Στη διαχρονικό και εγχώριο debate «σουβλάκι ή πίτσα» ο καθένας μπορεί να απαντήσει ό,τι νιώθει. Μάλιστα κάποιοι αλλάζουν γνώμη για το τι προτιμούν, αναλόγως την ώρα, τη μέρα, τη συνθήκη, τη διάθεση και την παρέα, όπως η υποφαινόμενη.
Ωστόσο, στο ερώτημα «ποιο είναι το σωστό σουβλάκι;» νομίζω πως η ιστορία που έχτισαν όλα αυτά τα μικρά μαγαζιά της πόλης που το προσφέρουν απαντά από μόνη της. Τα παμψηφεί καλύτερα είναι τα παλιά, που έχουν δύο πράγματα και κλείνουν νωρίς γιατί μπορούν να προσφέρουν περιορισμένη ποσότητα κάθε μέρα, που μένουν μακριά από έτοιμους γύρους και επιμένουν να μην παραγεμίζουν την πίτα με πατάτες, αναδεικνύοντας την ποιότητα του κρέατος που χρησιμοποιούν.
Μαζί τους είναι κι εκείνα που, αν και νεοσυσταθέντα, ακολουθούν τον δρόμο που έδειξαν οι βετεράνοι τους είδους, κάνοντάς τα όλα από το μηδέν και χειροποίητα.
Αυτό το σουβλάκι έχει μπει σε πτήση για να ταξιδέψει στην Πολωνία, στην Αγγλία και τον Καναδά. Υπάρχει κι εκείνη η ιστορία με τον Έλληνα βιομήχανο που όσο σπούδαζε έξω ζητούσε από τον πατέρα του να του στείλει δεκάδες κομμάτια από τον Λευτέρη, μόνο την πίτα και το μπιφτέκι.
Ένα από τα σουβλάκια της Αθήνας που έχει χορτάσει γενιές είναι ο Λευτέρης ο Πολίτης της Σατωβριάνδου, που ψήνει από το 1951 στην Ομόνοια, η οποία ήταν τότε το μόνο κέντρο της πόλης.
Όλα ξεκίνησαν από τον Σταύρο Σαββόγλου που έβγαινε στον δρόμο με μια τροχήλατη ψησταριά για να ψήσει και να πουλήσει τα κεμπάπ του. Πρόκειται για μια εικόνα που πλέον συναντάμε μόνο έξω από μουσικά φεστιβάλ, γήπεδα και σε κάποιες λαϊκές αγορές.
Μέτα από λίγο καιρό βρήκε έναν χώρο κυριολεκτικά ενός μέτρου με ελενίτ για ταβάνι, δουλεύοντας ουσιαστικά σε έναν διάδρομο. Ο Λευτέρης έγινε μαγαζί «με τοίχους κανονικούς», όπως το περιγράφει ο Τάσος, το 1986, όταν μετακόμισε στο διπλανό μαγαζί, που είναι πάλι μικρό, αλλά χωρούσαν και τέσσερις-πέντε πελάτες μέσα για να εξυπηρετηθούν. Στην αρχή χρησιμοποιούσε αρνί, αλλά όταν στην πορεία αυτό απαγορεύτηκε, πορεύτηκε με το μπιφτέκι του, που είναι καθαρά μοσχαρίσιο, και με αυτήν τη συνταγή συνεχίζει μέχρι σήμερα.
Ο Σταύρος Σαββόγλου κρατούσε από την Κωνσταντινούπολη, εξού και το «Πολίτης» στην επωνυμία του. Λευτέρης ήταν το όνομα του γιου του και πατέρα του Τάσου, ο οποίος συνεχίζει σήμερα την παράδοση της οικογένειας. Θυμάται τον εαυτό του να είναι μαθητής δημοτικού και να περνάει τις διακοπές των Χριστουγέννων, του Πάσχα και του καλοκαιριού πλάθοντας μπιφτέκι «δίπλα στον μάστορα».
Από το 2001, όταν απολύθηκε από φαντάρος, εγκαταστάθηκε μόνιμα στο μαγαζί. Έχει δει ανθρώπους να ξεκινάνε από την Ελευσίνα και την Πετρούπολη, να οδηγούν μέχρι την Ομόνοια μόνο και μόνο για να φάνε σουβλάκι από αυτούς. Υπάρχουν ιστορίες με Αμερικανούς που κατεβαίνοντας από το αεροπλάνο ζητούσαν στον ταξιτζή να τους πάει πρώτα από εκεί και μετά στο ξενοδοχείο για να αφήσουν τις βαλίτσες.
Αυτό το σουβλάκι έχει μπει σε πτήση για να ταξιδέψει στην Πολωνία, στην Αγγλία και τον Καναδά. Υπάρχει κι εκείνη η ιστορία με τον Έλληνα βιομήχανο που όσο σπούδαζε έξω ζητούσε από τον πατέρα του να του στείλει δεκάδες κομμάτια από τον Λευτέρη, μόνο την πίτα και το μπιφτέκι. Τα έβαζε στην κατάψυξη κι όταν ήθελε τα έβγαζε, τα ζέσταινε, έκοβε ντομάτα και κρεμμύδι και τα απολάμβανε.
Εκτός από τους γύρω εργαζόμενους, από το θρυλικό σουβλατζίδικο της Ομόνοιας μπορεί να τρώνε μεγαλοαστοί, πολιτικοί και καλλιτέχνες μέχρι σήμερα, αλλά την ίδια στιγμή πρόκειται γι’ αυτό το μαγαζί που όποιος ξέρει πού πέφτει γνωρίζει ότι ποτέ δεν αρνήθηκε φαγητό σε άστεγους, τοξικοεξαρτημένους και σεξεργάτριες.
Μετά από τα δικά του είκοσι χρόνια στη δουλειά, ο Τάσος Σαββόγλου αποφάσισε να κάνει ένα καινούργιο βήμα για τον παλιό Λευτέρη με σεβασμό στην ιστορία, στην ποιότητα και την απλότητα που διαμόρφωσαν την ακλόνητη φήμη του. Κι όπως στην εποχή του παππού του η καρδιά της πόλης χτυπούσε στην Ομόνοια, έτσι κι εκείνος απόφασισε να κάνει το δεύτερο μαγαζί σε ένα διαρκώς αναπτυσσόμενο σημείο, ανάμεσα στο Σύνταγμα και στο Μοναστηράκι, στον πεζόδρομο της Ρόμβης, στο απόλυτο κέντρο της Αθήνας σήμερα.
«Με το πρώτο μαγαζί ήμουν καλυμμένος, οικονομικά και συναισθηματικά. Ζώντας όμως ουσιαστικά εκεί μέσα, από την τριβή που είχα με τον κόσμο έβλεπα ότι κάποιοι είχαν τη λαχτάρα να τους εξυπηρετήσουμε και εκτός Ομόνοιας, αφού δεν κατέβαιναν εκεί πλέον για διάφορους λόγους.
Τα τελευταία πέντε χρόνια είχα αρχίσει να δουλεύω την ιδέα στο μυαλό μου, έβλεπα μαγαζιά, έκανα την έρευνά μου, υπήρξαν και προτάσεις για συνεργασίες τις οποίες απέρριψα. Συμπτωματικά έπεσα πάνω σε αυτό το μαγαζί και όλες οι αναστολές που είχα τα προηγούμενα χρόνια εξαφανίστηκαν».
Ποιο είναι το μυστικό της επιτυχίας του Λευτέρη κατά την τρίτη γενιά του; «Είναι δύσκολο όταν επί 70 χρόνια πουλάς το ίδιο προϊόν να φτάσεις στο σημείο να νιώθεις περήφανος για αυτό που δίνεις, με όλες τις αλλαγές που μπορεί να προκύψουν στην πρώτη σου ύλη, ακόμα και στο γάλα που χρησιμοποιείς για την πίτα σου. Το μυστικό λοιπόν είναι να μένει κανείς πιστός σε όσα τον έκαναν αγαπητό. Και η απλότητα στη γεύση παίζει φυσικά τον ρόλο της».
Έφερε κάποιους από τους κάτω ψήστες στο πάνω μαγαζί, του έβαλε και λίγο χρώμα στα κουφώματα, άλλα όλα τ΄ άλλα τα κράτησε απαράλλαχτα. Ψημένη στους χυμούς που αφήνει το κρέας, η πίτα του είναι το κάτι άλλο, είναι ακριβώς αυτό που χρειάζονται όσοι δεν τη θέλουν εντελώς στεγνή.
Μέσα βάζει μόνο κρεμμύδι φρεσκοκομμένο, ντομάτα, κόκκινο πιπέρι από την Αριδαία για να του δώσει το πικάντικο στοιχείο που το ξεχωρίζει. Αν ακούσετε κάποιον πελάτη να μπαίνει στον Λευτέρη και να ζητάει δύο «αντρικά» (αφού, όπως κάθε παλιό σουβλάκι είναι μικρό, όλοι παίρνουν από δύο και πάνω), σημαίνει ότι θέλει έξτρα πιπέρι και έξτρα ψιλοκομμένη πράσινη καυτερή πιπεριά και πάει να πει ότι αντέχει να καεί.
«Σε όλα τα σουβλατζίδικα υπήρχε ο όρος "παιδικό" (σ.σ. το σουβλάκι χωρίς κρέας) αλλά εμείς δεν την είχαμε υιοθετήσει. Και επειδή φημιζόμαστε για το καυτερό μας, ερχόντουσαν πελάτες, φώναζαν αυτό, κι έμεινε».
Στο καλύτερο σουβλατζίδικο της Αθήνας, για κάποιους, ένα πράγμα έχει αλλάξει μόνο στη νέα του διεύθυνση: η προσθήκη της χαρτοπετσέτας. Στον παλιό Λευτέρη ο κόσμος σκούπιζε τα χέρια του με ριζόχαρτο, που υπάρχει ακόμα εκεί.
«Εδώ μπήκε για υγειονομικούς λόγους, φτάσαμε και στο 2022, δεν πειράζει να βάλουμε χαρτοπετσέτα. Όποιος ζητάει ριζόχαρτο και παραπονιέται που δεν έχουμε, τον στέλνουμε στην Ομόνοια» λέει γελώντας ο Τάσος Σαββόγλου.
Λευτέρης ο Πολίτης, Ρόμβης 18, Αθήνα, 2103310030