Στην αρχή της οικονομικής κρίσης, αρκετοί ήταν αυτοί που επισήμαναν πως πρέπει να στραφούμε σε πρωτογενείς τομείς της οικονομίας και ποιοτικές υπηρεσίες. Πραγματικά, δεν γνωρίζω πόσο εισακούστηκαν, όμως έχει μεγάλη σημασία ότι στο εξωτερικό ελληνικά γαστρονομικά προϊόντα είναι πλέον αναγνωρίσιμα και ο εισερχόμενος τουρισμός πηγαίνει περίφημα – τουλάχιστον ποσοτικά. Με το αρμονικό πάντρεμα τουρισμού και γαστρονομίας είναι σίγουρο ότι διεγείρονται οι αισθήσεις των ταξιδιωτών και επιστρέφουν στις χώρες τους μόνο με καλές αναμνήσεις. Κόντρα στο ρεύμα, η ξενοδοχειακή εταιρεία Aldemar επέλεξε οι δυνητικοί μας επισκέπτες να γνωρίσουν στον τόπο τους την ελληνική γαστρονομία. Ο Αλέξανδρος Αγγελόπουλος, executive vice president της Aldemar Resorts, μας εξηγεί πώς ξεκίνησε αυτή η πρωτοβουλία και πόσο αναγνωρίσιμα είναι τα ελληνικά γαστρονομικά προϊόντα.
— Η Aldemar είναι μια ξενοδοχειακή επιχείρηση που στοχεύει κυρίως στον εισερχόμενο τουρισμό. Πώς ξεκίνησε η πρωτοβουλία «Sympossio» σε δεκάδες ευρωπαϊκές πόλεις;
Ο ελληνικός τουρισμός, χρόνια τώρα, είναι στον αυτόματο πιλότο. Κινείται με δυναμικές που δεν εκπορεύονται από συλλογική και συνολική αντιμετώπιση, αλλά από τύχη και κεκτημένη ταχύτητα. Τα πρώτα χρόνια της κρίσης αυτή η κεκτημένη ταχύτητα χάθηκε και είδαμε τόσο τις αφίξεις όσο και τα έσοδα να συρρικνώνονται, ανήμποροι να αντιδράσουμε και να διαφοροποιηθούμε. Στο συγκεκριμένο χρονικό σημείο νιώσαμε ότι έπρεπε να φέρουμε στο προσκήνιο εκείνα τα χαρακτηριστικά της Ελλάδας που έμειναν αναλλοίωτα στον χρόνο και δεν υπέστησαν φθορά από την κρίση αξιών και χρέους. Η γαστρονομία ήταν στην κορυφή μιας, κατά κοινή ομολογία, μικρής λίστας ισχυρών πλεονεκτημάτων, μαζί με την ελληνική φύση και τον παραγωγικό πλούτο της ελληνικής γης. Ξεκινήσαμε, λοιπόν, μια εκστρατεία προβολής της Ελλάδας μέσα από τις γεύσεις της, υιοθετώντας ένα μοντέλο διαδραστικό και ψυχαγωγικό και αποφεύγοντας συνειδητά την άμεση τουριστική προβολή. Το αποτέλεσμα μας εξέπληξε από τον πρώτο κιόλας χρόνο κι έτσι, οκτώ χρόνια μετά, βρήκαμε το «Sympossio» να ταξιδεύει σε παραπάνω από 40 πόλεις τον χρόνο, σε18 χώρες, με Έλληνες σεφ, ελληνικές δημιουργικές συνταγές και ελληνικά προϊόντα. Κάθε χρόνο δίνουμε έμφαση σε μια περιοχή της Ελλάδας ή σε δημιουργικές συνταγές που συνδέονται με συγκεκριμένες πτυχές της ελληνικής κουλτούρας και ιστορίας, όπως τα ουζερί.
Η Ελλάδα δεν έχει να φοβηθεί τίποτα, παρά μόνο τον κακό εαυτό των Ελλήνων. Οραματίζομαι μια Ελλάδα με διεθνοποιημένο προφίλ, εθνικά κυρίαρχη και φιλόξενη, όπως πάντα. Μια Ελλάδα ελκυστική για ξένους και ντόπιους επενδυτές που θα αξιοποιεί τον πλούτο της γης της και θα προβάλλεται μέσα από τα προϊόντα της, τη φιλοξενία της και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της.
— Η ελληνική γαστρονομία πόσο αναγνωρίσιμη είναι από τον δυνητικό επισκέπτη;
Ακόμη και σήμερα η γαστρονομία παραμένει ένας από τους βασικούς λόγους για τον οποίο επισκέπτεται κανείς την Ελλάδα. Αυτό που δεν πρέπει να μας διαφεύγει είναι ότι ο επισκέπτης περιμένει, και σχεδόν απαιτεί, να παραμένουμε πιστοί στην ελληνικότητα και στις παραδόσεις μας. Η ελληνική κουζίνα μάς δίνει απλόχερα αυτό το συγκριτικό πλεονέκτημα και γίνεται το άλλοθί μας όταν διαπράττουμε κατά συρροήν εγκλήματα εις βάρος της εικόνας και της χώρας μας. Ακόμα και σήμερα αποτελεί τη βιτρίνα μας, μαζί με τις ακτές, τα νησιά και την Ιστορία μας.
— Στα κρασιά που προτείνετε στις ξενοδοχειακές σας μονάδες διαπιστώνετε προτίμηση σε ελληνικές ή κοσμοπολίτικες ποικιλίες;
Ο επισκέπτης της χώρας μας είναι ιδιαίτερα δεκτικός στο να δοκιμάσει ελληνικές ποικιλίες και δεν μένει προσηλωμένος στις διεθνείς και αναγνωρίσιμες. Τα τελευταία χρόνια, δε, συναντά κανείς ξένους με γνώση του ελληνικού κρασιού και των ελληνικών ποικιλιών, με το Μοσχοφίλερο, τη Μαλαγουζιά, το Ασύρτικο και το Αγιωργίτικο να ξεχωρίζουν. Ιδιαίτερα εντυπωσιασμένος είμαι από τους Ρώσους που γνωρίζουν οινοποιούς όπως ο Σκούρας, ο Ταμιωλάκης, ο Σιγάλας και ο Γεροβασιλείου και δεν μένουν μόνο στη βότκα και τα σκληρά ποτά.
— Πόσο συμβάλλει το τουριστικό μας προϊόν στην υπόσταση που θέλουμε να έχουμε ως χώρα;
Είναι γνωστό ότι η ιδιωτική πρωτοβουλία είναι η ατμομηχανή της οικονομίας της φιλοξενίας και η χώρα μας, με τις ομορφιές και την παράδοσή της, οι ράγες. Μαζί συνθέτουν ένα πλήρες τουριστικό προϊόν, με τις εξάρσεις και τις υφέσεις του. Τιμή για τη χώρα αποτελεί η ύπαρξη μεγάλων οργανωμένων μονάδων, αλλά εξίσου τιμητική είναι η παρουσία μικρών, ποιοτικών και με προσωπικότητα μονάδων. Το πρόβλημα βρίσκεται στην αρμονική ή μη συνύπαρξη όλων αυτών και κυρίως στην άμετρη και συχνά άναρχη δόμησή τους. Δυστυχώς, η έλλειψη ειδικού και γενικού χωροταξικού σχεδίου αλλά και κανόνων ισονομίας οδηγούν έναν κατά τα άλλα μαγικό προορισμό σε δύσβατα μονοπάτια. Η χώρα χρειάζεται σχέδιο και γενναιότητα για να βγάλει ένα καθαρό, δικό της πρόσωπο προς τα έξω.
— Αρκετοί πιστεύουν ότι είμαστε κοντά στο να γίνουμε η Pattaya (θέρετρο της Ταϊλάνδης) της Ευρώπης. Τι απαντάτε σε τέτοιους ισχυρισμούς;
Θα ήταν ευχής έργο, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς ότι η Pattaya αποτελεί ζωντανό παράδειγμα του ότι η οικονομία της φιλοξενίας είναι ένα βιώσιμο και απόλυτα αρμονικό μοντέλο ανάπτυξης. Η Ελλάδα δεν έχει βαριά βιομηχανία αλλά ούτε και ένα εθνικό πλάνο για οικονομική ευημερία. Αν η Ελλάδα αποτυγχάνει, είναι γιατί δεν αποδέχεται τη φύση της και δεν δημιουργεί τις συνθήκες που θα ευνοήσουν τη μετάβαση από τις απλές αναφορές στον αποκαλούμενο «τουρισμό» σε σχέδιο για την οικονομία της φιλοξενίας, που δεν αποκλείει αλλά ενσωματώνει όλες τις οικονομικές δραστηριότητες της χώρας. Ας είμαστε ειλικρινείς! Κάτω από την ομπρέλα της φιλοξενίας, όλα έχουν νόημα. Αν ρωτήσετε τους περιφερειάρχες όλης της χώρας, θα σας πουν ότι η οικονομία της περιφέρειάς τους στηρίζεται σε συντριπτικό ποσοστό στον τουρισμό και δευτερευόντως στον πρωτογενή τομέα. Εμείς ξέρουμε ότι είναι αλληλένδετα τα δύο. Εκεί πρέπει να ρίξουμε το βάρος.
— Πώς οραματίζεστε τον προορισμό «Ελλάδα» σε μια δεκαετία;
Η Ελλάδα δεν έχει να φοβηθεί τίποτα, παρά μόνο τον κακό εαυτό των Ελλήνων. Οραματίζομαι μια Ελλάδα με διεθνοποιημένο προφίλ, εθνικά κυρίαρχη και φιλόξενη, όπως πάντα. Μια Ελλάδα ελκυστική για ξένους και ντόπιους επενδυτές που θα αξιοποιεί τον πλούτο της γης της και θα προβάλλεται μέσα από τα προϊόντα της, τη φιλοξενία της και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της. Μας φαντάζομαι ως την Ελβετία του Νότου, με τη μοναδικότητα που έχουμε ως λαός και ως τόπος. Άλλωστε, δεν μας λείπει κάτι. Τα έχουμε όλα, εκτός από σχέδιο και πολιτική βούληση.