Αν κάποιος σας προτείνει να τα πείτε σε ένα καφενείο, μάλλον θα περιμένετε να σερβίρεται ελληνικός καφές. Και αν πάλι σας δώσει ραντεβού σε ένα μπαρ, λογικά θα φανταστείτε πως υπάρχει μπάρα, πως θα φτιάχνουν και μερικά κοκτέιλ, ακόμα και αν αυτά είναι μετρημένα και κλασικά.
Για τους παραπάνω λόγους, εκείνοι που δημιούργησαν έναν νέο χώρο εξόδου στο Κουκάκι δεν μπορούν να το κατατάξουν σε καμία από αυτές τις κατηγορίες, παρότι έχει στοιχεία και από τις δύο.
Ίσως γνωρίζετε τον Γιώργο Σουμπάση (ΜE THEN, Λινού Σουμπάσης & Σία) και τη Μαρίνα Φαρασοπούλου από το Morning bar που λειτουργεί τα τελευταία τρία χρόνια στο Κουκάκι, προσφέροντας ποιοτικό καφέ και πρωτότυπες φρεσκοφουρνισμένες προτάσεις πρωινού. Όταν πήραν το μαγαζί στην αντικρινή γωνία δεν ήξεραν τι ακριβώς ήθελαν να το κάνουν. Ήταν καλοκαίρι, βρίσκονταν σε διακοπές και έστελναν ο ένας στον άλλον φωτογραφίες από καφενεία που έβρισκαν στα μέρη όπου παραθέριζαν, εκείνος από τη Λήμνο, εκείνη από τη Μάνη.
Το μαγαζί μού έμοιαζε με καφενείο, αλλά στα μέτρα της γενιάς μας και μέσα από το δικό τους αισθητικό φίλτρο θα μπορούσε «να είναι στο χωριό ενός νησιού, αν έφευγε κάποιος από εδώ τώρα και πήγαινε να κάνει ένα εκεί».
Λίγο αργότερα διάλεξαν τις πτυσσόμενες καρέκλες τους και τα έξω τραπέζια από την Αθηνάς, αυτά τα πάντρεψαν με μερικά custom που έβαλαν μέσα και ’70s σκαμπό της Kartell, με design φωτιστικά από τους Back to the Future και ενισχυτές από την Ιαπωνία.
Μια αφίσα του ΕΟΤ από τη δεκαετία του ’90, που στόχο είχε να δελεάσει τους Γερμανούς να επισκεφθούν τις Κυκλάδες, έχει μπει σε κάδρο, ενώ σε δύο μικρότερες κορνίζες έχουν την Ελένη Φουρέιρα ‒η Μαρίνα δηλώνει φαν της‒ και τον Ντιέγκο Μαραντόνα, παραπέμποντας σε εκείνες που βρίσκουμε στα καφενεία, στις φωτογραφίες του ιδιοκτήτη με τους διάσημους που μπορεί να έχουν επισκεφθεί το μαγαζί ή με εκείνη τη προσωπικότητα που απλώς θαυμάζει. Το γυμνό ημερολόγιο που θα συναντήσετε στο μπάνιο τούς το χάρισε ο κύριος Περικλής που κρατάει το συνεργείο στο ίδιο στενό.
Η φωτογραφία του ποδοσφαιρικού θρύλου, του «τελευταίου μεγάλου» κατά τον Γιώργο, στέκεται δίπλα στα λουλούδια που έρχονται από το new age φυτοπωλείο των Εξαρχείων, την Kopria, «νομίζω πως τα λουλούδια είναι αναπόσπαστο στοιχείο της νυχτερινή ζωή της Αθήνας, από τους πλανόδιους που μπαίνουν στα μαγαζιά και πουλάνε τριαντάφυλλα μέχρι τα γαρίφαλα που πετιούνται στα μπουζούκια. Παράλληλα, βρίσκω πολύ και ρομαντικό το να μπορείς να πάρεις ένα μπουκέτο από το μαγαζί όπου έπινες τα ποτά σου και να το προσφέρεις». Τα λουλούδια αυτά είναι κάθε φορά διαφορετικά, χωρίζονται σε «ροής» και «σπέσιαλ», όπως ακριβώς και τα ποτά της κάβας του.
Μία από τις παλιές κατοίκους της γειτονιάς μάς πλησιάζει για να πει τα καλορίζικα, λέει ότι κάθεται στο μπαλκόνι και χαζεύει τη ροή του κόσμου μεταξύ των δύο μαγαζιών, υπόσχεται πως θα κατέβει την Παρασκευή να πιει Campari, που είναι και το αγαπημένο της ποτό. Το κατακόκκινο απεριτίφ προσφέρεται σκέτο ή με σόδα, αφού η λογική στο Πλάι είναι να έχουν τα βασικά ποτά, δύο ετικέτες από το καθένα, δεν τους αρέσουν οι αχανείς λίστες. «Δεν προσφέρουμε κοκτέιλ, γιατί δεν τα ξέρουμε και ούτε μας εκφράζουν. Άλλωστε υπάρχουν τόσα μαγαζιά που σίγουρα τα φτιάχνουν καλύτερα απ’ ό,τι θα τα κάναμε εμείς».
Σε κρασί υπάρχουν τέσσερις επιλογές, όλες τους εγχώριες, φυσικής και ήπιας οινοποίησης, και εκείνες που θα τις αντικαταστήσουν μελλοντικά στον κατάλογο θα είναι της ίδιας φιλοσοφίας. Μπίρες έχουν δύο, μία κλασική, «περιπτέρου» που λέμε, και μια πιο ψαγμένη και φρουτώδη από τους γείτονές τους, τους νομάδες μικροζυθοποιούς της Blame the Sun.
Στο Πλάι ετοιμάζουν λίγα, μικρά πιάτα, μεζέδες για να μην πίνουμε ξεροσφύρι. Το φαγητό είναι εμπνευσμένο από καφενεία αλλά και από τα δύο πιο παλιά και εμβληματικά μπαρ της Αθήνας. Ο Γιώργος ήθελε να τιμήσουν το τοστ που προσφέρουν το Galaxy της Σταδίου και στο Αu Revoir της Πατησίων ‒ το ψωμί του είναι ένα πατατόψωμο που φτιάχνουν στο Morning bar και μέσα του βάζουν απλώς τυρί. Μπορείτε να το συνοδεύσετε με ένα αλλαντικό και ένα τουρσί, αυτές τις μέρες έχουν παστουρμά και πιπεριές.
Επίσης, συνδυάζουν φρούτο και τυρί ‒ έχουν φράουλες με μπούκοβο, λάδι, λεμόνι και Μετσοβόνε, σε λίγο θα τρώμε πεπόνι με κασέρι, η Μαρίνα ανυπομονεί για το καρπούζι με φέτα. Κάνουν και ένα τυλιχτό, του βάζουν ψάρι που το περνάνε από το φλόγιστρο, προσθέτουν φινόκιο και μαγιονέζα ‒ ιδέα του Γιώργου. Την πίτα που φτιάχνουν γι’ αυτό την προσφέρουν και κομμένη στα τέσσερα με ελιές, ψητά μανιτάρια και μαριναρισμένα λαχανικά. Αυτά έχουν όλα κι όλα, λίγα και καλά.
Την Κυριακή το μεσημέρι θα ανοίγουν λίγο νωρίτερα απ’ ό,τι τις καθημερινές, και από τις δύο μέχρι τις πέντε το απόγευμα, που ξεκινάει η κανονική του λειτουργία, το Πλάι θα μετατρέπεται σε νέας κοπής ουζερί, θα σερβίρει μόνο ούζο, τσίπουρο και μπίρα, ενώ η Μαρίνα θα μαγειρεύει τέσσερα-πέντε διαφορετικά πράγματα με όσα καλά έχει βρει στη λαϊκή της Καλλιδρομίου το Σάββατο το πρωί.
«Βρίσκουμε ιδανικό το να μπορείς να πιεις την Κυριακή ένα ούζο με τους φίλους σου και μετά τις πέντε να το γυρίζεις σε τζιν τόνικ. Νομίζω ότι το πιο σημαντικό κομμάτι εδώ είναι πως φτιάξαμε ένα μαγαζί στο οποίο θα αράζαμε πρώτοι εμείς οι ίδιοι». Αυτή την Κυριακή θα μπει στη μικρή του κουζίνα η γιαγιά της, για να ετοιμάσει κεφτεδάκια.
Στο νέα άφιξη του Κουκακίου, που έχει όλα τα φόντα για να γίνει στέκι, παίζουν από τον τελευταίο δίσκο των Arcade Fire μέχρι Χαρούλα Αλεξίου τα μεσημέρια της Κυριακής, Λένα Πλάτωνος, Στέρεο Νόβα, Αρλέτα, Pan Pan και Melentini, έχουν διάφορες μουσικές διαθέσεις. Τη Δευτέρα που ήμουν εκεί το μαγαζί μού έμοιαζε με καφενείο, αλλά στα μέτρα της γενιάς μας και μέσα από το δικό τους αισθητικό φίλτρο θα μπορούσε «να είναι στο χωριό ενός νησιού, αν έφευγε κάποιος από εδώ τώρα και πήγαινε να κάνει ένα εκεί», όπως το περιγράφει ο Γιώργος.
Τι είναι, τελικά, το Πλάι: «Σκεφτόμουν αν έχει κάτι να προσφέρει αυτό που θέλαμε να κάνουμε. Μέσα σε όλον αυτόν τον χαμό και τις “εκπλήξεις” της εστίασης, εδώ δεν έχεις απαιτήσεις, π.χ. να έρθει το ποτό σου με σκαλιστό πάγο, είναι ένα μέρος για να καθίσεις ακόμα και μόνος σου, να πιεις μια μπίρα, να φας ένα τοστ και να φύγεις, ώσπου να ξαναρθείς, όπως κάνεις σε ένα στέκι σου», σύμφωνα με εκείνον.
«Ήθελα να έχει αυτή την απλότητα και την ηρεμία που βγάζουν όλα αυτά τα μαγαζιά που έχουν τέσσερα-πέντε πράγματα», σύμφωνα με εκείνη, «σαν αυτό που βρήκα στην Παύλιανη πριν από δύο-τρία χρόνια. Ήταν καθημερινή, δεν είχε κόσμο, μπήκα σε ένα καφενείο και μου λέει η γυναίκα που με σέρβιρε “δεν έχω τίποτα να σου βγάλω, μόνο πατάτες και αν μου έχει μείνει, μια μπριζόλα”. Βρήκε και αυγά και ετοίμασε έναν μεζέ “από το τίποτα”, δεν υπάρχει τίποτα πιο ωραίο από αυτό».
Πλάι, Ζαν Μωρεάς 15, Κουκάκι