Η ελληνική επαρχία έχει έναν ξεχωριστό πλούτο και έχει καταφέρει να διατηρήσει την ποιότητα ζωής που λείπει από τα μεγάλα αστικά κέντρα. Είναι αλλιώς οι ρυθμοί μακριά από την πόλη. Είναι όμορφο να ξυπνάς και έξω από το παράθυρό σου να υπάρχει μια αυλή, δέντρα, η θάλασσα ή το βουνό.
Παρ' όλα αυτά, η ζωή στα χωριά ή τις μικρές πόλεις της Ελλάδας είναι δύσκολη. Οι δουλειές είναι λίγες, τα σχολεία και τα ιατρικά κέντρα ακόμα λιγότερα ή ανύπαρκτα και οι επιλογές στην τέχνη ή στη διασκέδαση εξαιρετικά περιορισμένες.
Όταν έμαθα για ένα κορίτσι είκοσι οκτώ χρονών που αποφάσισε να γυρίσει στο χωριό του για να φτιάξει μια επιχείρηση με τα γλυκά κουταλιού της οικογένειάς του, απόρησα. Αν δεν είχε φύγει καθόλου από κει, θα μου φαινόταν πιο εύκολο να το πιστέψω, αλλά η Χάρις Αρκουμάνη σπούδασε στην Αθήνα και παρέμεινε εδώ μερικά ακόμη χρόνια δουλεύοντας. Φαινόταν να είναι απόλυτα συνειδητή η απόφασή της και όχι αποτέλεσμα κάποιας ανάγκης.
Τη δεύτερη φορά που άκουσα για εκείνη ήταν όταν μου πρόσφεραν ένα από τα γλυκά της. Φλούδες από νεράντζι βουτηγμένες στο σιρόπι και φτιαγμένες ως γλυκό που θα ορκιζόμουν ότι ήταν σπιτικό. Τότε κατάλαβα πως ήθελα να της μιλήσω, να μάθω περισσότερα γι’ αυτό που κάνει, να καταλάβω τι συμβαίνει στο μυαλό και την κουζίνα της. Δεν γινόταν να πάω στα Σαρδίνια, το χωριό της που βρίσκεται λίγο έξω από την Αμφιλοχία, αλλά μπορούσα να της κάνω ένα video call. Έτσι και έγινε.
Στόχος μας ήταν να φτιάξουμε παραδοσιακά γλυκά που όταν θα τα δοκίμαζε κάποιος θα θυμόταν τη μητέρα ή τη γιαγιά του. Γι’ αυτό και ξεκινήσαμε με τις γεύσεις που υπήρχαν από πάντα στον τόπο μας, όπως το νεράντζι, το συκαλάκι και το λεμόνι.
Όταν εμφανίστηκε στην οθόνη του υπολογιστή, έπαθα ένα μικρό σοκ. Φαινόταν πολύ μικρότερη από είκοσι οκτώ χρονών. Απαλή φωνή, γλυκό πρόσωπο, μεγάλο χαμόγελο, δύσκολα την έκανα πάνω από δεκαοκτώ.
Στη συνέχεια, βέβαια, κατάλαβα πως η Χάρις έχει πολλή δουλειά πίσω και μέσα της. Το charismama, όπως έχει ονομάσει την επιχείρησή της, δεν προέκυψε τυχαία αλλά μετά από πολλούς υπολογισμούς και εκτενή μελέτη. Η Χάρις ανήκει σε εκείνη την κατηγορία ανθρώπων που όταν βάζουν κάτι στο μυαλό τους, δεν ηρεμούν αν δεν το καταφέρουν. Κι αυτό ήταν η καλύτερη μαγιά για να ξεκινήσει δυναμικά το εγχείρημά της.
«Τα Σαρδίνια, όπου γεννήθηκα, βρίσκονται 5 χιλιόμετρα έξω από την Αμφιλοχία. Είμαστε πολύ κοντά στη θάλασσα και ταυτόχρονα κοντά στο βουνό, που αποτελείται από τα χωριά του ορεινού βάλτου. Αυτά τα διαφορετικά τοπία που εναλλάσσονται σε μικρές αποστάσεις κάνουν τον τόπο μας μοναδικό, με βιοποικιλότητα και οικολογικό πλούτο.
Παραμένουμε ένα ζωντανό μέρος γιατί το προσπαθούμε. Ο δήμος διοργανώνει πολλές γιορτές, ακόμα και στο πιο μικρό χωριό της περιοχής, για να προσελκύει επισκέπτες και να τους δίνει τη δυνατότητα να γνωρίσουν περισσότερα για εμάς και τις παραδόσεις μας.
Πάντα σκεφτόμουν ότι δεν ήθελα να ζήσω μακριά από αυτόν τον τόπο. Η επιλογή του Γεωπονικού Πανεπιστημίου δεν ήταν καθόλου τυχαία. Ήθελα να μπω σε μια σχολή που θα μου έδινε τη δυνατότητα να επιστρέψω αργότερα ως επαγγελματίας στη γενέτειρά μου. Στην αρχή ήθελα πολύ να φύγω και να ζήσω σε μια μεγάλη πόλη, καθώς ένιωθα τον μικρό τόπο μου να με καταπιέζει και να μη με αφήνει να ανοίξω τα φτερά μου.
Πηγαίνοντας στην Αθήνα, σπουδάζοντας σε ένα τόσο μεγάλο πανεπιστήμιο και δουλεύοντας ταυτόχρονα, από την πρώτη στιγμή συνειδητοποίησα πόσο δίκιο είχα. Εκεί είχα τη δυνατότητα να γνωρίσω νέους ανθρώπους απ' όλη την Ελλάδα αλλά και το εξωτερικό, να αναπτύξω δεξιότητες και ταλέντα, να κάνω όνειρα για το μέλλον και να έχω μεγαλύτερη σιγουριά για τις ικανότητές μου, τις οποίες καλλιεργούσα συνεχώς».
Η Χάρις κινήθηκε έξυπνα. Ήρθε στην Αθήνα, ταξίδεψε με το πρόγραμμα Εράσμους σε πολλές πόλεις της Ευρώπης, μάζεψε γνώσεις και εμπειρίες και μετά άρχισε να οργανώνει την επιστροφή της. Μεγαλωμένη σε μια οικογένεια με τρία παιδιά και γονείς που δούλευαν από το πρωί έως το βράδυ για να συντηρήσουν το μπακάλικό τους, που βρισκόταν στο χωριό παραπάνω από 100 χρόνια, η Χάρις ήξερε από μικρή πως αν θέλεις να κάνεις πέντε πράγματα στη ζωή σου, πρέπει να δουλέψεις σκληρά.
Από την άλλη, ήξερε και έναν πιο όμορφο, ζεστό και ανθρώπινο τρόπο ζωής. Καθημερινό, μαγειρευτό φαγητό από τη μάνα της, μεγάλα τραπεζώματα με φίλους και συγγενείς, που στήνονταν ακόμη και χωρίς κανέναν προγραμματισμό, στην αυλή του σπιτιού τους, βόλτες ατελείωτες στη φύση με τα παιδιά, δεντρόσπιτα και παιχνίδια στο ποτάμι.
Στην απόφασή της να ασχοληθεί με τα γλυκά κουταλιού έπαιξε καθοριστικό ρόλο η μητέρα της. Ανοιχτή καρδιά, ψυχή της παρέας, χρυσοχέρα και με σπίτι πάντα ανοιχτό για γνωστούς ή περαστικούς, η κυρία Σπυριδούλα έφτιαχνε τα γλυκά της για να μην της λείψει ποτέ το τρατάρισμα. Τον χειμώνα φλούδες από εσπεριδοειδή, την άνοιξη καρύδι ή νεραντζάκι πράσινο και το καλοκαίρι κεράσι, βύσσινο και φράουλα.
Τα γλυκά κουταλιού συνόδευαν όλες τις μνήμες, τις μαζώξεις, τα γέλια και τις χαρές του σπιτικού της, γι’ αυτό και είχαν ξεχωριστή θέση στην καρδιά της κόρης της.
Όταν δεν τα σερβίριζε σπίτι της με καφεδάκι και δροσερό νερό, η κυρία Σπυριδούλα τα πήγαινε πεσκέσι στις επισκέψεις της. Οι συνταγές, κληρονομιά από τη δική της μάνα και φανταζόμαστε πως και η γιαγιά από τη δική της μάνα τις είχε βρει. Λόγω όλης αυτής της παράδοσης της οικογένειας αλλά και επειδή τα γλυκά συγκέντρωναν πάντα τα καλύτερα σχόλια, η Χάρις βρήκε τον δικό της δρόμο.
Εξάλλου, τα δυο αδέλφια της είχαν ακολουθήσει κι εκείνα τον δρόμο της ζαχαροπλαστικής, αναλαμβάνοντας ανάλογες θέσεις σε μαγαζιά και ξενοδοχεία της Αθήνας. Χρειαζόταν απλώς να πείσει τη μητέρα της να τη βοηθήσει.
«Όταν ανακοίνωσα την απόφασή μου στους γονείς μου η αλήθεια είναι πως η μητέρα μου ήταν εκείνη που ενθουσιάστηκε περισσότερο απ' όλους. Θα γινόταν πραγματικότητα κάτι που μέχρι τότε λέγαμε όλοι στην ευρύτερη οικογένεια μεταξύ σοβαρού και αστείου κάθε φορά που απολαμβάναμε τις δημιουργίες της».
Έτσι, η Χάρις επέστρεψε στο χωριό κατά τη διάρκεια της δεύτερης φάσης του κορωνοϊού και ενώ η χώρα βρισκόταν ξανά σε κατάσταση καραντίνας. Ήξερε από την πρώτη στιγμή πως χρειαζόταν επιχειρηματική καθοδήγηση, οπότε την άνοιξη του 2021 ξεκίνησε, εξ αποστάσεως, δωρεάν επιχειρηματικά σεμινάρια πού είτε έβρισκε μόνη της είτε της πρότειναν φίλοι που γνώριζαν τι ήθελε να κάνει.
«Τα σεμινάρια αυτά με βοήθησαν να κάνω την ιδέα μου συγκεκριμένη, να θέσω γερές βάσεις στο επιχειρηματικό μου εγχείρημα και ταυτόχρονα να γνωρίσω μέσω αυτών τους μελλοντικούς μου συνεργάτες. Παράλληλα, στην κουζίνα του σπιτιού μας δοκιμάζαμε συνταγές – άλλες διατηρήθηκαν αυτούσιες, όπως τις ήξερε η μητέρα μου από τη γιαγιά μου, και άλλες διαφοροποιήθηκαν.
Στόχος μας ήταν να φτιάξουμε παραδοσιακά γλυκά που όταν θα τα δοκίμαζε κάποιος, θα θυμόταν τη δική του μητέρα ή γιαγιά. Γι’ αυτό και ξεκινήσαμε με τις γεύσεις που υπήρχαν από πάντα στον τόπο μας, όπως το νεράντζι, το συκαλάκι και το λεμόνι».
Για τα γλυκά και τις μαρμελάδες η Χάρις και η μητέρα της αναζητούν και βρίσκουν ντόπιους παραγωγούς και προϊόντα. Τίποτα δεν γίνεται στην τύχη. Τα προϊόντα διαλέγονται και ξεχωρίζονται πολύ προσεκτικά και η όλη διαδικασία περνάει από τα χέρια τους. Το παλιό μπακάλικο χωρίστηκε στα δύο, το μισό έγινε παρασκευαστήριο και το άλλο μισό κατάστημα λιανικής. Αγοράστηκαν τα επαγγελματικά μηχανήματα που χρειάζονταν και τα τσουκάλια άρχισαν να παίρνουν φωτιά.
Η Χάρις δεν πιστεύει στην πολύ γρήγορη εξέλιξη, θέλει να είναι σε θέση να ελέγχει απόλυτα την παραγωγή. «Θέλουμε τα φρούτα που χρησιμοποιούμε να είναι άριστης ποιότητας, ολόφρεσκα και διαλεγμένα ένα προς ένα, να είμαστε μέρος ενός δίκαιου εμπορίου χωρίς μεσάζοντες και να δίνουμε μια δίκαιη αμοιβή στον αγρότη που μοχθεί. Ακόμα, μεγάλη φιλοδοξία μας είναι να δημιουργηθούν μέσα από την επιχείρησή μας θέσεις εργασίας ώστε να έχουν την ευκαιρία κι άλλοι νέοι να μείνουν στον τόπο τους και να εργαστούν σε ένα ευχάριστο και δημιουργικό περιβάλλον. Επιπλέον, θέλουμε η charismama να συνεισφέρει σε τοπικό επίπεδο με πρωτοβουλίες και δράσεις που αφορούν το περιβάλλον, τον πολιτισμό και την παράδοση του τόπου μας».
Είναι Αύγουστος και ακόμη δεν έχω φύγει από την πόλη. Θα είχα τις κακές μου αν δεν είχα την ιδέα να μιλήσω και να γνωρίσω αυτή την κοπέλα, τα βαζάκια και τα όνειρά της. Ζήτησα να μάθω τι αντιδράσεις εισέπραξε από τους συγχωριανούς της. Ξέρω ότι οι μικρές κοινωνίες είναι σκληρές και βιάζονται να κρίνουν, αλλά η Χάρις με διαβεβαίωσε ότι όλοι τη στήριξαν από την πρώτη στιγμή και χαίρονται με τη χαρά της. Τους δίνει κέφι και ελπίδα το γεγονός ότι είναι ένας άνθρωπος που επέστρεψε για να δραστηριοποιηθεί επαγγελματικά, να κάνει οικογένεια, να ζήσει κοντά τους. Την ίδια ελπίδα και χαρά μού δίνει κι εμένα. Επιμένω ότι η ελληνική επαρχία είναι ένας ανεκμετάλλευτος θησαυρός και χαίρομαι να μαθαίνω και για άλλους που ενστερνίζονται την άποψή μου.
Η Χάρις μέχρι σήμερα έχει φτιάξει αρωματικό γλυκό του κουταλιού νεραντζάκι πράσινο και νεραντζάκι φλούδα, αφράτο- βουτυρένιο καρυδάκι, τραγανό συκαλάκι, ζουμερό κεράσι, δροσερό λεμόνι και γκρέιπφρουτ. Επίσης, έχει μια σειρά με μαρμελάδες με ολόκληρα κομμάτια φρούτων για περισσότερη γεύση και άρωμα, όπως μαρμελάδα εσπεριδοειδών, φράουλα και μήλο, βερίκοκο και ροδάκινο. Σύντομα θα έχει έτοιμη τη σπιτική μαρμελάδα σύκο και από τον Σεπτέμβριο θα μας συστήσει δύο τσάτνεϊ για να συνοδεύουμε τα τυριά και τα αλλαντικά μας.
Τα προϊόντα της θα τα βρεις σε μικρά μπακάλικα της πόλης, που εκείνη επισκέπτεται και δειγματίζει τις γεύσεις τους. Επίσης, μπορείς να τα πετύχεις σε κάποιο μικρό ξενοδοχείο ή, ακόμη καλύτερα, να τα προμηθευτείς από το μαγαζί της σε μια επίσκεψή σου στα Σαρδίνια. Τότε, η μητέρα Σπυριδούλα δεν θα διστάσει να στρώσει ένα τραπέζι και για σένα. Ξέρεις, από αυτά τα απρογραμμάτιστα, με ό,τι υπάρχει στο ψυγείο και ό,τι έχει μαγειρέψει.