Τον τελευταίο μήνα έτυχε να περάσω πολλές φορές από τη Χαμοστέρνας. Κάθε φορά το βλέμμα μου έπεφτε στην παλιά μονοκατοικία όπου ήταν κάποτε το Κολίμπρι, η οποία φαινόταν να ξαναπαίρνει ζωή.
Η απορία μου λύθηκε όταν ο φίλος whisky expert Πέτρος Χαρισόπουλος μού πρότεινε να επισκεφτώ το μαγαζί που άνοιξε ένας φίλος από τη Θεσσαλονίκη με την ομάδα του στην πλατεία Δεξαμενής των Πετραλώνων. Μιλούσε για το ίδιο μαγαζί που μου είχε τραβήξει την προσοχή, αυτό που έχει όνομα το λουλούδι των Κυθήρων και τελικά αποδείχθηκε μια ευχάριστη, γαστρονομική έκπληξη.
Στο Σεμπρεβίβα πήγα για πρώτη φορά μια μέρα τεράστιας πείνας και κούρασης. Και οι δύο αυτοί παράγοντες δεν βοηθούν να έχεις σωστά κριτήρια. Παρ' όλα αυτά, κατάλαβα πως σε αυτό το μαγαζί κάτι καλό συμβαίνει. Γι’ αυτό και επέστρεψα γρήγορα για να δω αν θα επιβεβαιωνόταν η αρχική μου εντύπωση. Το πέτρινο σπίτι με την κόκκινη πόρτα έχει μια ξεχωριστή γοητεία.
Το φαρδύ πεζοδρόμιο μπροστά από την πλατεία Δεξαμενής φιλοξενεί όμορφα τα τραπεζάκια. Τα πιάτα είναι κομψά, τα κουβέρ έρχονται μέσα σε υφασμάτινες θήκες και για τον φωτισμό έχουν τοποθετηθεί επιδαπέδια φωτιστικά με λευκό καπέλο ανάμεσα στα τραπέζια. Τίποτα δεν υπερβάλλει ούτε ξενίζει. Σαν να είσαι στον κήπο φίλων και περιμένεις να μαζευτεί η παρέα για να αρχίσει το φαγητό.
Η Κατερίνα και ο Γιάννης έχουν τον ενθουσιασμό και το μεράκι του ερασιτέχνη. Ο ερασιτεχνισμός δεν αφορά την ποιότητα ή τη νοστιμιά του αποτελέσματος αλλά την αγωνία που διέκρινα στα μάτια τους, τη διάθεσή τους να πετύχουν το καλύτερο και τη χαρά που τους δίνει το νέο ξεκίνημα.
Πριν μιλήσω, όμως, για το φαγητό, και επειδή πιστεύω μου είναι ότι τα μαγαζιά τα κάνουν οι άνθρωποι που βρίσκονται πίσω από αυτά, αναζήτησα την Κατερίνα Βαμβούρη και τον Γιάννη Μουμτζή, ιδιοκτήτες αλλά και μάγειρες του μαγαζιού.
Η Κατερίνα έχει μεγάλη ιστορία και αυτό φαίνεται και στα μάτια και στα πιάτα της. Πριν από περίπου είκοσι πέντε χρόνια έφυγε από τη Θεσσαλονίκη και πήγε στην Ύδρα για δέκα χρόνια, όπου έφτιαχνε και εμπορευόταν υπέροχα ασημένια κοσμήματα. Μετά γύρισε και πάλι στην πόλη της για να ανοίξει το καφενείο με τις γκουρμέ γεύσεις «Γιασεμί», πίσω από το Κρατικό Θέατρο. Εκεί, με τις επιρροές που είχε από τη Μικρασιάτισσα γιαγιά της, κατάφερε να δημιουργήσει πιάτα που άφησαν ιστορία. Την περίοδο της καραντίνας εμβάθυνε στη μαγειρική παρακολουθώντας διαδικτυακά σεμινάρια μεγάλων σεφ.
Την ίδια περίοδο, η κόρη της έφυγε για την Αθήνα και την ακολούθησε ο σύζυγός της Γιάννης, αφήνοντας το πανκ/ροκ μπαρ «Μπάτε Σκύλοι» στον συνέταιρό του. Λίγο καιρό πριν, η Κατερίνα είχε αποφασίσει να εγκαταλείψει και πάλι την πόλη της και να μοιράσει τη ζωή της μεταξύ Αθήνας και Αίγινας. Να ανοίξει ένα μαγαζί με τον Γιάννη, ο οποίος εκπαιδεύτηκε στην κουζίνα και δούλεψε σε μεγάλα εστιατόρια, και να δοκιμάσουν μαζί τις δυνάμεις τους.
Ξεκινώντας να δουλεύουν μαζί το μενού και να πειραματίζονται με τις γεύσεις, κατάλαβαν πως ο ένας συμπληρώνει μαγικά τον άλλον. Αυτή ήταν μια καλή αρχή. Όπως καλή ήταν και η απόφαση να προσφέρουν τις γεύσεις που πίστευαν και άρεσαν και στους ίδιους, να σέβονται την εποχικότητα των υλικών και να προτιμούν τους μικρούς παραγωγούς και τους προμηθευτές που μπορούσαν να εμπιστευτούν.
Αυτήν τη στιγμή το μενού τους είναι καλά δομημένο και οι επιλογές που προσφέρει αρκετές και ενδιαφέρουσες. Είναι χειρόγραφο και τυπωμένο σε απλό χαρτί για να μπορούν να κάνουν όσες αλλαγές χρειαστούν έτσι ώστε να καταλήξουν με ακρίβεια σε ό,τι θέλουν να προσφέρουν. Θέλουν να ακούνε τη γνώμη των επισκεπτών τους και να έχουν την ευελιξία να αφαιρέσουν ή να προσθέσουν κάτι.
Είναι περίεργο αυτό που θα πω και δεν θέλω να παρεξηγηθεί, αλλά η Κατερίνα και ο Γιάννης έχουν τον ενθουσιασμό και το μεράκι του ερασιτέχνη. Και το λέω αυτό αφού έχω επισκεφτεί το μαγαζί τρεις φορές, έχω δοκιμάσει τα περισσότερα πιάτα και έχω μείνει ικανοποιημένη απ’ όλα. Ο ερασιτεχνισμός, λοιπόν, δεν αφορά την ποιότητα ή τη νοστιμιά του αποτελέσματος αλλά την αγωνία που διέκρινα στα μάτια τους, τη διάθεσή τους να πετύχουν το καλύτερο και τη χαρά που τους δίνει το νέο ξεκίνημα.
Από τα πιάτα που δοκίμασα και ξεχώρισα για τη δροσιά τους, την απαλή γεύση και τις εντάσεις τους που σκάνε διακριτικά αλλά και με συνέπεια στο στόμα είναι το καπνιστό χέλι Μεσολογγίου με το σπαγγέτι κολοκυθιού. Εμπλουτισμένο με κόκκινη μιζούνα, λευκό ταραμά και μαύρο χαβιάρι, είναι ό,τι πρέπει για να ξεκινήσεις το γεύμα σου. Εδώ θα πρότεινα για παρέα και τα μπλανσαρισμένα κολοκύθια με το κατσικίσιο τυρί και το φιστίκι Αιγίνης. Εξαιρετικές γεύσεις, ιδανικές για τις ζεστές μέρες του καλοκαιριού.
Το ίδιο καλή επιλογή για τους μήνες που διανύουμε είναι και το σεβίτσε γαρίδας. Η έμπνευση έχει έρθει από το κλασικό και αγαπημένο σαγανάκι γαρίδας, αλλά, φυσικά, μιλάμε για κάτι πολύ πιο απαλό και φίνο. Αρωματισμένο με ντομάτα, φρέσκο κρεμμυδάκι και κόλιανδρο, είναι όμορφο στο μάτι και πεντανόστιμο.
Μια ομάδα με καταγωγή από τη Θεσσαλονίκη δεν θα μπορούσε να αφήσει έξω από το παιχνίδι τον μαρινάτο γαύρο. Μερακλίδικος και υπέροχος, ξεχωρίζει καθώς συνοδεύεται με λαχανικά, επίσης μαριναρισμένα στη δική τους μαρινάδα. Αγγούρι, καρότο και γλιστρίδα κάνουν κάθε μπουκιά απολαυστική. Αυτό, όμως, που απογειώνει το πιάτο είναι το γλυκό κουταλιού παντζάρι που δεν θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ πόσο τέλεια δένει τα υλικά.
Σωστή προσθήκη και το θράψαλο σοταρισμένο άλλοτε με απάκι και άλλοτε με σύγκλινο. Συνοδεύεται με πουρέ κόκκινης φακής, γλυκοπατάτας και τζίντζερ, ενώ εμπνευσμένη θεωρώ τη συμμετοχή του σπαραγγιού της θάλασσας σε τουρσί. Μάλιστα, το τουρσί είναι μαζεμένο στην Αίγινα από την Κατερίνα, η οποία δεν αφήνει κανένα υλικό ανεκμετάλλευτο. Δεν είναι τυχαίο ότι έχει καταφέρει να φτιάξει παραπάνω από εβδομήντα πέντε διαφορετικά λικέρ με γεύσεις που δεν πάει ο νους μας.
Ένα ακόμη πιάτο που αξίζει κανείς να δοκιμάσει είναι η μπριζόλα χοιρινού λαιμού, μαριναρισμένη παραπάνω από δώδεκα ώρες και σωστά ψημένη στη σχάρα. Είναι ζουμερή, αρωματισμένη με λάδι μαύρου σκόρδου, chili και σοκολάτα και συνοδεύεται με dots τυροκαυτερής για ένα έξτρα «τσίγκλισμα» στη γεύση.
Εξαιρετικές είναι ακόμη οι baby πατάτες με σπανάκι, φέτα και ηλιόσπορο, τα σκιουφιχτά με ραγού προβατίνας, τα μοσχαρίσια μπιφτεκάκια με χειροποίητη ρώσικη σαλάτα. Μην ξεχάστε να δοκιμάσετε τα πιτάκια σχάρας που φτιάχνονται με μαλακή σταρένια ζύμη και έχουν γέμιση που διαφέρει από μέρα σε μέρα. Εμείς τα πετύχαμε με φέτα, βασιλικό, καρύδια και λιαστή τομάτα και ήταν πραγματικά αποκαλυπτικά.
Στα πλεονεκτήματα του μαγαζιού, εκτός από το ζυμωτό ψωμί με λιναρόσπορο και βότανα, είναι η χαλαρή ατμόσφαιρα, η φιλική διάθεση, η άνεση και η απλότητα που υπάρχει. Είναι το μαγαζί όπου πας γιατί θα φας καλά και θα μπορείς να είσαι ο εαυτός σου, χωρίς δεύτερη σκέψη. Και στο Σεμπρεβίβα οι άνθρωποι χαμογελάνε. Έτσι κάνουν τα καρντάσια.
Καλλιρρόης 166, Πετράλωνα, 213 0381904