Είμαι στον αγαπημένο μου θερινό κινηματογράφο και η ταινία έχει μόλις αρχίσει. Η βραδιά είναι γλυκιά, ο κόσμος αρκετός, κι έτσι αναγκαστικά έχω βρει θέση στις μπροστινές σειρές. Ως συνήθως, υπάρχει μια αναστάτωση, ένα «τιτίβισμα» από φωνές και θορύβους, μέχρι όλοι να εννοήσουν πως «τώρα κάνουμε ησυχία».
Στρέφω το κεφάλι να εντοπίσω, από περιέργεια, ποιοι είναι αυτοί που δυσκολεύονται να συμμορφωθούν στην κοινωνική σύμβαση. Και τότε, καθώς τους βλέπω, όλους μαζί και έναν έναν, το παρατηρώ: άνθρωποι κάθε ηλικίας και στυλ κοιτάζουν προς την οθόνη, αδημονούν, κρατώντας ένα μικρό σνακ ή ποτό. Πατατάκια, νάτσος, ξηρούς καρπούς, μπίρες, ελαφρά αλκοολούχα, ποπ κορν. Οι συνθεατές μου μασούν, πίνουν, καταπίνουν. Αλλά κανείς, ΚΑΝΕΙΣ σε αυτό το αντιπροσωπευτικότατο αθηναϊκό δείγμα, δεν τρώει παγωτό.
Αλλά γιατί να μου κάνει εντύπωση κάτι απολύτως φυσικό; Το να τρως παγωτό δεν είναι μια δραστηριότητα παράπλευρη και συμπληρωματική οποιασδήποτε άλλης. Το παγωτό απαιτεί συγκέντρωση. Θέλει να δίνεσαι στη στιγμή – στη μοναδική, σφαιρική και πλήρη στιγμή μιας μπάλας παρφέ σοκολάτα. Στην τελετουργία της γλώσσας, που καμιά γλώσσα δεν είναι εύκολο να περιγράψει.
Το να τρως παγωτό δεν είναι μια δραστηριότητα παράπλευρη και συμπληρωματική οποιασδήποτε άλλης. Το παγωτό απαιτεί συγκέντρωση. Θέλει να δίνεσαι στη στιγμή – στη μοναδική, σφαιρική και πλήρη στιγμή μιας μπάλας παρφέ σοκολάτα. Στην τελετουργία της γλώσσας, που καμιά γλώσσα δεν είναι εύκολο να περιγράψει.
Κι όσο το να τρως παγωτό είναι μια «κατάσταση» –απλή, απολαυστική, ανακουφιστική– σαν την αναπνοή, άλλο τόσο θα ήταν λάθος να ισχυριστούμε ότι δεν είναι σοβαρή και συνειδητή (τόσο που να κρατάμε σχολαστικά το πιστωτικό στον «λογαριασμό παγωτών» των παιδικών μας χρόνων).
Αλλιώς, τι νόημα θα είχε ο τόσο παραγωγικός προβληματισμός και όλες οι απίθανες επιχειρηματολογίες μας πάνω από τα ψυγεία-προθήκες με τις δεκάδες γεύσεις; Πώς θα γινόταν να εξηγήσουμε τις ουρές μπροστά από τα πιο φημισμένα και hype παγωτατζίδικα της πόλης; Πώς θα ερμηνεύαμε εκείνη την τελετουργική ορθοστασία στη μέση της νύχτας μπροστά στον πάγκο της κουζίνας, μ’ ένα κουτάλι που ρυθμικά και εμμονικά βυθίζεται και αναδύεται από τη θερμομονωτική συσκευασία, για να φέρει στο στόμα λίγο σορμπέ φράουλα, με τα τραγανά αγκαθάκια να παίζουν στη γλώσσα και να μας χαρίζουν την απόλυτη αυτοσυγκέντρωση, όσο προβάρουμε στο μυαλό τους αυριανούς διαλόγους στη δουλειά ή το γκομενικό μήνυμα που θα στείλουμε σε λίγο (ενώ βασικά «δεν πρέπει»);
Φανταστείτε τώρα σε όλη αυτή τη διαδικασία να προστεθεί και η παράμετρος «κουτάλι», με τον τρόπο που προτείνει η εικαστικός Θάλεια-Μαρία Γεωργούλη (η οποία αυτή την εποχή εκθέτει στο πωλητήριο Πινακοθήκης Γκίκα του Μουσείου Μπενάκη τα κουτάλια που δημιουργεί με ασήμι και βότσαλα), σε συνέντευξη στη LiFO: «Με ένα κουτάλι σφυρηλατημένο με συγκεκριμένο τρόπο ένα απλό παγωτό γίνεται κάτι παραπάνω, διεγείρει τις αισθήσεις, κι αυτό με μάγεψε».
Ναι, λοιπόν, είναι πολύ σοβαρή υπόθεση το παγωτό. Και είναι «slow», ακόμα και όταν διαρκεί λίγο. Άλλωστε, «το σώμα δεν μπορεί να πει ψέματα, το μυαλό όμως είναι μια άλλη χώρα»* και φαίνεται πως αυτά τα δυο συνεργάζονται στενά και με προθυμία στην περίπτωση του παγωτού.
Αποτελεί επίσης μια υπόθεση «κοινωνική» στον πυρήνα της. Το δείχνει, χωρίς καθόλου λόγια, μια –χαριτωμένη στην υπερβολή της– σεκάνς από το σύμπαν του Ζακ Τατί και του alter ego του στις «Διακοπές του κυρίου Ιλό»: ένας πεντάχρονος αγοράζει δυο χωνάκια απ’ τον πλανόδιο παγωτατζή και ανεβαίνοντας μια μεγάλη σκάλα, τα φέρνει με κόπο, προσήλωση και προσοχή, στην αίθουσα του ξενοδοχείου. Εκεί, προσφέρει το ένα στον φίλο του και καθισμένοι δίπλα δίπλα, χαίρονται τα παγωτά τους, αφήνοντας σε ανέμελη ταλάντωση τέσσερα ποδαράκια.
Το ίδιο ισχύει και τώρα, δεκαετίες μετά: θέλουν ωραία κηφισιώτικα φερ φορζέ και διάλογο οι μπάλες βανίλια - φιστίκι στο ανοξείδωτο μπολ με το μπισκοτάκι «langue de chat» στην κορυφή. Θέλουν κάθισμα στο αυτοσχέδιο παγκάκι και σέξι σταυροπόδι οι εξωτικές γεύσεις της δικής μας Μεσογείου, καθώς προσγειώνονται στο ιστορικό κέντρο της πόλης. Χρειάζεται ανταλλαγή απόψεων ή και κουταλιάς με τον διπλανό μας. Για να συγκλίνουν οι απόψεις, να «γράψει» ο πλουραλισμός και η δημιουργικότητα και να αναδειχθεί ο νικητής της ημέρας (εκείνος δηλαδή που παράγγειλε τον καλύτερο συνδυασμό χρωμάτων, αρωμάτων και υφής, διαβλέποντας ταυτόχρονα ποιες γεύσεις ήταν οι πιο φρέσκες και ταιριαστές στην ώρα).
Για όλα αυτά, το παγωτό είναι εξ ορισμού Καλό. Υπεράνω υποψίας. Ακόμα και στις κακές στιγμές του, όταν προδίδει τη μέτρια ποιότητα των υλικών ή την ανεπάρκεια των παρασκευαστών του, δεν παύει να φέρει το τεκμήριο της αθωότητας. Παραμένει συνδεδεμένο με την ειλικρίνεια, την επιλογή, τη χαρά. Δεν αποτελεί τροφή. Είναι απόλαυση.
Κι έτσι είναι λογικό που ο Ίαν Μακ Γιούαν, όταν σε κάποιες σελίδες του περιγράφει με ευφυές και σατανικό χιούμορ το brain-storming δυο επίδοξων δολοφόνων, που έχουν αποφασίσει να δηλητηριάσουν το υποψήφιο θύμα τους με αντιψυκτικό υγρό (!), βάζει τον έναν να λέει:
«Και η φρουτοσαλάτα παίζει. (...) Μια και το παγωτό είναι εκτός συζήτησης».
Ενώ αμέσως μετά μας μεταφέρει το σχόλιο ενός τρίτου, που παρακολουθεί τον διάλογό τους:
«Κοινός νους. Σοφή σκέψη. Ποιος θα σκεφτόταν να φτιάξει παγωτό με αντιψυκτικό;»*
*Ίαν Μακ Γιούαν, Καρυδότσουφλο, Μτφ. Κατερίνα Σχινά, Πατάκης, 2016