H ώρα είναι γύρω στις δέκα και μισή το πρωί και από τα ηχεία ενός από τα παλαιότερα καφενεία της Αθήνας ακούγεται Τζένη Βάνου. Ο άνθρωπος που το τρέχει σήμερα λέει πως είναι και το παλαιότερο του είδους του που διασώζεται, κάτι που φαίνεται να ισχύει ‒ είναι σίγουρα εκείνο που από την πρώτη μέρα λειτουργίας του μέχρι σήμερα δεν μετακόμισε ποτέ και έχει την πιο παλιά «ημερομηνία γέννησης» απ’ όλα τα γνωστά μαγαζιά που μπαίνουν σε αντίστοιχες λίστες.
Είναι πολλά τα Σάββατα που θέλω να πάω να κάτσω στη Μουριά, Χαριλάου Τρικούπη και Καλλιδρομίου γωνία, στα ψηλά των Εξαρχείων. Και κάθε φορά που ρίχνω την ιδέα στο chat στο οποίο κανονίζουμε συνήθως μια συνάντηση σε τέτοια μέρη παίρνω την απάντηση «ξέρεις τι θα γίνεται εκεί σήμερα;» και άλλες παρόμοιες. Δίκιο έχουν, εκείνη τη μέρα στην Καλλιδρομίου στήνεται μια λαϊκή-γιορτή στον δρόμο και στα πέριξ της δεν πέφτει καρφίτσα. Το περασμένο Σάββατο το πήρα απλώς απόφαση και κατηφόρισα μέχρι εκεί.
Όσες φορές έχω επισκεφθεί τη Μουριά, συνήθως πετυχαίνω στελέχη της αριστεράς στα τραπέζια της. Ωστόσο, οι καρέκλες του χώρου βάφτηκαν και πολύχρωμες για την πολιτική ποικιλομορφία στην οποία πιστεύει η ιδιοκτήτης της.
Η αιωνόβια Μουριά των Εξαρχείων πρωτοάνοιξε το 1915, πήρε το όνομά της από το δέντρο με το πλατύ φύλλωμα που έκανε πυκνή σκιά στην πλευρά της Χαριλάου Τρικούπη, εκεί όπου βρισκόταν κάποτε και το πηγάδι που προμήθευε με νερό τους κατοίκους της περιοχής. Μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο ήταν μια παράγκα, μέχρι το 1962 στεγαζόταν σε ένα διώροφο κτίριο που γκρεμίστηκε, έγινε πολυκατοικία και το καφενείο ξανάνοιξε στο ισόγειό της.
Ο Χρήστος Βάνας είναι ο έβδομος κατά σειρά ιδιοκτήτης του μαγαζιού. Το πήρε κάπως τυχαία, σύχναζε εκεί με μια παρέα και όταν ο προηγούμενος ιδιοκτήτης ήθελε να συνταξιοδοτηθεί, οι φίλοι του το άκουσαν και τον παρακίνησαν να το πάρει, ήταν ο μόνος που μπορούσε να το τρέξει, έτσι του έλεγαν. Αυτό συνέβη το 1982 και πλέον έχει φτάσει να είναι ο μακροβιότερος ιδιοκτήτης του.
Από τότε μέχρι σήμερα προσφέρει τα πιο απλά πράγματα, ελληνικό καφέ, τσίπουρο, ούζο και έναν εύκολο κρύο μεζέ, πιατάκια με βραστό αυγό, ντολμαδάκια, γραβιέρα, αγγούρι, σαλάμι αέρος και ντοματίνι, για να μην πίνουν όσοι κάθονται εκεί με τις ώρες ξεροσφύρι.
Μου λέει ότι θέλει να κρατάει τις τιμές χαμηλά γιατί στο μαγαζί συχνάζουν φοιτητές και όχι μόνο, «συχνάζουν συγγραφείς, σκηνοθέτες, καλλιτέχνες, οι επαγγελματίες της γειτονιάς και ο φοιτητόκοσμος. Δεν μπορείς να φανταστείς πώς αισθάνομαι όταν βλέπω παιδιά που ερχόντουσαν από πιτσιρίκια με τους γονείς τους να κάθονται πάλι εδώ και να πίνουν τσίπουρα». Όταν λέει τη λέξη «πιτσιρίκια», κάνει την κίνηση «τόσα δα», είχα χρόνια να δω να την κάνει κάποιος.
Φοράει μάσκα με το έμβλημα του Αστέρα Εξαρχείων και σχεδόν όποιος μπαίνει τον φωνάζει με το μικρό του. Μια καρέκλα γράφει στη ράχη της το όνομα «Μπάμπης», είναι αφιερωμένη σε έναν θαμώνα του μαγαζιού, γιατρό. Ο Χρήστος Βάνας τον αποκαλεί «φίλο», όπως και όλους όσους θα αναφέρει μετά που έχουν περάσει και συνεχίζουν να τιμούν το μαγαζί, και από τον τρόπο που θα δείτε να του απευθύνονται όλοι αποδεικνύεται ότι το εννοεί.
Τη Δευτέρα που ξαναπέρασα από εκεί μου έκανε νόημα όταν έφτασε και άνοιξε μια αθλητική εφημερίδα ο θεατρικός συγγραφέας Ανδρέας Στάικος. Θα ανοίξει και ο Χρήστος Βάνας μερικές εφημερίδες για να μου δείξει παλιά άρθρα για το μαγαζί. Μέσα στο καφενείο έχει ένα πρόχειρο αρχείο με εικόνες από την παλιά εικόνα του δρόμου. Σύμφωνα με τα φωτογραφικά ντοκουμέντα, το ’62 η Καλλιδρομίου είχε χαμηλότερα κτίρια, πιάτσα ταξί, τη λαϊκή και ήταν ζωντανή, όπως είναι σήμερα.
Η Μουριά είναι βαμμένη με έντονα χρώματα, τον συμβούλευσαν γι’ αυτά οι καλλιτέχνες θαμώνες του, όπως ο Νίκος Κασκούρας, που φαίνεται πως ευθύνεται για το μοναδικό ύφος και την αισθητική του μαγαζιού. Τα έργα που του έχουν δωρίσει κατά περιόδους στολίζουν τους τοίχους του, έχει έναν Μπουρναζάκη, έναν Κασκούρα, μια μάσκα από την παράσταση «Θεσμοφοριάζουσες» του Θεάτρου Τέχνης Καρόλου Κουν. Έχει και ένα καδράκι αφιερωμένο στον Νικόλα Άσιμο, που τον είχε κι αυτόν πελάτη.
Πάνω από τα κεφάλια μας κρέμεται η άποψη ενός καλλιτέχνη για τη μορφή των αγγέλων. Ο καφετζής δεν έχει συγκρατήσει το όνομα εκείνου που του το έδωσε, εκείνο όμως που θυμάται είναι ότι δεν είχε χώρο να το αποθηκεύσει και προτίμησε να το εκθέσει στο ψηλοτάβανο καφενείο. «Όταν το πρωτοέβαλα περνούσαν κάτι γιαγιάδες απ’ έξω και έκαναν τον σταυρό τους», θα μου πει γελώντας.
Τη δεκαετία που ο Χρήστος Βάνας ανέλαβε το μαγαζί δεν υπήρχαν social media, οι πολιτικές συζητήσεις και οι τυχόν εντάσεις που αυτές μπορεί να φέρουν γινόντουσαν στα καφενεία. Ήταν η δεκαετία που ο φόβος να εκφράσει κανείς τις πολιτικές του απόψεις δημόσια είχε τελειώσει. Όσες φορές έχω επισκεφθεί τη Μουριά, συνήθως πετυχαίνω στελέχη της αριστεράς στα τραπέζια της.
Ωστόσο, οι καρέκλες του χώρου βάφτηκαν και πολύχρωμες για την πολιτική ποικιλομορφία στην οποία πιστεύει η ιδιοκτήτης της. Σε αυτές έχουν κάτσει από τον Λεωνίδα Κύρκο και τον Νίκο Κωνσταντόπουλο μέχρι τον Γιάννο Παπαντωνίου και την Ντόρα Μπακογιάννη, όταν ήταν δήμαρχος Αθηναίων.
Πριν από την πανδημία στη Μουριά μαζευόταν μια πολυπληθής παρέα Γάλλων καλλιτεχνών, «αντάμωναν εδώ κάθε Τρίτη για να ανταλλάξουν απόψεις». Έχουν γίνει από βιβλιοπαρουσιάσεις μέχρι αυθόρμητα γλέντια, έχει γίνει και πάρτι γάμου, έχουν ανέβει δυο παραστάσεις που χρησιμοποίησαν το καφενείο ως σκηνικό, η πρώτη ήταν «Η Φθορά, μια φανταστική ομιλία του Ραφαήλ Εσθητού σε ένα ανύπαρκτο κοινό» του Δημήτρη Τσεκούρα σε σκηνοθεσία Ορέστη Τάτση, η πιο πρόσφατη ήταν το «Τάβλι» του Δημήτρη Κεχαΐδη σε σκηνοθεσία Δανάης Σπηλιώτη.
Η Μουριά είναι ένα χωνευτήρι προσωπικοτήτων, είναι ένα μαγαζί που τους περιμένει όλους. Τα Σάββατα ανοίγει από τις πεντέμισι για να εξυπηρετήσει τους εμπόρους και τους παραγωγούς της λαϊκής. Λίγο αργότερα θα έρθουν οι μεγαλύτεροι θαμώνες του και όσο μεσημεριάζει θα αρχίσουν να εμφανίζονται και οι νεότεροι ‒ «τα νέα παιδιά νιώθουν άνετα εδώ», όπως παρατηρεί. Δουλεύει με την κόρη του την Αρετή τη μέρα που πέφτει πολλή δουλειά, εκείνη κάνει και τη βραδινή βάρδια τις καθημερινές.
Τη Δευτέρα, εκεί που έκανα να φύγω, μπήκε στο μαγαζί ο φωτορεπόρτερ Αλέξανδρος Σταματίου, γέννημα-θρέμμα Εξαρχειώτης. «Όλη αυτή η περιοχή εδώ δεν είναι άλλη μια γειτονιά της Αθήνας, σαν χωριό είμαστε, κι έτσι νιώθαμε μια ζωή. Και η Μουριά ήταν ανέκαθεν ένα κέντρο συνάντησης πολλών διαφορετικών ανθρώπων, αυτό είναι που της δίνει την ομορφιά της, εδώ θα δεις ηθοποιούς, κινηματογραφιστές, καθηγητάδες, πολιτικούς μέχρι τους ανθρώπους της λαϊκής και υδραυλικούς, όποιον μπορείς να φανταστείς».
«Όποιος θέλει άνθρωπο για μερεμέτια θα ρωτήσει και θα τον βρει εδώ», θα τον συμπληρώσει ο κύριος Χρήστος. Και ο παλιός του θαμώνας συνέχισε. «Η Μουριά έχει μια ιδιαίτερη γοητεία γιατί είναι αυθεντική, δεν έχει αλλάξει ούτε έχει χαλάσει τίποτα. Φαντάσου ότι έρχεται ένας φίλος σου απ’ έξω, από την Αγγλία ας πούμε, και θέλεις να τον πας σε ένα αυθεντικό μέρος στην Αθήνα. Ποιο θα διαλέξεις; Σε κάθε ευρωπαϊκή πόλη υπάρχει τουλάχιστον ένα καφενείο, ένα ζαχαροπλαστείο που λειτουργεί κοντά 300 χρόνια, μόνο στην Αθήνα δεν έχουμε. Κι αυτό το μαγαζί δεν είναι τόσο παλιό όσο εκείνα, αλλά κράτησε το χρώμα του με συνέπεια, αυτό είναι το μυστικό του.
Για να σου δώσω να καταλάβεις, στο lockdown που ο Χρήστος ήταν κλειστός, εμείς παίρναμε καφέ από τον Μανώλη απέναντι, μπίρες και τσίπουρα από τον Θοδωρή, από άλλα μαγαζιά δηλαδή, και ερχόμασταν και καθόμασταν απ’ έξω για να τα πιούμε εδώ. Εδώ θα δεις ένα τουρλουμπούκι θαμώνων που είμαστε όλοι φίλοι».