Σάββατο πρωί στη Βιβλιοθήκη απέναντι από το σταθμό του ΟΣΕ, το Δίκτυο για τα Δικαιώματα του παιδιού διοργανώνει ανταλλακτικό μπαζάρ και "κοινωνική κουζίνα", λέει η πρόσκληση, όμως το "θα παρευρεθώ οπωσδήποτε" κρύβεται στη συνέχεια της κατσαρόλας και της ψησταριάς, τις οποίες για σήμερα το μεσημέρι θα χειριστεί η dream team της ελληνικής γαστρονομίας, όπως λέμε Νίκος Καραθάνος και το Michelin αστέρι του, Περικλής Κοσκινάς του Milos, Αλέξανδρος Καρδάσης από το Αθήρι, Μάνος Ζουρνατζής του Cuccina Povera και το δίδυμο Σπύρος και Βαγγέλης Λιάκος του Base Grill.
Την παραμελημένη, παραπονεμένη και πάλαι ποτέ ευκλεή γειτονιά την είχα ακουστά μόνο από τα gay ψωνιστήρια και-ντροπή μου-διόλου για το πανέμορφο κτίριο της Βιβλιοθήκης με τον μαγικό, εσωστρεφή κήπο. Κι είναι ν'απορείς πως μια ταπεινή, συνοικιακή διοργάνωση κατάφερε να μαζέψει τα μαγειρέματα τόσων γκράντε αστεριών-που δεν έχουν χρόνο να βράσουν ούτε αβγό για πάρτη τους-πίσω από την καθόλου-βολή του υπαίθριου, πρόχειρα στημένου πάγκου, αυτοί που είναι μαθημένοι να δημιουργούν με εκατό βοηθούς και εξηνταεφτά μαστόρους.
Από το γαστρονομικό κύκλωμα παρευρέθησαν ένας μαϊντανός (εγώ), τρεις έγκριτες δημοσιογράφοι (Νανά Δαρειώτη, Ιωάννα Σταμούλου, Κική Τριανταφύλλη), μία μπλόγκερ και η θεότητα της ελληνικής λαογραφικής γαστρονομίας, συγγραφεύς Εύη Βουτσινά, που δεν πάει Ποτέ και Πουθενά. Και ένας καλλιτέχνης, ο Γιάννης Ζουγανέλης με τη συμβία του Ισιδώρα Σιδέρη. Κι αυτό το λέω για καλό. Όπου μαζεύονται πολλοί από το συνάφι, το θέμα μυρίζει επαγγελματικό γκλίτερ, κριτικές σε ιδιάζουσα ιδιόλεκτο και πεθαμένη ψυχή.
Χοές από τεμπούρα λαχανικών, σουβλάκι και σολομό στη σχάρα, όταν ψήνουν οι «μεγάλοι» τα πιο απλά πράγματα, η τσίκνα μυρίζει αλλιώς, το γκουρμέ τους ακολουθεί ακόμη κι όταν στη σχάρα μπαίνει ένα απλό χοιρινό καλαμάκι, θα'πρεπε να μυρίζει πανηγύρι, καντίνα ή παζάρι, αλλά κάτι «αλλιώς» μυρίζει. Το πειραγμένο που έχουν στο γαστρονομικό αίμα τους, η φαντασία τους δεν προσγειώνεται ποτέ απόλυτα ακόμη κι αν είναι να ταϊσουν τέλεια, αθώα παιδάκια από τα Πατήσια και ανίδεες μαμάδες της πλατείας Αττικής.
Πίσω από τον πάγκο οι σεφ, αλληλοπειράζονται, πέφτει γέλιο και ενδοσυναφικό χιούμορ, ειρωνεύεται ο ένας τις εμμονές και την αχίλλειο πτέρνα του άλλου μόνο και μόνο για ν'αγαπηθούν περισσότερο και να επικοινωνήσουν πιο από καρδιάς, δέκα πόντοι ο πάγκος, από την άλλη πλευρά άλλος πλανήτης, ο κόσμος που μπουκώνεται, σπρώχνει για «λίγο ακόμη», νοστιμεύεται και υπερθεματίζει, καταναλώνοντας ως πιράνχας μέχρι και τα αποκοψίδια του μαϊντανού.
Δεν ξέρω αν το κοινό της-πιο-διπλανής-πόρτας αντελήφθη το βαθύτερο νόημα του μπέργκερ σολομού με πράσινο pesto, της τεμπούρας καρότου και τί πάει να πει «σούσι ντολμαδάκι». Και δεν νομίζω ότι οι καθημερινοί άνθρωποι έπαθαν κανένα ιδιαίτερο δέος που ο Michelinάτος Καραθάνος τους τύλιξε αυτοπροσώπως το ντολμαδάκι με τα χεράκια του, κάτι που ενδεχομένως δεν κάνει ούτε στην πανάκριβη κουζίνα του.
Τους έβλεπα να καταπίνουν τόσο αυθόρμητα και λαίμαργα και σκεφτόμουν πόσο λίγους αφορά, τελικά, αυτό το γκουρμέ πανηγύρι στο οποίο, εμείς οι ελάχιστοι έχουμε αφιερώσει τη ζωή και την επιβίωσή μας. Όμως, μπορεί η χαριτωμένη μαυρούλα με το πονηρό πεντάχρονο μουτράκι της, κάποτε να θυμηθεί πως μια Κυριακή μεσημέρι έφαγε ένα σουβλάκι διαφορετικό από κείνο που πουλάει το σουβλατζίδικο της γειτονιάς της. Μεγάλη πια, η Μαιρούλα από την Αχαρνών να θυμηθεί πως τα ντολμαδάκια μπορεί να'ναι κι αλλιώς από κείνα της μαμάς της.
Η dream team, τελικά πέρα από το φαγητό της, μαγείρεψε ένα νέο ενδεχόμενο για μερικούς ουρανίσκους. Μια άλλη γευστική ελευθερία.