Το ρυζόγαλο και η κρέμα βανίλια ήταν ανέκαθεν ο τρόπος για να κανακεύω τον εαυτό μου, να του ζητώ συγγνώμη για τις πολλές ώρες δουλειάς, να τον παρηγορώ και να τον φροντίζω. Αλλάζοντας σπίτια με τρομερή ταχύτητα και περιπλανώμενη σε διάφορες γειτονιές της Αθήνας, ένα από τα πράγματα που φρόντιζα πάντα να ανακαλύπτω είναι το μαγαζί που έχει αγνά και νόστιμα γαλακτομικά προϊόντα για να προστρέχω στα ψυγεία του, όποτε υπήρχε ανάγκη. Παρόλο, όμως, που έζησα για μεγάλο διάστημα στα νότια προάστια, το γαλακτοπωλείο του Μπακογιάννη δεν το γνώριζα. Ίσως γιατί η περίοδος διαμονής εκεί συνέπεσε με τα πιο ανέμελα χρόνια της ζωής μου αλλά και με την περίοδο εκείνη που τα ελληνικά, γαλακτομικά προϊόντα δεν είχαν καμιά ιδιαίτερη ζήτηση. Πού να έλεγα και ποιος να με πίστευε ότι 19 χρονών κορίτσι κρύβομαι κάτω από το πάπλωμα με το ρυζόγαλό μου και θρηνώ τους ατελέσφορους έρωτες; Προτιμούσα να δείχνω κουλ με ουισκάκι στο χέρι και να απολαμβάνω θεραπευτικές, κινέζικες σουπίτσες που τότε είχαν μεγάλο ρεύμα. Τα πράγματα άλλαξαν και οι καταστάσεις απέδειξαν πώς υπάρχουν πολλοί και σοβαροί λόγοι για να υπάρχουν στην καθημερινή μας διατροφή προϊόντα με βάση το έξτρα θρεπτικό, πρόβειο γάλα. Το γάλα εκείνο, δηλαδή, που ξέραμε από πάντα εδώ στην Ελλάδα, γιατί πρόβατα είχαμε στα μαντριά μας και όχι Γαλλίδες αγελάδες.
Έπαιρναν το γάλα από τους βοσκούς του Υμηττού, το έφτιαχναν γιαούρτι και μετά ο Βασίλης το μοίραζε, στην αρχή και πάλι με τα πόδια, μετά με την τρίκυκλη μοτοσυκλέτα του και αργότερα με το station wagon Opel Kadett του ’67, το οποίο πολλοί θυμούνται ακόμη.
Μπορεί να άργησα, λοιπόν, να ανακαλύψω το γαλακτοπωλείο του Μπακογιάννη αλλά ισχύει το «κάλλιο αργά παρά ποτέ», γιατί είναι ωραίο να βρίσκεις όλο και κάτι νέο για να σε γοητεύει και να σε κάνει να διανύεις χιλιόμετρα για χάρη του. Η ιστορία του Μπακογιάννη μετράει περισσότερα από 68 χρόνια και είναι από εκείνες που θέλεις να ακούς για να αναπολείς, να νοσταλγείς και να γεμίζεις θετικότητα.
Ο Βασίλης Μπακογιάννης, που άνοιξε πρώτος το μαγαζί, κατέβηκε στην Αθήνα από το χωριό του Πυρά Φωκίδας, προπολεμικά, με τα πόδια και σε ηλικία μόλις 11 χρονών, για να βρει την τύχη του. Με μπαμπά τσέλιγκα, ήξερε καλά το γάλα και έτσι έπιασε δουλειά σε ένα γαλακτοπωλείο. Στον πόλεμο, επέστρεψε στο χωριό του και ξανακατέβηκε στην πρωτεύουσα μετά τον Εμφύλιο για να ανοίξει μαζί με συγχωριανούς του ένα γαλακτοπωλείο στην οδό Ρηγίλλης. Έφτιαχναν γιαούρτι και μετά έβγαιναν στους δρόμους, γύριζαν τις γειτονιές με τα πόδια και το μοίραζαν στα σπίτια. Μετά από λίγα χρόνια, το 1954, ο Βασίλης βρήκε ένα χωράφι σε καλή τιμή στην Ηλιούπολη και έχτισε το δικό του μαγαζάκι. Εκεί δίπλα ζούσε, σε δυο χρόνια παντρεύτηκε και την Καλλιόπη και μαζί κρατούσαν το εργαστήριο και μεγάλωναν τα τρία παιδιά τους. Έπαιρναν το γάλα από τους βοσκούς του Υμηττού, το έφτιαχναν γιαούρτι και μετά ο Βασίλης το μοίραζε, στην αρχή και πάλι με τα πόδια, μετά με την τρίκυκλη μοτοσυκλέτα του και αργότερα με το station wagon Opel Kadett του ’67, το οποίο πολλοί θυμούνται ακόμη. Μάλιστα, ο Βασίλης για να κάνει γνωστή την άφιξή του στις γειτονιές, έβαζε στη διαπασών δημοτικά και έτσι ήξεραν όλοι ότι περνάει και κατέβαιναν από τα σπίτια για να πάρουν τα προϊόντα του.
Όταν τα μαντριά απαγορεύτηκαν στην περιοχή λόγω οικοδόμησης, αναζήτησε βοσκούς στα Γεράνεια Όρη και τα ορεινά της Κορίνθου. Από τα ίδια μαντριά εξακολουθεί να παίρνει γάλα μέχρι και σήμερα, ο γιος του Γιάννης, ο οποίος ανέλαβε το μαγαζί, όταν εκείνος πια κουράστηκε το 2011. Ο Γιάννης μεγάλωσε μέσα στο γαλακτοπωλείο, ακολουθούσε τον πατέρα του στις διανομές και πονούσε τη δουλειά του. Δεν του ήταν δύσκολο να αφήσει την εξασφαλισμένη δουλειά του στο δημόσιο ως Μηχανολόγος Μηχανικός για να κρατήσει το μαγαζί. Ασχολήθηκε με ακόμη μεγαλύτερη θέρμη με το αντικείμενο, παράμεινε πιστός στη φιλοσοφία του πατέρα του, που ήθελε λίγα αλλά άριστης ποιότητας προϊόντα και έτσι μέχρι σήμερα, μας υποδέχεται εκείνος με μεγάλο χαμόγελο στο μαγαζί.
«Οι κτηνοτρόφοι μας παραμένουν ίδιοι από την εποχή του πατέρα μου και το ίδιο συμβαίνει και με τις συνταγές μας. Το γάλα συλλέγεται στη μονάδα που διατηρούμε στο Μεγάλο Πεύκο, πιστοποιείται και μετά έρχεται στο μαγαζί μας. Δε με ενδιαφέρει να έχω πολλά διαφορετικά προϊόντα, αλλά να διατηρήσω ακέραιη την ποιότητα όσων παράγουμε για να είμαι συνεπής στους πελάτες μου. Δεν είναι τυχαίο, που έρχονται στο γαλακτοπωλείο μας άνθρωποι από όλη την Αθήνα ή ακόμη και από την επαρχία. Βέβαια, αυτό που πραγματικά χάρηκα και συνέβη χωρίς καν να το αντιληφθώ, είναι ότι ο Στέλιος Παρλιάρος βράβευσε το παγωτό καϊμάκι μας σαν το καλύτερο της Αθήνας, αφού δοκίμασε πολλά και διάφορα. Ήταν για εμάς μια όμορφη νίκη στην προσπάθεια τόσων χρόνων». Είναι αλήθεια πως, τον Μπακογιάννη και εγώ από το καϊμάκι του τον έμαθα από μια φίλη. Πλούσια γεύση, μεστή, που γεμίζει το στόμα. Με μαστίχα Χίου και σαλέπι, άλλο να το διαβάζεις και άλλο να το γεύεσαι.
Το γιαούρτι του και αυτό υπέροχο. Με την παχιά την πέτσα και την τέλεια γεύση είναι το γιαουρτάκι που θα αγαπήσεις να απολαμβάνεις με μια κουταλιά μέλι και μια βροχή από καρύδια, όταν θέλεις κάτι να σου δώσει ενέργεια και να σε χορτάσει στο λεπτό. Το γάλα του πάλι, και δη το σοκολατούχο με μέλι αντί ζάχαρης και κακάο, είναι αγαπημένο σε όλους τους αθλητές αφού ενισχύει την μυική αποκατάσταση και προσφέρει ενδυνάμωση. Το ίδιο και η σοκολατένια κρέμα για όσους προτιμούν να τρώνε το γάλα με το κουτάλι.
Βέβαια, στην περίπτωσή μου, την πρώτη θέση στην καρδιά μου κέρδισε το ρυζόγαλο. Ισορροπημένο, σωστά βρασμένο, καθόλου λιγωτικό και ελαφρύ. Ό,τι θέλεις από το ρυζόγαλό σου. Και η κρέμα ακολουθεί με διαφορά στήθους. Είναι αλήθεια, πως έχω ακούσει τα καλύτερα και για το βούτυρό του, που είναι ιδανικό και για μαγειρική και για άλειμμα. Πρέπει, όμως, να το πετύχεις γιατί δεν είναι κάτι που ο Γιάννης φτιάχνει σε τακτική βάση. Αυτό που σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να χάσεις είναι το παγωτό του. Είτε επιλέξεις βανίλια, είτε σοκολάτα ή καϊμάκι, το μόνο σίγουρο είναι ότι θα επιστρέφεις στο μικρό γαλακτοπωλείο ξανά και ξανά, για να μη σου λείψει ποτέ. Αν, μάλιστα, είσαι λάτρης του παγωτού μηχανής, όπως εγώ, θα μετράς τις εβδομάδες και τις μέρες για να βγει και πάλι στο προσκήνιο η παγωτομηχανή και να γεμίσουν τα χωνάκια από το πιο απαλό και εύγεστο παγωτό του Μπακογιάννη.
Η τελευταία επίσκεψή μου στο μαγαζί έγινε αμέσως μετά την επέλαση του χιονιά και αφού είχαν ανοίξει μόλις οι δρόμοι της Ηλιούπολης. Το μικρό γαλακτοπωλείο, καθαρό και φροντισμένο, είχε ανοιχτές τις πόρτες του και οι γείτονες περνούσαν για να πουν τα νέα τους και να πάρουν τα αγαπημένα τους προϊόντα. Ο Γιάννης και ο γιος του Βασίλης βρισκόντουσαν πίσω από το υπέροχο, vintage ψυγείο-βιτρίνα που είναι παραπάνω από 50 χρονών. Τίποτα περιττό ή ξένο στο χώρο. Λίγα πράγματα και καλά, όπως ήταν πάντα και έτσι θα είναι.
Γαλακτοκομικά Προϊόντα Μπακογιάννης, Χρυσοστόμου Σμύρνης 15, Ηλιούπολη, 21 0973 6971 (τηλεφωνήστε πριν πάτε για να πετύχετε τα προϊόντα ζεστά-ζεστά)