«Ήταν εκεί μέσα φοιτητές που τόχαν αποφασίσει από χρόνια να μην πάρουν χαρτί και που ζούσαν από δω κι από κει [...] ποιητές που αχνογράφανε τους πρώτους τους στίχους και κυνηγούσαν τη ρίμα μέσα στα σύννεφα καπνού· ζωγράφοι που κάποτε θα γίνονταν πολύ μεγάλοι, καθώς το πίστευαν χωρίς δισταγμό και θεατρίνοι που θα παίζανε “μόνο Σαίξπηρ” [...] κοσμοδιορθωτές που λαχταρούσαν έναν κόσμο καλύτερο κι όλο κουβέντιαζαν με χαμηλωμένη φωνή, ρίχνοντας ανήσυχες ματιές προς το πεζοδρόμιο, στους περαστικούς· και τεμπέληδες που είχαν κάμει μορφή τέχνης την τεμπελιά τους. Μερικοί νέοι πάσκιζαν να βρούνε τον τρόπο να βγάλουν ένα περιοδικό· τους λείπανε τα λεφτά, όχι τα γραψίματα ‒ ένα περιοδικό που θα αναστάτωνε τον κόσμο, που θ’ άφηνε εποχή».
Στο Αστροφεγγιά, Η ιστορία μιας εφηβείας, ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος γράφει για τα ανήσυχα νιάτα που έκαναν σχέδια πίνοντας καφέ στο φιλολογικό καφενείο «Μαύρος Γάτος».
Ήδη από τις αρχές του εικοστού αιώνα, στη συμβολή των οδών Ασκληπιού και Ακαδημίας, δίπλα στο σπίτι του Κωστή Παλαμά, ένας ημιυπόγειος χώρος έλκυε φοιτητές, λογοτέχνες και λόγιους.
Στο Αθήνα: Ιχνηλατώντας την πόλη με οδηγό την ιστορία και τη λογοτεχνία των Θανάση Γιοχάλα και Τόνιας Καφετζάκη αυτή η γωνία περιγράφεται ως ζωτικό σημείο συνάντησης για την ελληνική διανόηση. Προσφιλή αντικείμενα των συζητήσεων ήταν, κατά τους συγγραφείς, το γλωσσικό ζήτημα και το κίνημα του φουτουρισμού. «Το καφενείο έφτασε στη μεγαλύτερη ακμή του την περίοδο 1918-1919 και ταυτίστηκε με τον αθηναϊκό μποεμισμό, ενώ το 1922, αλλάζοντας διεύθυνση, έχασε τη φυσιογνωμία του».
Εκτός από στέκι της τότε αθηναϊκής ιντελιγκέντσιας, ο Μαύρος Γάτος υπήρξε και χώρος πολιτικών ζυμώσεων, μέρος συνάντησης της πολιτικής οργάνωσης «Σοσιαλιστικό Τμήμα Αθηνών», κι αυτό οδήγησε και στο κλείσιμό του, όταν η αστυνομία άρχισε να το επισκέπτεται συστηματικά.
Η Ασκληπιού είναι ο δρόμος των μπαρ, έχει μέρη που μετράνε χρόνια παραμονής εκεί και πιο πρόσφατες αφίξεις που προσέλκυσαν νέες φουρνιές στη βραδινή βάρδια, κόσμο που επιλέγει σταθερά τον δρόμο για την έξοδό του.
Στο σημείο όπου συναντιέται η Ακαδημίας με τον δρόμο της Νεάπολης, που βαφτίστηκε έτσι κατά τις πρώτες δεκαετίες της οικοδόμησης της πόλης για να διακρίνεται από τα παλαιότερα κοντινά κομμάτια της, λειτουργεί σήμερα το Προδόρπιον (Ακαδημίας 52 & Ασκληπιού) ‒ προτιμήστε τα χοιρινά καλαμάκια του σκέτα, αν βρίσκεστε στην περιοχή και θέλετε να τσιμπήσετε κάτι γρήγορο.
Στον ίδιο δρόμο, κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου αλλά και για μερικές δεκαετίες αργότερα, στήνονταν υπαίθρια βιβλιοπωλεία στον περίβολο του Δημοτικού Νοσοκομείου. Εκεί προμηθεύονταν βιβλία όσοι δεν μπορούσαν να διαθέσουν πολλά για να στήσουν τη βιβλιοθήκη τους. Από τo 1988, στην αρχή της Ασκληπιού βρίσκεται η Πολιτεία (Ασκληπιού 1-3, 210 3600235), ένα από τα πιο ενημερωμένα βιβλιοπωλεία της Αθήνας που, χωρισμένο σε κατατοπιστικά τμήματα, κάνει πιο εύκολη την περιήγηση των βιβλιόφιλων στα ράφια του.
Aπό κει και πέρα, η Ασκληπιού γίνεται ο δρόμος των μπαρ, έχει μέρη που μετράνε χρόνια παραμονής εκεί και πιο πρόσφατες αφίξεις που προσέλκυσαν νέες φουρνιές στη βραδινή βάρδια, κόσμο που επιλέγει σταθερά τον δρόμο για την έξοδό του.
Πρώτο συναντάμε τον Ρινόκερω (Ασκληπιού 22, 210 3389877), το μπαρ που είχε το δικό του κοινό χάρη στον indie rock χαρακτήρα που του είχε δώσει ο Βασίλης Δουβίτσας με τους δισκοθέτες που επέλεγε και τις δικές του μουσικές εμμονές. Το μπαρ, που απευθυνόταν σε όσους αρέσκονταν να απολαμβάνουν το ποτό τους καθισμένοι ψηλά, ήταν και το αφτεράδικο του δρόμου. Το όνομά του γύρισε πρόσφατα στη δημοτική, Ρινόκερος, γιατί το μαγαζί άλλαξε χέρια.
«Ενώ στην αρχή σκεφτόμασταν να αλλάξουμε εντελώς το όνομα, τελικά συνειδητοποιήσαμε ότι έχει λόγο ύπαρξης στην περιοχή». Ο Θωμάς Μακρής και ο Νάσος Τριχιάς το λένε αυτό γιατί εκεί που γειτνιάζουν οι δύο εκ διαμέτρου αντίθετες περιοχές του κέντρου, στα «Κολωνάρχεια» για κάποιους, λειτουργεί ο Ιπποπόταμος και η Kobra, ενώ επί της Ασκληπιού συναντάμε τη Φάλαινα. «Είπαμε, λοιπόν, να συνεχίσουμε να συμμετάσχουμε σε αυτό το παιχνίδι».
Έμπειροι barmen θα κρατήσουν τον χαρακτήρα του ορθάδικου που είχε ο χώρος, θα εκμεταλλευτούν το πατάρι για μπαζάρ και εκθέσεις, θα προσφέρουν απλά ποτά και λίγες επιλογές street food, θα κινηθούν σε ροκ, μπλουζ, φανκ και σόουλ ήχους.
«Δεν ανήκαμε στον πυρήνα των στενών πελατών, όμως σύχναζαν εδώ πολλοί φίλοι και γνωστοί μας. Ψάχναμε καιρό πού θα κάνουμε το μαγαζί μας, τη θέλαμε και την κυνηγούσαμε την Ασκληπιού, πιστεύουμε ότι υπάρχει μια νοητή γραμμή που ενώνει το Παγκράτι με τα Εξαρχεια και την Κυψέλη, νιώθουμε ότι αυτή η γραμμή είναι τα όρια όπου κινείται και βγαίνει κάποιος κόσμος της Αθήνας ο οποίος μας αφορά. Σίγουρα είναι μια γοητευτική περιοχή για να ανοίξει κανείς κάτι δικό του».
Ανηφορίζοντας, συναντάμε τους Κόκκους καφέ (Ασκληπιού 39, 210 3641981), ένα ζεστό καφέ που μαζί το πολύχρωμο Τραλαλά (Ασκληπιού 45, 210 3628066) μένουν ανοιχτά μέχρι το βράδυ και λειτουργούν από τις αρχές και τα μέσα των ’00s αντίστοιχα. Αυτά είναι τα παλιά και καλλιτεχνικά στέκια του δρόμου που έχουν τους δικούς τους θαμώνες.
Της ίδιας περιόδου με το Τραλαλά είναι και το Υποβρύχιο (Ασκληπιού 53, 211 4090058), που από κει που λειτουργούσε ως καφενείο με μεζέδες και ρακή, πλέον γεμίζει με κόσμο που κρατάει στο χέρι οικονομικά κοκτέιλ και ποτά, ακολουθώντας τον τρόπο των νέων ενοίκων της Ασκληπιού.
Απαράλλαχτο έχει μείνει το Blue Fox, το οποίο άνοιξε το 2007, κάνοντας πάρτι σε ροκ εν ρολ, σουίνγκ και τζάιβ ρυθμούς, Πέμπτη με Σάββατο, μετά τις εννιά. Θέλοντας να αναβιώσει τις χορευτικές μουσικές από τις δεκαετίες του ’40 και του ’50, πριν από έντεκα χρόνια δημιούργησε την ομάδα Rollin’ Foxes που παραδίδει boogie woogie μαθήματα.
Στα ’80s, σημείο αναφοράς της Ασκληπιού ήταν το Παράφωνο jazz club. Τώρα που αυτό δεν υπάρχει, ένα μπαρ του δρόμου με ρετρό ατμόσφαιρα και αδυναμία στους τζαζ αυτοσχεδιασμούς είναι το Nabokov (Ασκληπιού 41, 211 1110432). Μπορεί να ακούσετε και Αρλέτα, και Μοσχολιού. Τα τετραγωνικά του είναι λίγα, όλη η φάση γίνεται έξω, μπορεί και να μη δώσετε σημασία στη μουσική από τον κόσμο που μαζεύει.
Στον αριθμό 39 έχει δημιουργηθεί ένας χώρος που όταν πρωτοάνοιξε, έχοντας ένα μεγάλο βαρύ τραπέζι στη μέση και δύο πολυθρόνες κοντά στην πόρτα, μια παλιά κάτοικος της γειτονιάς το πέρασε για γραφείο κηδειών, «άνοιξε την πόρτα, έκατσε, είπε πόσο χαίρεται που αυτά τα γραφεία έχουν επιτέλους πιο ευχάριστο κλίμα».
Στην παράλληλη Ιπποκράτους έχει πιάτσα με τέτοια γραφεία, οπότε αυτό που συνέβη στην Ερμίνα Αποστολάκη και την τότε συγκάτοικό της βγάζει ένα νόημα. Έκτοτε τον χώρο τον έχουν περάσει για λογιστικό γραφείο, αρχιτεκτονικό και πολλές φορές για ψιλικατζίδικο λόγω μια επιγραφής που διατηρεί στο εσωτερικό του από την πρότερη χρήση του.
Η Ερμίνα Αποστολάκη είναι σκηνογράφος και ενδυματολόγος. Πέρα από την ενασχόλησή της με το θέατρο, τον κινηματογράφο, τη διαφήμιση και τα περιοδικά, τα τελευταία χρόνια καταπιάνεται με performative installations. Μια μικρής κλίμακας εγκατάσταση που πρωτοπαρουσιάστηκε στο περσινό Queer Archive Festival εκτίθεται αυτήν τη στιγμή στον χώρο της, ένα κλασικό σταντ γεμάτο με καρτ ποστάλ που στη μια τους πλευρά απεικονίζουν σημεία τουριστικού ενδιαφέροντος της Αθήνας, επεξεργασμένα με ένα εικαστικό και γραφιστικό φίλτρο, ενώ στην άλλη διαβάζουμε αποσπάσματα από τον εγχώριο λεσβιακό Τύπο των δεκαετιών ’70-’90.
Το έργο έχει τον τίτλο «cartophilia» και επιχειρεί να φέρει στο προσκήνιο ιστορίες που στην εποχή τους έμειναν εκτός της δημόσιας σφαίρας. Έχοντας κερδίσει ένα από τα ειδικά βραβεία Arte Laguna, αυτές τις μέρες ετοιμάζεται να ταξιδέψει και να φιλοξενηθεί στη Σικελία, για να παρουσιάσει μια περφόρμανς στην πόλη της Φαβάρα.
Δεν επέλεξε τυχαία να εγκατασταθεί στον δρόμο, εκεί ήταν το πρώτο φοιτητικό της σπίτι. Το γεγονός ότι έστησε ένα ασυνήθιστο για σκηνογράφο γραφείο που βρίσκεται σε άμεση επαφή με τον δρόμο έχει να κάνει με τα χρόνια που έζησε στο Βερολίνο, «εκεί όπου είναι σύνηθες να εργάζονται νέοι επαγγελματίες σε ισόγεια και χώρους πρώην καταστημάτων, ακόμα κι αν δεν έχουν βιτρίνα με πράγματα προς πώληση.
Επίσης, πέρα από ένα μέρος για να κάνω τα ραντεβού μου, αυτός ο χώρος είναι ένα εργαλείο προκειμένου να μάθω να νιώθω πιο άνετα όταν είμαι εκτεθειμένη, για να συνηθίσω στο ότι ο κόσμος περνάει, με κοιτάει ‒ μπορεί και να ανοίξει την πόρτα να ζητήσει τσιγάρα».
Τσιγάρα δεν έχει, αλλά εκεί θα βρείτε επιλεγμένα vintage κομμάτια από την Ιταλία, ενώ έχει δημιουργήσει και το merchandise του μικροσκοπικού μπαρ που λειτουργεί μεσοτοιχία και μετά τις έξι και μισή βγάζει τραπέζια στην πρόσοψη του γραφείου της. Ο λόγος, λοιπόν, για τη Φάλαινα (Ασκληπιού 39, 210 3638300) που μετρά μόλις τριάντα πέντε τετραγωνικά μέτρα και «έπιασε» με το που εμφανίστηκε στον δρόμο. Πρόκειται για ένα από τα μαγαζιά που ανανέωσαν και ξαναζωντάνεψαν την Ασκληπιού.
Για το όνομά της συνωμότησαν πολλοί λόγοι, ο ένας είναι ότι υπήρξε ψαράδικο, ο άλλος είναι πως ο Βασίλης Σαλτουρίδης είχε μια διάθεση να αυτοσαρκαστεί με το μέγεθος του εγχειρήματός του. Παράλληλα, όσοι έχετε ντοκτορά στις ατάκες των τηλεοπτικών «Απαράδεκτων», μάλλον θα θυμάστε το επεισόδιο με την γκαλερί που την έλεγαν «Φάλαινα» και τη διακωμώδηση της ιλουστρασιόν και δήθεν διανόησης των ’90s.
Η Φάλαινα των Εξαρχείων έχει βιομηχανική αισθητική, ποπ λεπτομέρειες και νέον ροζ φωτισμό, οι μουσικές που επιλέγουν οι DJs είναι uptempo, ενώ προσφέρονται signature cocktails της λίστας που αλλάζει με την εποχή, δεν είναι χαοτική και δεν έχει πολλές φιοριτούρες. Είναι ένα μαγαζί που τα κάνει όλα απλά και ποιοτικά, που το καλό του vibe ξεκινάει από την περιορισμένη του μπάρα και διαχέεται στο πεζοδρόμιο μπροστά του.
Περπατώντας με κατεύθυνση προς τη λεωφόρο Αλεξάνδρας συναντάμε το showroom ενός από τα πιο ενδιαφέροντα brand που έχουν εμφανιστεί τα τελευταία χρόνια στην Αθήνα. Από την ιδέα και την εύρεση υφασμάτων για κάθε σειρά μέχρι το packaging των παραγγελιών, τα πουκάμισα του It’s a shirt (Ασκληπιού 67) απαιτούν μια χρονοβόρα διαδικασία για να δημιουργηθούν.
Έχοντας slow fashion αρχές και παρουσιάζοντας limited σειρές, η Χριστίνα Χριστοδούλου ράβει τις ιδέες της στη βιοτεχνία της οικογένειάς της και συνεργάζεται με καλλιτέχνες που αντιμετωπίζουν τα ρούχα της ως καμβά. «Μεγάλωσα μέσα σε βιοτεχνία ενδυμάτων κι έτσι από μικρή είχα εικόνες υφασμάτων και μεγάλων ραπτομηχανών. Σπούδασα Ιστορία και Θεωρία Τέχνης και στη συνέχεια Textile Design στη Σουηδία. Έχω εργαστεί σε αρκετές εταιρείες που σχετίζονται με το fashion industry, παρ’ όλα αυτά κατέληξα στο ότι με επίκεντρο το It’s a shirt μπορώ να πραγματοποιώ ιδέες που δεν μπορούσα, ενώ εργαζόμουν για άλλους».
Τα υφάσματα που χρησιμοποιεί είναι είτε deadstock είτε υψηλής ποιότητας ποπλίνα, ελληνικό λινό και βαμβάκι. Κάθε πουκάμισο που παράγει είναι unisex, «με σκοπό να δημιουργηθεί μια κοινή γκαρνταρόμπα, χωρίς περιορισμούς και όρια. Τα υφάσματα που χρησιμοποιούνται δεν ταξιδεύουν για να φτάσουν στα χέρια μου, προσπαθώ να αντλώ ό,τι υλικό μπορώ από την εγχώρια αγορά. Η μόδα από μόνη της δεν είναι βιώσιμη, όμως είναι ένα δημιουργικό παιχνίδι που έχει τεράστια κοινωνική και πολιτισμική επιρροή και το It’s a shirt είναι ένα πρότζεκτ που αυτό το λαμβάνει σοβαρά υπόψη του», εξηγεί η εμπνεύστρια και σχεδιάστριά του.
Στην απέναντι γωνία λειτουργεί ένα από τα πιο πολυσυζητημένα και επιτυχημένα μπαρ του κέντρου που, αν και νέο, μοιάζει σαν να ήταν πάντα εκεί. Με ένα ξύλινο ταβάνι και μια επιβλητική βαριά μπάρα δεκαέξι μέτρων, με τα σκαμπό του βιδωμένα στο παλιό μωσαϊκό και μόνο δύο έργα του Δαυίδ Σαμπεθάι να το διακοσμούν, το Santarosa (Ασκληπιού 69, 215 5101784) είναι ένα καθαρόαιμο ποτάδικο νέας κοπής, «ένα dive bar» κατά τον Αλέκο Αλεξιάδη, εκλεπτυσμένο βέβαια, θα πω εγώ.
Είναι ενδιαφέρουσα η ιστορία για το πώς πήρε το όνομά του, αφορά μια ιστορία αγάπης, ένα ζευγάρι που ανακάλυψε ότι οι παππούδες του διατηρούσαν αμφότεροι συμβολαιογραφικό γραφείο στην οδό Σανταρόζα του κέντρου, το βρήκαν καρμικό.
«Σχεδόν κάθε μέρα υπάρχει κάποιος καινούργιος πελάτης, κι αυτό το καταλαβαίνεις όταν ρωτάει π.χ. πού είναι η τουαλέτα ή τους βλέπουμε να στέκονται απ’ έξω, και επειδή δεν έχουμε ταμπέλα, ρωτάνε “εδώ είναι το Santarosa;”»
Τον sui generis χαρακτήρα του μπαρ διαμορφώνουν τα φωτιστικά του, που παραπέμπουν στη γοητεία της Ταγγέρης, και οι μουσικές του, που δεν τις συναντάμε σε πολλά αθηναϊκά μαγαζιά. Σκεφτείτε cosmic jazz, new wave και αβανγκάρντ ήχους, να ακούτε το «Hellbound» του Yusef Lateef. Το τζιν τόνικ του είναι crispy, ξέρουν από perfect serve στα απλά ποτά, ενώ σε κοκτέιλ θα σας προτείνουν κλασικές συνταγές, όπως ένα whiskey sour.
Πίσω από την μπάρα, ο Αλέκος Αλεξιάδης παρατηρεί ότι η Ασκληπιού συζητιέται σταθερά και έντονα τα τελευταία χρόνια. «Σχεδόν κάθε μέρα υπάρχει κάποιος καινούργιος πελάτης, κι αυτό το καταλαβαίνεις όταν ρωτάει π.χ. πού είναι η τουαλέτα ή τους βλέπουμε να στέκονται απ’ έξω, και επειδή δεν έχουμε ταμπέλα, ρωτάνε “εδώ είναι το Santarosa;”».
O Dimitri Yin μεγάλωσε στη La Jolla της Καλιφόρνια, με μητέρα Ελληνίδα και Κινέζο πατέρα. Η περιοχή όπου πέρασε τα παιδικά του χρόνια έχει μια μικρή δική της καλλιτεχνική κληρονομιά με δημόσια έργα τέχνης της Pipillotti Rist, του Robert Irwin και το Ινστιτούτο Salk, που είναι σχεδιασμένο από τον Louis Kahn.
«Κέρδισα καλλιτεχνικά βραβεία όταν ήμουν εννιά και δώδεκα ετών, γνώρισα τον Dale Chihuly, ενώ εργαζόμουν στο SFMOMA. Ήρθα για πρώτη φορά στην Ελλάδα με τη μητέρα μου το 1996. Περιηγηθήκαμε στα νησιά και την Αθήνα για δύο εβδομάδες. Μετακόμισα στην Κύπρο το 2004-2005, όπου σπούδασα κοντά στον Στας Παράσχο. Το περιβάλλον που είχε δημιούργησε ήταν απλό και ανεπιτήδευτο, οι καλλιτέχνες που μας επισκέπτονταν προσιτοί και φιλικοί. Εκείνος με έκανε να συνειδητοποιήσω πως τα artistic residencies μπορούν να αποτελέσουν έναν εξαιρετικό χώρο για προσωπική και επαγγελματική εξέλιξη».
Μετακόμισε στο Παρίσι το 2005, εκεί αφοσιώθηκε στη ζωγραφική, ενώ ανέπτυξε έναν χώρο τέχνης στη Μονμάρτρη, το Nouvel Organon. Εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το 2017, μετά την ολοκλήρωση του μεταπτυχιακού του στο Λονδίνο.
«Αποφάσισα ότι θέλω να δημιουργήσω ένα βιώσιμο καλλιτεχνικό έργο εδώ και να συνδεθώ με τις ρίζες μου». Έτσι, το Phoenix Athens Gallery and Residency (Ασκληπιού 87) άνοιξε τις πόρτες του έναν χρόνο μετά. Από τότε μέχρι σήμερα έχει φιλοξενήσει πάνω από σαράντα εκθέσεις και σχεδόν εκατό καλλιτέχνες, παρουσιάζονται ζωγραφικά έργα, γλυπτά και πέρφορμανς. «Το residency επιτρέπει στους καλλιτέχνες να εμβαθύνουν την πρακτική τους, να ανακαλύψουν και να μάθουν από την Αθήνα και άλλους καλλιτέχνες».
Απέναντι ετοιμάζει έναν ακόμα χώρο. «Αυτήν τη στιγμή εργάζομαι σε ένα παράλληλο έργο που ασχολείται περισσότερο με την οικολογία και το design, λέγεται Green Athens. Θέλω να συνεχίσω να συνδέω τους καλλιτέχνες με το κοινό αλλά και την κοινότητα, την οποία σκοπό έχω να βοηθήσω να αναπτυχθεί έξυπνα. Η Αθήνα είναι μοναδική, είναι ένας σημαντικός κόμβος ανάμεσα σε τρεις ηπείρους, δίνει στους καλλιτέχνες ελευθερία να σκεφτούν και να δημιουργήσουν».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.