Το θέμα της μετανάστευσης, τεράστιο και παλιό όσο ο άνθρωπος, αναπτύσσει μεταξύ των ανθρώπων αιωνίως τα ίδια επιχειρήματα κι αντεπιχειρήματα. Τώρα που το ζούμε στο πετσί μας, μετά από πολλά χρόνια απομόνωσης, συνειδητοποιήσαμε –κάποιοι- ότι δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις, είτε κινείσαι αριστερά είτε δεξιά είτε κάνεις σλάλομ ανάλογα με τα κέφια. Ξαναλέω, για κάποιους, γιατί για κάποιους άλλους τα πράγματα είναι έτσι κι όχι αλλιώς, κάτι που παραδόξως τους κάνει να κοιμούνται ευκολότερα τα βράδια.
Έχουμε όλοι ακούσει και διαβάσει για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έρχονται άνθρωποι από άλλες χώρες τους οποίους δεν ξέρουμε τι να τους κάνουμε και που να τους βάλουμε. Καράβια που βουλιάζουν, κελιά στα σύνορα, ό,τι μπορεί να βάλει ο νους σου, όταν μία φτωχή χώρα όπως η Ελλάδα προσπαθεί να συμμαζέψει τα ασυμμάζευτα άλλων, φτωχότερων χωρών. Και η απορία μου είναι: τι τρώνε;
Όσο πιο σύγχρονος είσαι με μία κατάσταση τόσο πιο δύσκολο είναι να ενημερωθείς σωστά γι’αυτήν. Αντιθέτως πληροφορίες για τις συνθήκες μετανάστευσης καημένων (μεταξύ τους πολλοί συγγενείς μας) που έφτασαν κάποτε στην Αμερική, υπάρχουν άφθονες. Άφθονες αλλά αντικρουόμενες. Και για τότε υπάρχουν διάφορες εκδοχές της ίδιας ιστορίας.
Το κύμα της μεγάλης μετανάστευσης στην Αμερική στο τέλος του 19ου αιώνα έκανε την κυβέρνηση να περιορίσει τις αφίξεις στο θρυλικό νησί Ellis όπου οι σαστισμένοι αφιχθέντες περνούσαν από εξετάσεις. Αρχικά η ευθύνη για τη σίτισή τους έπεσε στο κράτος, το οποίο σύντομα τα έχασε με τη ζήτηση. Σύντομα στο παιχνίδι μπήκαν ιδιώτες οι οποίοι πουλούσαν φαγητό στους πεινασμένους εκμεταλλευόμενοι την άγνοιά τους για τα λεφτά και τα προϊόντα. Παράλληλα όμως οργανωμένες ομάδες ιταλών, εβραίων και άλλων, συμμετείχαν με εθελοντές και δωρεές προσπαθώντας να βοηθήσουν με γνώριμα φαγητά τους συμπατριώτες τους. Ποιο ήταν το αποτέλεσμα; Εξαρτάται ποια πηγή θα διαβάσεις.
«Τελικά η Αμερική υποδέχτηκε τους μετανάστες με καλό φαγητό. Στο μουσείο που κάποτε βρισκόταν η αίθουσα υποδοχής του νησιού Ellis υπάρχει μία πλακέτα με τη μαρτυρία μίας γυναίκας από τη Σουηδία. «Όταν έφτασα στο νησί Elllis μας έδωσαν καφέ και ντόνατς. Ήταν η πρώτη φορά που είδα κι έφαγα ντόνατ και αμέσως σκέφτηκα ότι ήταν θαυμάσιο! Ήταν πάρα πολύ νόστιμο. Φυσικά στη χώρα μας δεν είχαμε κάτι τέτοιο. Η Αμερική μέσα μου έχει αυτή τη γλυκιά και χορταστική γεύση. Η πιθανότητα του να έχω γεμάτο στομάχι ήταν ακαταμάχητη.» (Από το βιβλίο -Hungering for America: Italian, Irish, and Jewish Foodways in the Age of Migration, Hasia R. Diner).
Επίσημα, το φαγητό που σερβιριζόταν στους μετανάστες του νησιού ήταν το εξής:
19 Νοεμβρίου 1906
Πρωινό: καφές με γάλα και ζάχαρη, ψωμί με βούτυρο, κράκερ και γάλα για τις γυναίκες και τα παιδιά
Μεσημεριανό: βοδινό βραστό, βραστές πατάτες και ψωμί, καπνιστή ρέγκα για τους Εβραίους, κράκερ και γάλα για τις γυναίκες και τα παιδιά
Βραδινό: φασόλια φούρνου, βραστά δαμάσκηνα και ψωμί, τσάι με γάλα και ζάχαρη, κράκερ και γάλα για τις γυναίκες και τα παιδιά
1 Ιουλίου 1917
Πρωινό: ρύζι με γάλα και ζάχαρη, βραστά δαμάσκηνα, ψωμί με βούτυρο, καφές, κράκερ και γάλα για τις γυναίκες και τα παιδιά
Μεσημεριανό: ζωμός κρέατος με κριθάρι, ροστ μπηφ, πατάτες, ψωμί με βούτυρο, κράκερ και γάλα για τις γυναίκες και τα παιδιά
Βραδινό: Χάμπουργκερ, σάλτσα κρεμμυδιού, ψωμί με βούτυρο, τσάι, κράκερ και γάλα για τις γυναίκες και τα παιδιά
Καθόλου άσχημα, θα έλεγε κανείς. Οι New York Times έγραψαν στις 13 Δεκεμβρίου του 1893 τα εξής:
«Η κυβέρνηση παριστάνει ότι έχει τον γενικό έλεγχο. Έχει δώσει το δικαίωμα σε ιδιώτες να ανοίξουν ουσιαστικά εστιατόριο πάνω στο νησί, χωρίς κανέναν έλεγχο και χωρίς να φορολογούνται. Όλοι οι μετανάστες αλλάζουν τα λεφτά τους για να πάρουν δολάρια χωρίς κανείς να τους ενημερώνει για την αντιστοιχία προκειμένου να μπορέσουν να φάνε. Οι περισσότεροι δεν μπορούν να μετρήσουν τα λεφτά τους. Οι περισσότεροι δεν έχουν ξαναδεί αυτό το νόμισμα-αρκετοί δεν θα το ξαναδούν. Οι αγορές τους γίνονται βιαστικά. Δεν ρωτάνε τις τιμές, δεν υπάρχει χρόνος. Οι τιμές είναι αναρτημένες με τρόπο μυστικοπαθή, αλλά έτσι κι αλλιώς οι περισσότεροι δεν ξέρουν ανάγνωση. Οι περισσότεροι δεν ρωτάνε καν τι υπάρχει. Παίρνουν μία σακούλα με προμήθειες χωρίς να ξέρουν τι έχει μέσα. Δίνουν ένα χαρτονόμισμα και τους δίνουν ρέστα. Βάζουν την σακούλα μαζί με τα άλλα τους υπάρχοντα και προχωρούν, σαστισμένοι, ζαλισμένοι.
Ο μοναδικός άνθρωπος που ξέρει το ύψος των πωλήσεων είναι αυτός που πουλάει. Αυτός δεν είναι υποχρεωμένος να δίνει αναφορά στο κράτος. Το κράτος του πουλάει το δικαίωμα του εστιατορίου και όλα τα άλλα είναι δική του υπόθεση. Όσο για τη γεύση, κανένας από τους μετανάστες δεν ήξερε αρκετά αγγλικά για να μας πει.»
σχόλια