Υμνώντας τα στοιχεία της φύσης που μπορεί να μας κάνουν να νιώσουμε ευφορία, το «Feelin' Good», που γράφτηκε από τους Βρετανούς Anthony Newley και Leslie Bricusse για το θεατρικό μιούζικαλ «The roar of the greasepaint, the smell of the crowd» το 1964 και συνδέθηκε έναν χρόνο μετά με τη φωνή της Nina Simone και την ενορχήστρωση του Hal Mooney, είναι ίσως το πιο γνωστό και διαχρονικό κομμάτι που παραπέμπει στο αίσθημα της απελευθέρωσης.
Η ερμηνεία που κυκλοφόρησε κατά τη διάρκεια των ζυμώσεων του κινήματος δικαιωμάτων των πολιτών στις Ηνωμένες Πολιτείες έγινε πρότυπο σχεδόν για όλες τις πολλές και μεταγενέστερες εκδόσεις του.
Αυτό το εμβληματικό κομμάτι επέλεξε για να βαφτίσει το εγχείρημά της μια νέα ομάδα που ήρθε να προσθέσει τη δική της ξεχωριστή ιδέα στην πλούσια έξοδο της Αθήνας. Αυτή η επιλογή δεν είναι καθόλου τυχαία, δεν έψαχναν κάτι που να είναι απλώς εύηχο, πιασάρικο, που να μπορεί να το θυμηθεί εύκολα κάποιος, πρόκειται για ένα όνομα-κομμάτι ενός concept που υπηρετείται από κάθε λεπτομέρεια της καινούργιας άφιξης, η οποία έπιασε μαγαζί-γωνία στο Κουκάκι.
Ήθελαν να κάνουν κάτι που να είναι «local και global», «dirty και upscale» την ίδια στιγμή, που θα έχει όλα τα φόντα για να συγκεντρώνει και να φιλοξενεί σημαντικούς εκπροσώπους της bar σκηνής από την Ελλάδα και το εξωτερικό, που θα απευθύνεται τόσο σε εμάς, τους Αθηναίους, όσο και σε εκείνους τους επισκέπτες της που έχουν τη αγωνία να ανακαλύψουν πού πίνουν κοκτέιλ επιπέδου τα λοκάλια.
Για να πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή σχετικά με το πως γεννήθηκε το αθηναϊκό Feelin' Good, o Νίκος Κώνστας και ο Αλέξανδρος Δοντάς γνωρίστηκαν όσο ήταν φοιτητές στο τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς.
Ο πρώτος εργαζόταν σε μπαρ παράλληλα με τις σπουδές του και φαίνεται πως είχε πάρει πολύ ζεστά τη δουλειά, αφού ο δεύτερος θυμάται ακόμα εκείνο το πρώτο Old Fashioned που ήπιε από τα χέρια του και τον ενθουσίασε. Συμπτωματικά και οι δύο έχουν γεννηθεί στην Αμερική. Στην πορεία έγινε μπάρμαν και ο Αλέξανδρος, ενώ τα τελευταία χρόνια που ο Νίκος εργαζόταν εκτός και ταξίδευε πολύ μοιραζόταν μαζί του φωτογραφίες από τα μπαρ του κόσμου που επισκεπτόταν και όταν έφτανε στην Αθήνα περνούσε πάντα από την μπάρα στην οποία θα έβρισκε τον φίλο του.
Όλα αυτά τα χρόνια που γνωρίζονται μοιράζονται την αγάπη για το καλό ποτό, κι αυτή είναι μεγάλη, και για τους δύο.
Ο Νίκος έφερε και τον Γιώργο Λαμπρινίδη στην παρέα, τον βιντεοκλιπά σκηνοθέτη και μοντέρ που έχει αδυναμία στη μαύρη κουλτούρα και τρέχει παράλληλα το Athens Hood Boycott, ένα brand με καθαρά street αισθητική που ακολουθεί τους κανόνες της χιπ-χοπ κουλτούρας.
Τα βρήκαν μεταξύ τους μουσικά και αποφάσισαν να στήσουν το πρώτο δικό τους μπαρ, ήθελαν να κάνουν κάτι που να είναι «local και global», «dirty και upscale» την ίδια στιγμή, που θα έχει όλα τα φόντα για να συγκεντρώνει και να φιλοξενεί σημαντικούς εκπροσώπους της bar σκηνής από την Ελλάδα και το εξωτερικό, που θα απευθύνεται τόσο σε εμάς, τους Αθηναίους, όσο και σε εκείνους τους επισκέπτες της που έχουν την αγωνία να ανακαλύψουν πού πίνουν κοκτέιλ επιπέδου τα λοκάλια. Και αυτό είναι ένα σύγχρονο αμερικανικό μπαρ στο κέντρο της Αθήνας, μια μοντέρνα μετάφραση των παραδοσιακών jazz bars.
Η επιγραφή, πάνω στην οποία μπορούν να γράψουν ό,τι θέλουν, θυμίζει τα παλιά αμερικάνικα σινεμά ‒ αυτές τις μέρες παραφράζουν τον στίχο «I never sleep, cause sleep is the cousin of death» από το N.Y. State of Mind Nas.
Η απ’ άκρη σε άκρη τζαμαρία τους θυμίζει παράθυρα από lofts αλλά και αυτά των τζαζόμπαρων της Νέας Ορλεάνης, το στοιχείο του τούβλου έχει κάτι από Μπρούκλιν, o χώρος ενός παλιού ζαχαροπλαστείου στον πεζόδρομο της Γεωργάκη Ολυμπίου αποξηλώθηκε δημιουργικά από τον Δημήτρη Σωτηρόπουλο του αρχιτεκτονικού γραφείου Motus, έτσι που στους τοίχους του έχει αφήσει κομμάτια από το παρελθόν του και τις παλιές του χρήσεις και τα βαψίματα που έκαναν εκείνοι που το λειτούργησαν ως κατάστημα ρούχων και ως εργαστήριο επίπλων.
Κεντρικά στο μπαρ απλώνεται μια μεγάλη γκάμα από αμερικανικά ουίσκι στα οποία έχει εντρυφήσει τα τελευταία χρόνια ο Αλέξανδρος, ενώ δεν λείπουν τα ιρλανδέζικα, τα οποία παραπέμπουν στους μετανάστες της Βοστώνης. Όποιο και αν είναι το ποτό σας, δεν πρόκειται να μείνετε παραπονεμένοι στο Feelin' Good με τις πολλές και premium ετικέτες.
Στον κατάλογό τους θα βρείτε την κατηγορία «Hall of Fame», έξι μοντέρνα κλασικά κοκτέιλ-φόρο τιμής σε επιδραστικούς Αμερικανούς bartenders και κορυφαία μπαρ που θαυμάζουν. Το espresso martini τους είναι άψογα εκτελεσμένο, το φτιάχνουν με cold brew και έλαια λεμονιού, όπως το πρότεινε ο Jeffrey Morgenthaler στο Pépé Le Moko το 2012, το Garibaldi το σερβίρουν με τον εμβληματικό τρόπο που το επανασύστησε ο Naren Young στο Dante της Νέας Υόρκης το 2015 ‒ για μένα είναι το απόλυτο must-try.
Στη signature λίστα τους που θα παρουσιαστεί σύντομα θα συναντάμε ανθρακώσεις και clarified προτάσεις, κοκτέιλ που θα βγαίνουν από κάνουλες με τοπικά και εποχικά προϊόντα, με zero waste τεχνικές, με χειροποίητες παρασκευές από το εργαστήριο του Feelin' Good που θα συναντήσετε στο υπόγειο.
Στη λίστα των κρασιών τους, την οποία έχει επιμεληθεί η Χρύσα Γιατρά, βρίσκουμε σαμπάνια σε ποτήρι, την οποία θα χρησιμοποιούν και ως βάση για κοκτέιλ, όπως έκαναν δηλαδή και οι bartenders του αμερικανικού Νότου. Μπίρα προμηθεύονται από τους γείτονες, από το taproom της Blame The Sun, που πρέπει να τη δοκιμάσετε, αν δεν το έχετε κάνει ήδη.
Όπως και όλα όσα αγαπούν, στην ίδια λογική με τα στοιχεία που συνθέτουν αυτό το μπαρ που ήρθε για να συζητηθεί και να δημιουργήσει τον δικό του κόσμο, έτσι και το φαγητό στο Feelin' Good είναι απόλυτα αμερικανικό, έχει όλες αυτές τις κλασικές πληθωρικές «βρομιές» που κανείς δεν μπορεί να τους αντισταθεί, που πάνε τέλεια με το ποτό και το «τραβάνε».
Στο σύντομο μενού που έχει διαμορφώσει με χειροποίητες παρασκευές και τα δικά του διακριτικά twists ο Έλβι Δημήτρη Ζύμπα (Άλφicon) και εκτελεί ο Νίκος Ζώγας ποντάρω πως πολλοί θα βρουν ένα πιάτο με το οποίο και θα κολλήσουν.
Είμαι βέβαιη πως το Chicken and Waffles θα αποκτήσει φανατικούς, όπως και το διαφορετικό του χοτ-ντογκ αλλά και τα άπαιχτα μίνι μπέργκερ του με το κουνουπίδι σε κουρκούτι. Συμβαίνει ήδη, αλλά η σύνδεση της κουζίνας με το μπαρ θα εξελιχθεί και θα γίνει πιο στενή.
Αυτήν τη στιγμή, από την τεχνική του fat washing που κάνουν για να φτιάξουν το Benton’s Old Fashioned τους, απ’ ό,τι μένει δηλαδή από το μπέικον με βούτυρο που τηγανίζουν μαζί για να αρωματίσουν το μπέρμπον, φτιάχνουν το smash burger τους, και αυτό το κάνει εθιστικά νόστιμο.
Θα τιμήσουν όλο το φάσμα της αφροαμερικανικής μουσικής, θα κάνουν κάποια επιλεκτικά live στη σκηνή που έχουν στήσει δίπλα στο πόστο του DJ, έχουν ήδη το δικό τους merch, έχουν και βινύλια που μπορούμε να τα ακούσουμε και να τα αγοράσουμε.
Ετοιμάζονται προκειμένου να ανοίγουν από το πρωί, με specialty καφέ, μπέιγκελ και αλμυρά κρουασάν, με ένα brunch μενού για τα Σαββατοκύριακα που θα πίνουμε και θα χορεύουμε από νωρίς. Αυτή η ομάδα σκοπεύει να μας δείξει πολλά και δημιουργικά, αλλά κυρίως θέλει να μας κάνει να νιώσουμε άνετα με όλα αυτά στον χώρο της.
Γεωργίου Ολυμπίου 8, 210 9214010