— Δεν είναι λίγο προκλητικό να απευθύνεσαι σε ανθρώπους που ήδη γράφουν δημόσια, λέγοντάς τους ότι θα τους μάθεις να γράφουν;
Μπορεί να φαίνεται, αλλά πιστεύω ειλικρινά ότι δεν είναι. Και μιλάω από προσωπική πείρα. Ξεκίνησα μαθήματα δημιουργικής γραφής με μια υπέροχη δασκάλα, τη Χριστιάννα Λαμπρινίδη, όταν ήδη ήμουν αρχισυντάκτρια σε περιοδικά. Δεν με αμφισβητούσε κανείς τότε, ένιωθα όμως την ανάγκη να φρσκάρω τη γραφή μου, να βρω μια άλλη φωνή, να μπορώ να «δημιουργώ» θέματα, να καταφέρνω να ανανεώνω τη γλώσσα την οποία χρησιμοποιούσα. Να βρώ τη δική μου αλήθεια, αν θες. Παρέμεινα μαθήτριά της για τρία ολόκληρα χρόνια, δύσκολα και επίπονα, με πολλή προσπάθεια και επένδυση χρόνου και ψυχής. Δεν πήγα με στόχο να γράψω ένα βιβλίο, υπήρχαν συμμαθητές όμως που πήγαν για αυτόν ακριβώς τον λόγο. Για μένα ήταν ανάγκη να μπορώ να μιλάω-γράφω, λέγοντας τις δικές μου ιστορίες, με τη δική μου φωνή.
— Τι διαφορετικό έχει η δημιουργική γραφή γενικά, από τη γραφή της γεύσης ειδικά;
Όπως κάθε γνωστικό αντικείμενο, η γεύση έχει το δικό της λεξιλόγιο, το δικό της συντακτικό και τη δική της γραμματική. Αν αυτό είναι αντικειμενικό; Υπόκειται σε όρους μιας σύμβασης, όπως και όλα τα θέματα της ζωής μας. Δεν γράφεις με τον ίδιο τρόπο για πολιτική, για ταξίδι, για θέατρο, για μόδα. Το κοινό σου αντιλαμβάνεται μια συγκεκριμένη ορολογία, ή μάλλον θα πρέπει να αντιλαμβάνεται μια κοινή για όλους ορολογία. Δεν μπορείς να καλύπτεις τα πάντα με θαυμαστικές εκφράσεις, υπερθετικούς και γενικόλογες περιγραφές. Το φαγητό, το ποτό, μιλάει στις αισθήσεις. Εμπλέκει την όραση, την όσφρηση, την αφή, τη γεύση και κάποιες φορές την ακοή. Με ποιον τρόπο λοιπόν θα περιγράψεις την άποψή σου για ένα πιάτο, μια πρώτη ύλη, ένα προϊόν, αν δεν έχεις το κατάλληλο οπλοστάσιο για να το κάνεις;
Το ζητούμενο είναι ο κάθε ένας που θα συμμετέχει να βρει τη δική του ταυτότητα πρώτα και έπειτα να γράφει για αυτά που τον ενδιαφέρουν, χρησιμοποιώντας μια κατανοητή και εύληπτη από το κοινό γλώσσα.
— Με αυτόν τον τρόπο όμως, δεν θα δημιουργηθούν πανομοιότυπα αντίγραφα του τρόπου που εσύ γράφεις;
Ακριβώς το αντίθετο θα συμβεί. Το ζητούμενο είναι ο κάθε ένας που θα συμμετέχει να βρει τη δική του ταυτότητα πρώτα και έπειτα να γράφει για αυτά που τον ενδιαφέρουν, χρησιμοποιώντας μια κατανοητή και εύληπτη από το κοινό γλώσσα.
Με άλλον τρόπο θα πρέπει να γράφεις αν απευθύνεσαι σε εργένηδες, με άλλον σε μητέρες, με άλλον σε άντρες. Το κείμενο πρέπει να σε κάνει να νιώθεις ότι συμμετέχεις, ότι σε αφορά, ότι έχει να σου πει κάτι που θα σε πάει παραπέρα ή θα σε κάνει να νιώσεις έντονα συναισθήματα. Διαφορετικά, γιατί να επιλέξει να διαβάσει τη δική σου εκδοχή για ένα χιλιογραμμένο και χιλιοδοκιμασμένο θέμα;
— Ποιο πιστεύεις ότι είναι το πιο δύσκολο κομμάτι στη γραφή τελικά;
Η έκθεση στην κριτική. Είναι μια παγίδα στην οποία πέφτουμε όλοι, ακόμη –ίσως κυρίως– και οι επαγγελματίες γραφιάδες. Το ότι δημοσιεύονται κείμενά μας δεν σημαίνει ότι αντέχουμε και την κριτική που μπορεί να ασκηθεί σε αυτά. Ίσως είναι το κατάλοιπο των κοκκινισμένων από διορθώσεις κειμένων στο σχολείο και το πανεπιστήμιο. Δεν είναι καθόλου εύκολο να δεχθούμε κριτική. Και όμως, μόνο αν ακούσεις από τους αναγνώστες σου το τι εισέπραξαν από ένα κείμενό σου μπορείς να καταλάβεις ότι αυτό που είχες στον νου σου γράφοντας και αυτό που ένιωσαν διαβάζοντάς το μπορεί να απέχει παρασάγγας. Κάπως έτσι αρχίζεις να «γδύνεις» τις λέξεις σου και τα νοήματα σου και να τους φοράς ενδύματα πιο κοντά σε αυτό που πραγματικά θέλεις να πεις. Και να αποδεχθείς ότι από τη στιγμή που ένα κείμενό σου φεύγει από εσένα και δημοσιοποιείται, αποκτά δική του, αυτόνομη ζωή.
— Μήπως όλα αυτά είναι υπερβολικά όταν μιλάμε για γεύση, συνταγές και φαγητά;
Όχι, καθόλου, και είμαι κάθετη σε αυτό. Δεν είναι καθόλου υπερβολικό αν σκεφτείς ότι για να επιλέξω να διαβάσω τα δικά σου γιουβαρλάκια απέναντι σε άλλες 150 καταγραφές τους, θα πρέπει να έχεις κάτι να μου πεις, πολύ νωρίτερα από τη στιγμή που θα τα δοκιμάσω σε ένα πιάτο. Για να μπω στον κόπο σου, πρέπει από το ξεκίνημα να έχεις κάνει τη διαφορά για μένα, ίσως όχι για κάποιον άλλον, αλλά για μένα σίγουρα. Γι’ αυτό και σου είπα ότι ο προσδιορισμός της ταυτότητας είναι ίσως το πιο βασικό σημείο εκκίνησης.
— Είναι κάτι που μαθαίνεται η γραφή; Δεν έχει να κάνει με ταλέντο, με ικανότητα;
Κάποια στιγμή, στη διάρκεια της τριετίας που παρακολουθούσα τα μαθήματα γραφής, το Τελλόγλειο Ίδρυμα Τεχνών, του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, μας ζήτησε να δραματοποιήσουμε κείμενά μας, τα οποία και παρουσιάσαμε, με εμάς ως πρωταγωνιστές, σε μια παράσταση εκεί. Ένα από τα βασικά που ακούστηκαν ήταν η φράση «αφού ξέρεις να γράφεις, γιατί δεν γράφεις;». Όποιος γνωρίζει γραφή και ανάγνωση μπορεί να γράψει, αρκεί πραγματικά να το θέλει και να αποφασίσει, γιατί θέμα απόφασης είναι, ότι αυτό που έχει να πει αφορά και σε κάποιους άλλους, στο εν δυνάμει κοινό του.
— Θα έχουν συνέχεια τα σεμινάρια;
Μετά την ολοκλήρωση του πρώτου κύκλου, έχω σχεδιάσει έναν δεύτερο, ο οποίος επικεντρώνεται σε πολύ πιο συγκεκριμένη θεματολογία και στην ανάλυσή της. Και στη συνέχεια έναν κύκλο που θα περιλαμβάνει και τη φωτογραφία, ως αναπόσπαστο κομμάτι αυτού που λέγεται γραφή της γεύσης και food blogging. Στο σεμινάριο της φωτογραφίας, αφού έχεις βρει την ταυτότητά σου και ξέρεις τι και πώς θα το γράψεις, εξειδικευμένος φωτογράφος θα σου διδάξει και πώς θα το κάνεις εικόνα. Μια εικόνα όμως που θα ολοκληρώνει την άποψή σου, όχι ξεκάρφωτη και αποκομμένη από το κείμενο. Δεν μπορεί να ετοιμάζεις φαγητό για οικογενειακά γεύματα και να φωτογραφίζεις νεκρές φύσεις σε κιαροσκούρο, κάτι δεν ταιριάζει.
— Μίλησες όμως για ορολογία. Πόσο εύκολο είναι να γίνει αποδεκτή και κατανοητή τόσο από αυτούς που θα τη «γράφουν» όσο και από εκείνους που θα τη διαβάζουν;
Διά της πρακτικής μεθόδου. Ας υποθέσουμε ότι σου σερβίρουν κάτι απλό. Μια ντομάτα ας πούμε. Πιστεύεις ότι είναι εύκολο να την περιγράψεις; Θες να κάνουμε ένα παιχνίδι; Έχει κανονικό σχήμα; Είναι μεγαλόκαρπη ή μικρόκαρπη; Το χρώμα της; Είναι στιλπνή; Είναι ώριμη ή άγουρη; Τι αρώματα έχει πριν την κόψεις; Και έπειτα, πώς είναι η σάρκα της; Ζουμερή, στεγνή, ξυλώδης; Έχει σπόρια και υγρά ή όχι; Όταν τη φέρεις στη μύτη τι σου θυμίζει; Όταν τη βάλεις στο στόμα, είναι ξινή, γλυκιά, θερμή, γήινη, χυμώδης, φρουτώδης, τι είναι;
Αυτό εννοώ όταν μιλάω για ορολογία. Με τον ίδιο τρόπο από τα πιο απλά, τις πρώτες ύλες και στη συνέχεια στα προϊόντα και μετά στα πιάτα, φτιάχνουμε ένα λεξιλόγιο και ένα συντακτικό.
— Που σημαίνει ότι υπάρχουν διαφορετικές δοκιμές με διαφορετικές κατηγορίες γεύσεων;
Στον κύκλο των σεμιναρίων της γραφής όλα αυτά θα είναι συγκεκριμένα. Επειδή όμως το γνωστικό πεδίο της γεύσης είναι τεράστιο και κανείς μας δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι το κατέχει εξ ολοκλήρου, σκεπτόμαστε να πραγματοποιήσουμε αυτόνομα, μεμονωμένα σεμινάρια για διαφορετικά προϊόντα, με διαφορετικούς εισηγητές. Για τα τυριά και τα αλλαντικά, για μπαχαρικά, για μυρωδικά και βότανα, για κρασί και πάει λέγοντας. Αυτά τα σεμινάρια θα δρουν αυτόνομα και συμπληρωματικά, εφόσον κάποιος θέλει να αποκτήσει γνώσεις για επιμέρους θέματα.
Περισσότερες πληροφορίες για τα σεμινάρια εδώ