Η ιστορία της πλατείας
Το όνομά της προέκυψε από το πρώτο λιθόχτιστο χειμερινό θέατρο της Αθήνας που βρισκόταν εκεί, το θέατρο Μπούκουρα, που χτίστηκε μεταξύ 1838 και 1839 και παρέμενε για πολλά χρόνια το μοναδικό του είδους του στην πόλη, αφού ο Ιωσήφ Καμιλιέρι είχε καταφέρει να συμφωνήσει με το ελληνικό δημόσιο πως δεν θα ανεγειρόταν άλλο θέατρο στην πόλη για τα επόμενα πέντε χρόνια. Εκεί ανέβαιναν κυρίως ιταλικά μελοδράματα, έως το 1899 που κατεδαφίστηκε.
Το θέατρο Μπούκουρα έχει ενδιαφέρουσα ιστορία, αφού ο Ιταλός θεατρώνης δεν κατάφερε να το ολοκληρώσει, παρά το οικόπεδο που του παραχωρήθηκε και το δάνειο που του χορηγήθηκε, έτσι πέρασε στα χέρια του συμπατριώτη του Β. Σανσόνι, ο οποίος, για να ολοκληρώσει την ανοικοδόμησή του, προπώλησε τα θεωρεία κι έτσι το θέατρο άνοιξε έχοντας πολλούς ιδιοκτήτες. Εσωτερικά είχε ωοειδές σχήμα, στην πραγματικότητα ήταν περισσότερο ξύλινο παρά λίθινο, φωτιζόταν με κεριά και είχε VIP είσοδο για τους βασιλείς.
Σύμφωνα με την τελευταία σχετική ανακοίνωση του δήμου Αθηναίων για την ανάπλασή της, «γύρω από τη Διπλάρειο Σχολή που δεσπόζει στην πλατεία οι αρχιτεκτονικοί χειρισμοί θα έχουν ως βάση τις πεζοδρομήσεις των οδών Θεάτρου και Διπλάρη».
Όπως αναφέρεται στο βιβλίο Αθήνα - Ιχνηλατώντας την πόλη με οδηγό την ιστορία και τη λογοτεχνία του Θανάση Γιοχάλα και της Τόνιας Καφετζάκη (εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας), το θέατρο εγκαινιάστηκε με επισημότητα τον Ιανουάριο του 1840 με το έργο Λουτσία ντι Λαμερμούρ του Ντονιτσέτι που ανέβασε ιταλικός θίασος. «Η πρωταγωνίστρια Ρίτα Μπάσσο καταγοήτευσε τους Αθηναίους, προκαλώντας πλήθος ξεκαρδιστικών ερωτικών εκδηλώσεων, καβγάδες επωνύμων αντεραστών αλλά και την οικονομική χρεοκοπία θαυμαστών της.
Έτσι προκάλεσε τον ανταγωνισμό του τότε Δημάρχου Αθηναίων Δ. Καλλιφρονά με τον Άγγλο πρεσβευτή Εδμόνδο Λάιονς. Ο πρέσβης, δίνοντας δεξίωση στην αγγλική πρεσβεία προς τιμήν της Μπάσσο, εξαίρεσε επιδεικτικά τον δήμαρχο. Ο δήμαρχος απάντησε στην προσβολή, απαγορεύοντας στον φανοκόρο να ανάψει το μοναδικό φανάρι του δρόμου της πρεσβείας και δίνοντας στον νεροκράτη την εντολή να διακόψει την παροχή νερού στην πρεσβεία. Διαμαρτυρόμενος ο Άγγλος πρέσβης, μέσω του γραμματέως του, έλαβε την απάντηση: “Περίεργο, ο εξοχότατος γνωρίζει ότι υπάρχει δήμαρχος στην Αθήνα;”».
Και είναι αρκετά ακόμα τα ευτράπελα που έχουν καταγραφεί γύρω από το θέατρο στο οποίο έπαιξε και η πρώτη Ελληνίδα ηθοποιός, η Αικατερίνη Παναγιώτου, με τους ντελάληδες να διαλαλούν την εμφάνιση της λέγοντας «τρέξατε… τρέξατε… απόψε στο θέατρο τη γυναίκα θα υποδυθεί αληθινή γυναίκα». Μετά τη χρεοκοπία του Σανσόνι το θέατρο πέρασε με πλειστηριασμό στα χέρια του Σπετσιώτη και αγωνιστή του 1821 Ιωάννη Μπούκουρα, με το όνομα του οποίου έμεινε και στην ιστορία της πόλης.
Προσπάθειες ανάπλασης
Στην ιστορία που γράφεται τώρα στην πόλη, η πλατεία Θεάτρου μοιάζει ξεχασμένη από κάποιους Αθηναίους που θεωρούν, όσους την επισκέπτονται, τολμηρούς. Και αν κανείς ανοίξει το πρώτο αποτέλεσμα στην αναζήτηση του Google, αυτό της Wikipedia, θα διαβάσει ότι «η πλατεία σήμερα συγκαταλέγεται στις πλέον υποβαθμισμένες της Αθήνας και είναι στέκι τοξικομανών».
Το θέμα είναι ότι πρόκειται για μια πλατεία που βρίσκεται μια ανάσα μακριά από το δημαρχείο της πόλης, πέρα από το παρελθόν της, λοιπόν, η τοποθεσία της καθιστά ακόμα πιο παράλογη την επί σειρά ετών εγκατάλειψη και την απαξίωσή της. Σύμφωνα με την τελευταία σχετική ανακοίνωση του δήμου Αθηναίων για την ανάπλασή της, «γύρω από τη Διπλάρειο Σχολή που δεσπόζει στην πλατεία οι αρχιτεκτονικοί χειρισμοί θα έχουν ως βάση τις πεζοδρομήσεις των οδών Θεάτρου και Διπλάρη.
Με το έργο αυτό επιτυγχάνεται η αισθητική και περιβαλλοντική αναβάθμιση του χώρου, η ανάδειξη των πολιτιστικών στοιχείων της περιοχής, η απόδοση και προσβασιμότητα του δημόσιου χώρου στους πεζούς, η δημιουργία εκείνων των λειτουργικών συνθηκών που θα ευνοήσουν την ενδυνάμωση της χρήσης κατοικίας στην περιοχή καθώς και της αίσθησης ασφάλειας των κατοίκων και των περαστικών σε όλη τη διάρκεια του 24ώρου. Ουσιαστικά, η ανανεωμένη πλατεία Θεάτρου θα μπορεί να λειτουργεί ως ένας εσωτερικός κήπος στο πυκνοκατοικημένο κέντρο της Αθήνας». Ο προϋπολογισμός του έργου, που χρηματοδοτείται από ευρωπαϊκούς πόρους, ανέρχεται σε 1.900.000.00 ευρώ. Μένει να δούμε πώς θα εξελιχθεί.
Όπως και πολλά σημεία του κέντρου της Αθήνας, η πλατεία Θεάτρου έχει στ’ αλήθεια ανάγκη από καθαριότητα, χρειάζεται κυριολεκτικά σκούπα και όχι επιχειρήσεις που έχουν βαφτιστεί έτσι. Μαζί με τα παλιά της μαγαζιά, που έχουν καταφέρει να μείνουν όρθια από τους πολέμους, να φτάσουν μέχρι την περίοδο της οικονομικής κρίσης και να την ξεπεράσουν θα πρέπει να διατηρηθούν και όλες αυτές οι προσπάθειες των μεταναστών που ρίζωσαν και έδωσαν χρώμα στην περιοχή, τα μπακάλικα και τα μαγαζιά που έχουν να δείξουν κάτι διαφορετικό στην πόλη, προσφέροντας αυθεντικές συνταγές του τόπου τους, πολλές από τις οποίες είναι εθιστικά νόστιμες.
Το θρυλικό Δίπορτο
Εκεί όπου τελειώνει η λαχαναγορά της Βαρβακείου, επιβιώνει ένα από τα πιο παλιά μαγειρεία της πόλης. Το Δίπορτο (Σωκράτους 9 & Θεάτρου) λειτουργεί στο υπόγειο ενός νεοκλασικού απ’ όταν χτίστηκε το κτίριο το 1887. Ταμπέλα δεν έχει, αλλά είναι πολύ εύκολο να το εντοπίσει κανείς –το έχουν γράψει τόσοι ξένοι οδηγοί, από τους πιο εναλλακτικούς μέχρι εκείνους που έχουν τα πιο βασικά πράγματα για να δει κανείς στην Αθήνα–, έτσι που σίγουρα θα δείτε κόσμο να σκύβει στις σκάλες του τα μεσημέρια να δει μήπως άδειασε κανένα από τα λιγοστά τραπέζια του. Αν τη μέρα που το επισκεφθείτε φοράτε σανδάλια, να κατεβείτε τα σκαλιά του προσεκτικά, με πλαγιαστά βήματα.
Για τους επισκέπτες της πόλης αλλά και για πολλούς ντόπιους, το μαγαζί είναι πλέον θρύλος, ενώ υπάρχει και ένας αστικός μύθος γύρω από αυτό, σύμφωνα με τον οποίο, η «υπόγεια ταβέρνα» στην οποία αναφέρεται ο Βάρναλης στο ποίημα «Οι Μοιραίοι» είναι αυτή, με τα βαρέλια που είναι γεμάτα ρετσίνα και δεν λειτουργούν απλώς διακοσμητικά, με τον μαρμάρινο νεροχύτη σήμα-κατατεθέν, με το vintage ψυγείο Ιζόλα και τη λαδόκολλα που στρώνει αντί τραπεζομάντιλου.
Τελευταίος κουμανταδόρος στο Δίπορτο, που πήρε το όνομά του από τις δύο εισόδους του, είναι ο Δημήτρης Κολολιός ή κυρ-Μήτσος, όπως τον ξέρουν όλοι, που έχει μεγαλώσει εκεί μέσα, αφού σερβίρει στο μαγαζί απ’ όταν ήταν έφηβος. Το έχει αφήσει όπως το παρέλαβε από τον προηγούμενο ιδιοκτήτη του το 1991, ίδιο και απαράλλαχτο.
Ούτε το φαγητό του πείραξε ποτέ. Εκτός από ταμπέλα δεν έχει ούτε μενού, έχει πάντα μετρημένα πιάτα, έξι-εφτά την ημέρα, μεταξύ αυτών είναι το γιουβέτσι, η έντονα πιπεράτη ρεβιθάδα, τα κολοκυθάκια με πατάτες γιαχνί και το ψητό ψαράκι από την αγορά. Επειδή δεν σερβίρει τυριά και αλλαντικά, μας επιτρέπει να φέρνουμε τα δικά μας.
Το μαγαζί που πρέπει να έχει γραφτεί σε ταξιδιωτικούς οδηγούς και κείμενα με tips για την Αθήνα τόσες φορές όσες και η Ακρόπολη είναι σήμερα ένα χωνευτήρι που χορταίνει από τους επαγγελματίες της αγοράς και τους υπομονετικούς τουρίστες μέχρι τη hip ιντελιγκέντσια της πόλης που διατείνεται ότι αναζητά την αυθεντικότητα στα πράγματα και σίγουρα τη βρίσκει εκεί.
Μεζέδες και έθνικ γεύσεις
Στο απέναντι πεζοδρόμιο ο Χρήστος Βαρέσης έχει ξεκουραστεί μόνο μία μέρα φέτος από Γενάρη και μετά, όταν έκλεισε το μαγαζί την Κυριακή του Πάσχα. Όλες τις υπόλοιπες τις έχει περάσει σε ένα διαρκώς γεμάτο μαγαζί. Έστησε το «Της Θεάτρου το στέκι» (Θεάτρου 7) το 1999 μαζί με τον αδελφό του, στα είκοσι τέσσερά του χρόνια, το ξεκίνησαν ως αναψυκτήριο με καφέ και σάντουιτς για «πακέτο», όταν η πλατεία Θεάτρου είχε ακόμα δημόσιες υπηρεσίες και τράπεζες, δηλαδή υπαλλήλους που μπορούσαν να εξυπηρετήσουν.
Όταν αυτοί οι εργαζόμενοι έφυγαν από κει βρήκαν άλλον τρόπο για να εξελίξουν το μαγαζί τους και να φέρουν κόσμο. Άρχισαν να φτιάχνουν στη μικρή τους κουζίνα μεζέδες και μικρές ποικιλίες για τους εργαζόμενους της Αγοράς και για όσους έρχονταν σε αυτή για τα ψώνια τους και ήθελαν να κάνουν μια στάση για ουζάκι.
Θα δείτε παρέες να μοιράζονται τηγανητό καλαμαράκι και σαρδέλες ακόμα και δύο ώρες πριν φτάσει τυπικά το μεσημέρι, γκρουπ τουριστών να ζητάνε κολοκυθοκεφτέδες που σερβίρονται με τζατζίκι, ενώ όσοι ξέρουν παίρνουν πάντα μία κεφτέδες – ένας καλοφαγάς και κοσμογυρισμένος φίλος μου τους έχει ανάγει στους «καλύτερους του γαλαξία», είναι πράγματι πολύ καλοί. Οι τιμές του είναι κάτι παραπάνω από τίμιες, ενώ μπορείτε να διαλέξετε και με το μάτι, αφού πολλά απ’ όσα ετοιμάζονται καθημερινά στο καφενείο βγαίνουν σε βιτρίνα. Να πάρετε και γίγαντες και ρεβίθια για τη μέση.
Dosa λέγεται το δημοφιλές πρωινό και street food από τη νότια Ινδία που έχει για βάση του κριτσανιστές κρέπες από ζυμωμένο ρύζι και φακές. Δίπλα στο «Της Θεάτρου το στέκι», λοιπόν, θα βρείτε ένα μικροσκοπικό ινδικό εστιατόριο, το Dosa House (Θεάτρου 3), που σερβίρει αυτές τις κρέπες με αλμυρές γεμίσεις αλλά και πιάτα με χρώματα και αρώματα που πια γνωρίζουν καλά οι Αθηναίοι, π.χ. samosas λαχανικών, κοτόπουλο tikka masala μαριναρισμένο και μαγειρεμένο σε μείγμα από μπαχαρικά, πικάντικα κρεμμύδια και κόκκινη σάλτσα ντομάτας, πιάτα που βγαίνουν από τον παραδοσιακό φούρνο tandoor, πληθωρικές συνταγές με αρνί και κρεμώδεις σάλτσες, προβατίνα με σπανάκι και σος κάρι.
Αν είστε περαστικοί από την πλατεία και δεν έχετε χρόνο για πολλά, μπορείτε να προμηθευτείτε από κει ένα χορταστικό ινδικό «σουβλάκι» στο χέρι με κομμάτια κοτόπουλο, αρνίσιο κεμπάπ ή φαλάφελ σε πίτα naan.
Bέβαια, αυτό που στην Αθήνα ονομάζουμε καταχρηστικά ινδική κουζίνα είναι το φαγητό μιας συγκεκριμένης περιοχής. Από την έβδομη σε έκταση μεγαλύτερη χώρα του κόσμου έχουμε δοκιμάσει κυρίως τη γευστική παράδοση της περιοχής του Παντζάμπ, της εύφορης κοιλάδας που όταν μοιράστηκε το 1947 μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν προκλήθηκε ένα μεγάλο κύμα μετανάστευσης, τόσο εσωτερικά όσο και προς το εξωτερικό, που κατευθύνθηκε αρχικά στο Ηνωμένο Βασίλειο, έπειτα σε βρετανικές αποικίες, όπως ο Καναδάς και το Χονγκ Κονγκ, και μετά σε όλο τον κόσμο.
Συνεπώς, μη σας κάνει εντύπωση αν κάποιες λέξεις στον κατάλογο του πακιστανικού εστιατορίου Pak Taka Tak (πλατεία Θεάτρου 24) σας φανούν ίδιες με αυτές που βρίσκεται σε καταλόγους ινδικών.
Αν πρέπει να δοκιμάσετε μία μόνο από τις έθνικ προτάσεις της πλατείας, κατευθυνθείτε εκεί. Και αν έχετε άγνωστες λέξεις και ψάχνετε τι μπορεί να είναι το karahi gosht, ένα πλούσιο κάρι που φτιάχνεται με αρνί σιγομαγειρεμένο σε παχύρρευστη σάλτσα, μπορείτε να επιλέξετε με το μάτι από τα πιάτα που βγαίνουν στη βιτρίνα του ή, ακόμα καλύτερα, ρίχνοντας μια ματιά σε όσα έχουν παραγγείλει τα γύρω τραπέζια.
Μαζί με τα πιάτα που μαγειρεύονται και σερβίρονται στο μαντεμένιο σκεύος karahi θα σας φέρουν και πίτες naan και δροσιστική σάλτσα ραΐτα για να ισορροπήσετε το πικάντικο και το καυτερό στοιχείο. Το φαγητό του είναι πεντανόστιμο και ο λογαριασμός που θα σας έρθει θα σας εκπλήξει ευχάριστα.
Η αιωνόβια Κληματαριά
Άλλο ένα κλασικό στέκι της πλατείας Θεάτρου, που είναι σχεδόν αιωνόβιο, το είδα πολύ πρόσφατα να γίνεται μία από τις στάσεις ενός τριήμερου μπάτσελορ, ενώ έχει φιλοξενήσει και το τραπέζι ενός νεόνυμφου ζευγαριού. Στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα ήταν το καφενείο που εξυπηρετούσε τις τελετές του Ιερού Ναού Αγ. Ιωάννη μέχρι που το 1927 πήρε το όνομα που έχει μέχρι σήμερα και μετατράπηκε σε οινομαγειρείο.
Όπως συνέβαινε και στο Δίπορτο που λειτουργεί μέχρι σήμερα, έτσι και στην Κληματαριά (Θεάτρου 2) οι άνθρωποι της Αγοράς, οι έμποροι, οι τσαγκάρηδες, οι τεχνίτες του Ψυρρή που ασχολούνταν με το δέρμα χόρταιναν με φασολάδα και ρέγγα, και έπιναν κρασί που έβγαινε από τα δρύινα βαρέλια τα οποία αποτελούν ακόμα κομμάτι του χώρου.
Τη δεκαετία του ’60 επιχειρήθηκε η πρώτη αλλαγή ονόματος του καταστήματος, μετονομάστηκε σε «Νέο Κοσμικό» και αργότερα σε «Νέα αγορά», αλλά κανένα από τα δύο δεν έπιασε. Στο αρχείο της Κληματαριάς υπήρχε έγγραφο σύμφωνα με το οποίο ο πρώτος της ιδιοκτήτης, ο Γεροδήμος, είχε δεχθεί μηνύσεις από τη Χωροφυλακή γιατί είχε μετατρέψει το μαγαζί σε «διασκεδαστήριο», από το οποίο είχαν περάσει κορυφαίες φιγούρες του ρεμπέτικου, όπως ο Μάρκος Βαμβακάρης και ο Γιάννης Παπαϊωάννου.
Το αρχείο αυτό κάηκε στην πυρκαγιά του 2005, αλλά το μαγαζί πρόλαβε να το πάρει στα χέρια του ο σημερινός ιδιοκτήτης της ταβέρνας Περικλής Σπυρίδων, που αναβίωσε το μουσικό της πάλκο, όντας και ο ίδιος μουσικός. Την ξαναέχτισε από την αρχή μετά την καταστροφή με τη βοήθεια του ζωγράφου και αγιογράφου Τάσου Ρήγα που επιμελήθηκε τα χρώματα, ζωντάνεψε την πέτρα και τους πεσμένους σοβάδες του κτιρίου με σεβασμό στο παρελθόν και την αρχική αισθητική του.
Η Κληματαριά είναι μια ταβέρνα για να χορτάσετε με κλασικά ελληνικά πιάτα, να ακούσετε ζωντανή μουσική, να νιώσετε λες και βρίσκεστε σε μια ξεχασμένη από τον χρόνο σκεπαστή αυλή. Να δοκιμάσετε το φημισμένο της κότσι που θα δείτε να σερβίρουν στα πιάτα από τις γάστρες που έχουν τοποθετηθεί στην είσοδο.
Νέες αφίξεις
Όσο για τις πιο πρόσφατες αφίξεις, στην πλατεία Θεάτρου στήθηκε ένα μαγαζί ιδανικό για όσους και μόνο στο άκουσμα της λέξης «ταράτσα» σκέφτονται αυτομάτως «τουριστική». Η ταράτσα του Selina Athens (Θεάτρου 8) θα μας δίνει από φέτος το καλοκαίρι πολλές αφορμές για να ανέβουμε σε αυτήν, εκτός από την απαράμιλλη θέα της. Έχει ένα από τα πιο προνομιακά κάδρα στην Ακρόπολη, το σκηνικό από κει πάνω είναι 360 μοιρών, άκρως urban –αυτό είναι το πιο ωραίο κομμάτι του–, ενώ το μάτι φτάνει μέχρι θάλασσα.
Από εναλλακτικά μπάρμπεκιου και βραδιές αφιερωμένες στα φυσικά κρασιά μέχρι προβολές ταινιών που θα επηρεάζουν όσα σερβίρονται στο μπαρ και DJ sets για να χορέψουμε και όχι μόνο να γκρουβάρουμε, στοιχηματίζω ότι στο Rooftop θα βγαίνουν από δω και πέρα όλο και περισσότερο οι Αθηναίοι, οι οποίοι θα μπλέκονται στον χώρο μαζί με αυτούς που δουλεύουν remotely στην πόλη ή την έχουν επιλέξει ως στάση των διακοπών τους.
Σε ένα βίντεο του ΥouTube από το 2019, που περιλάμβανε μια στάση για φαγητό στην πλατεία Θεάτρου, η ξεναγός μάς συμβουλεύει να βρεθούμε εκεί με το φως της μέρας, όχι πολύ αργά το βράδυ. Από αφηγήσεις ξέρω ότι η περιοχή είχε έντονη βραδινή κίνηση από τα μέσα του ’90 μέχρι το 2009, όταν λειτουργούσε εκεί ένα από τα πρώτα bar restaurant με ταϊλανδέζικη κουζίνα, φιλοξενώντας ένα χαρμάνι ανθρώπων, τους καλλιτέχνες και τα παιδιά του κέντρου, τους στυλάτους και τους χύμα, όσους αγαπούσαν τους τζαζ ήχους που έβγαιναν από το πατάρι του.
Πλέον, στον χώρο του θρυλικού Guru Bar έχει στηθεί ένας queer πολυχώρος, το PTX (πλατεία Θεάτρου 10), που, χωρισμένος σε τέσσερα επίπεδα, μας έχει συστηθεί προς το παρόν ως κλαμπ, προσκαλώντας μουσικούς και παραγωγούς από το εξωτερικό και το εσωτερικό, αλλά και ως γκαλερί. Από Σεπτέμβρη θα ανακοινώσει και την πρωινή του λειτουργία, στην οποία θα περιλαμβάνεται και ένα καφέ, με στόχο να αποτελέσει co-working μέρος συνάντησης.
Με την αισθητική του να εμπνέεται από χώρους όπως το βερολινέζικο OHM, το All Club στη Σανγκάη και το Café Oto στο Λονδίνο, μέσα σε λίγους μήνες το PTX κατάφερε να γίνει hot spot, ένα από αυτά τα μέρη που αν πας πριν από τις δύο το βράδυ, «σκουπίζεις». Και κάπως έτσι η πλατεία Θεάτρου έγινε ξανά late night προορισμός.
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.