος κόσμος, κάθε ηλικίας, με τους 50+ να κυριαρχούν) μού απέσπασε κάπως την προσοχή.
Καθίσαμε τέσσερα άτομα σε ένα τραπεζάκι όσο πιο στριμωχτά γινόταν (εγώ ανάμεσα στον τοίχο και τον Κ.) και μας έφεραν ένα πολύ ωραίο λευκό κρασί (χύμα, πίνεις όσο θέλεις, μόλις αδειάσει το μπουκάλι ζητάς να το ξαναγεμίσουν) και μια επίσης πολύ ωραία πατατοσαλάτα. Απέναντί μου ήρθαν και κάθισαν μια παρέα από 20άρηδες (η Όλγα σχολίασε «πόσο θλιβερό είναι να διασκεδάζουν με αυτόν τον τρόπο παιδιά 20 χρονών») και το μαγαζί σιγά σιγά άρχισε να γεμίζει.
Η ορχήστρα άρχισε να παίζει τραγούδια προεκλογικής συγκέντρωσης (ΠΑΣΟΚ πάντα) και στο τραπέζι έφτασε μια τυροσαλάτα και μια ποικιλία από ψητά κρεατικά. Σε πιατέλα. Μέχρι τότε δεν είχα καταλάβει τι εστί Δόμνα και γιατί όλος αυτός ο κόσμος που έχει ζήσει μία φορά την εμπειρία δεν την αλλάζει με τίποτα και πάει και ξαναπάει στο μαγαζί, αλλά δεν χρειάστηκε και πολύ για να το διαπιστώσω. Λίγο μετά τις δέκα ο τραγουδιστής από την (πολύ καλή) κομπανία άρχισε να λέει την ιστορία του κουτουκιού κι όλοι ξαφνικά ησύχασαν και άκουγαν ευλαβικά, με τρομερό σεβασμό και κατάνυξη.
Η Δόμνα εξακολουθεί και σήμερα να είναι στέκι διανοούμενων και ανώνυμων μερακλήδων και για να βρεις τραπέζι πρέπει να προνοήσεις καιρό πριν να κλείσεις, γιατί αν πας χωρίς κράτηση είναι αδύνατο να βρεις.
Η Δόμνα είναι μια ιστορική ταβέρνα της Άνω Πόλης, το μοναδικό κουτούκι που έχει απομείνει στην περιοχή, το οποίο φέτος συμπληρώνει τα ογδόντα χρόνια ύπαρξης. Εκτός από μια «τρύπα» στην οδό Αθανασίου Διάκου κάτω από τα βυζαντινά τείχη, είναι ένα μέρος όπου έχουν γίνει τρικούβερτα γλέντια, «ογκώδεις και μαχητικές οινοποσίες, πλάκες και μπουγέλα, στα τραπεζάκια της γεννήθηκαν γνωριμίες και έρωτες επωνύμων και τις μεταμεσονύκτιες ώρες, και μέσα από ατέρμονες συζητήσεις και συγκρούσεις, επιλύονταν εγχώρια και διεθνή ιδεολογικοπολιτικά ζητήματα, ενώ από τις καρέκλες της άρπαζε η χούντα αντιστασιακούς». Είναι μέρος της ιστορίας της Θεσσαλονίκης, και για τους μυημένους ένας ναός διασκέδασης και πολιτισμική κιβωτός.
«Η ταβέρνα άρχισε να λειτουργεί το 1943, έναν χρόνο πριν από την απελευθέρωση, και λεγόταν Ρεματάκι, από το νερό που ανάβλυζε από έναν βράχο παραδίπλα», έλεγε σε μια συνέντευξη για το ΑΠΕ το 2008 ο κυρ-Τάκης, ο οποίος ανέλαβε τη διαχείριση του μαγαζιού από τους γονείς του το 1952, μόλις απολύθηκε από τον στρατό. Λίγο αργότερα το μαγαζί, που μέχρι και το 1963 λειτουργούσε ως ταβέρνα- μπακάλικο, μετονομάστηκε σε Δόμνα, στη μνήμη της μητέρας του, που πέθανε το 1952 σε ηλικία 52 ετών.
«Τότε ήταν εδώ μαχαλάς και έρχονταν οι μερακλήδες για ρετσίνες και μεζέ», θυμόταν, διευκρινίζοντας ότι τότε οι μπριζόλες και τα σουβλάκια ήταν μεγάλη πολυτέλεια για την οικονομική κατάσταση των ανθρώπων και το βασικό μενού −με την ονομασία «Ολυμπιακός», παραπέμποντας στα χρώματα του πιάτου− περιλάμβανε μία φέτα τυρί και μισή ντομάτα κομμένη και απλωμένη. Αργότερα, όσο βελτιώνονταν τα οικονομικά του κόσμου, το μενού εμπλουτίστηκε σταδιακά με κανένα σουτζουκάκι, φασολάδα στον φούρνο και ψάρια.
Ο κύριος Τάκης, που κράτησε ανοιχτό το μαγαζί επί σχεδόν έξι δεκαετίες, πέθανε το 2010, και η ταβέρνα πέρασε στα χέρια των παιδιών του, του Κώστα και του Χρήστου. Η Δόμνα εξακολουθεί και σήμερα να είναι στέκι διανοούμενων και ανώνυμων μερακλήδων και για να βρεις τραπέζι πρέπει να προνοήσεις καιρό πριν να κλείσεις, γιατί αν πας χωρίς κράτηση είναι αδύνατο να βρεις.
Μετά την ιστορία, η ατμόσφαιρα στο ασφυκτικά γεμάτο μαγαζί άλλαξε εντελώς. Η κομπανία άρχισε να παίζει Θεοδωράκη και Χατζιδάκι, μια όμορφη κυρία που είναι μάλλον ηθοποιός άρχισε να τραγουδάει «Διώξε τη λύπη, παλικάρι, πάμε μια βόλτα στο φεγγάρι» με έναν τρόπο αισθαντικό, που σε έκανε να νιώθεις την κάθε λέξη, και ξαφνικά ΟΛΟ το μαγαζί άρχισε να επαναλαμβάνει τους στίχους.
Ακολούθησε η «Όμορφη Πόλη» και τότε κατάλαβα γιατί όλος αυτός ο κόσμος ήταν εκεί, γιατί πουθενά αλλού σήμερα δεν μπορείς να ανατριχιάσεις με αυτά τα τραγούδια τρώγοντας κοψίδια, έχοντας δίπλα σου τόσο πολιτισμένο κοινό. Απίστευτα πολιτισμένο κοινό, ακόμα και οι 20άρηδες είχαν συμπεριφορά διανοούμενου. Από τη στιγμή που επανέλαβαν όλοι μαζί το πρώτο ρεφρέν, δεν σταμάτησαν να τραγουδάνε άπαντες και άπασες, όλο το βράδυ, δίνοντάς σου την εντύπωση ότι είναι μια παρέα που πήγε εκεί να εκτονωθεί.
Μέσα από τα τραγούδια που σημάδεψαν τη Μεταπολίτευση και είχα σχεδόν αφορίσει λόγω σύνδεσης με τραυματικές αναμνήσεις, τα οποία σε μια τόσο καταπληκτική βραδιά έγιναν κάτι σαν εξορκισμός και αποφορτίστηκαν από την αρνητική ενέργεια που τα περιέβαλε, διασκεδάσαμε, τραγουδήσαμε μέχρι να μη βγαίνει άλλο η φωνή, γελάσαμε, συγκινηθήκαμε.
Στις δώδεκα ακριβώς έσβησαν τα φώτα και ξεκίνησαν τα «δρώμενα», μια πορνοεκδοχή της «Ιλιάδας» και της «Οδύσσειας» που προκάλεσε γέλια και χάχανα. «Τόσες φορές απανωτές τα ίδια και τα ίδια, με αυτούς τους κωλοκύκλωπες σας έπρηξαν τα αρχίδια» και άλλα αρκετά στιχάκια που οι περισσότεροι φάνηκαν να γνωρίζουν. Δεν ήταν το highlight της βραδιάς.
Μόλις τέλειωσε το σόκιν διάλειμμα, ένα φορητό λέιζερ φώτισε το ταβάνι και ξεκίνησε να ακούγεται ολόκληρο σχεδόν το «Άξιον Εστί» των Ελύτη - Θεοδωράκη, προσφέροντας ανατριχίλες σε μεγάλες δόσεις (το κοινό προφανώς ήταν όλοι αριστεροί − ή, έστω, πρώην αριστεροί) και αμέσως μετά ένα λαϊκό πρόγραμμα με τραγούδια που έχουν χτίσει τη μουσική της Ελλάδας τα τελευταία εξήντα-εβδομήντα χρόνια. Το γλέντι έγινε τρικούβερτο, έστω και από τα τραπέζια −ο χορός είναι απαγορευτικός λόγω έλλειψης χώρου−, και οι σερβιτόροι εξαντλήθηκαν από το πηγαινέλα για να φέρνουν κρασί.
Θεωρούσα ότι το κουτούκι είναι μια χρονοκάψουλα από τα ’80s, αλλά μάλλον είναι μια χρονοκάψουλα από κάθε εποχή, αναλόγως τα βιώματα του καθενός και την ηλικία του. Στους τοίχους, αν κοιτάξεις προσεκτικά, κρέμεται ολόκληρη η σύγχρονη ελληνική ιστορία, μέσα από φωτογραφίες, αφίσες, και αποκόμματα εφημερίδων. Και όλοι βρίσκουν κάτι να συνδεθούν παρατηρώντας το μαγαζί.
Ήταν μια αξέχαστη εμπειρία, στο τέλος μας έφεραν και καταπληκτικό χαλβά κατσαρόλας με σταφίδες, και κατά τις δύο ζητήσαμε τον λογαριασμό για να φύγουμε. «Είκοσι ευρώ το άτομο» μας είπαν, βγάλαμε τις κάρτες, ο πολύ ευγενικός κύριος που μας σέρβιρε μάς είπε ότι έπαιρναν μόνο μετρητά, βγάλαμε όλα τα λεφτά μας, τα μετρήσαμε, 40 ευρώ σύνολο, η τράπεζα ήταν πολύ μακριά, τέλος πάντων, «αυτά έχουμε» του είπαμε, «δεν πειράζει, παιδιά», μας είπε αυτός, «δεν χάλασε ο κόσμος, θα τα βρούμε την επόμενη φορά».
Σίγουρα θα ξαναπάμε. Να ξεπληρώσουμε και το χρέος.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.