Αν συμφωνήσουμε ότι το φαγητό ξυπνάει σε όλους μνήμες, τότε νομίζω ότι για τους περισσότερους αυτό των φοιτητικών μας ημερών δεν είναι και το ποιοτικότερο που έχουμε καταναλώσει στη ζωή μας. Τα λεφτά μας έφευγαν περισσότερο στις μπίρες παρά στους μεζέδες, υπήρχαν μέρες που δεν βάζαμε ούτε έναν στο τραπέζι μας, αφού μας απασχολούσε πώς θα βγει το βράδυ με ένα ορισμένο (και συνήθως χαμηλό) μπάτζετ παρά πώς θα πάει η μέρα.
Έχουμε πιει κρασιά που μας έχουν κάνει να ξεχάσουμε ολόκληρα βράδια, έχουμε διασκεδάσει σε μέρη στα οποία αδυνατούμε να μας κάνουμε εικόνα μεγαλώνοντας, αλλά παράλληλα τα νοσταλγούμε, μερικές φορές θα πληρώναμε να ξανακάνουμε τα ίδια.
Στα δικά μου φοιτητικά χρόνια άνοιξε ένα μαγειρείο - turning point για τις τότε διατροφικές μας συνήθειες. Οι πολυτεχνίτες το τιμούσαν συστηματικά κι όλοι των υπόλοιπων σχολών πολύ συχνά.
Η σύντομη ιστορία της Μπούκας ξεκινά το 2006, όταν υπήρχε ένα μαγαζί με το ίδιο όνομα στη Θεσσαλονίκη. Εκεί εργάστηκε ο Μπάμπης Μήτσης όταν ανέβηκε να μάθει να μαγειρεύει στην πόλη του Βορρά.
Ποιος ξέρει, αν κάνετε το μεσημεριανό σας διάλειμμα για φαγητό εκεί, μπορεί να πετύχετε κόσμο που θα σας θυμίσει τα φοιτητικά σας χρόνια. Η γεύση μπορεί να το κάνει σίγουρα.
Το 2010 επέστρεψε, άνοιξε μαγαζί με το ίδιο όνομα σε μια περιοχή που δεν είχε μέχρι τότε new age μαγειρείο. Σε μια εποχή που οι περισσότεροι τότε νέοι μάγειρες έψαχναν να κάνουν κάτι πιο εξαντρίκ στα πιάτα τους εκείνος επένδυσε στη σταθερή αξία του φαγητού «σαν της μαμάς». Ο ιδιοκτήτης της θεσσαλονικιώτικης Μπούκας κατέβηκε τότε στην Αθήνα, ανέλαβε το σέρβις κι έτσι οι δυο τους συνεχίζουν να δουλεύουν μέχρι σήμερα μαζί.
Ο Μπάμπης Μήτσης μαγειρεύει από τις έξι και μισή το πρωί μέχρι να φτάσει δώδεκα το μεσημέρι και να αρχίσουν να φεύγουν οι πρώτες παραγγελίες.
Όταν πρωτοάνοιξε ετοίμαζε γύρω στα δώδεκα με δεκατρία διαφορετικά φαγητά τη μέρα, πλέον, κάποιες μέρες βρίσκουμε τα διπλάσια σχεδόν. Μαγειρεύει παραδοσιακά, αλλά βάζει και τις δικές του πιο μοντέρνες πινελιές, ενώ έχει σταθερά πολλές επιλογές για vegetarians και vegans.
Το παστίτσιο του κόβεται σε μεγάλη μερίδα κι όλα αυτά τα χρόνια παραμένει σουξέ του, όπως και τα μπιφτέκια με σος μουστάρδας που φεύγουν αμέσως – κάποιοι περνάνε και κρατάνε μερίδα για να τα προλάβουν.
Οι φακές με γλυκοπατάτα και τζίντζερ είναι στα must, όπως και η φασολάδα του, τα ρεβίθια με σπανάκι, ο ξινός τραχανάς με την καπνιστή πάπρικα και το γιαούρτι. Το λάδι είναι δικό του από την Αργολίδα, το κρασί από τη Νεμέα, τα φασόλια του είναι από τον Φενεό, έχει κρεοπώλη στη Βαρβάκειο που δεν τον έχει αλλάξει ποτέ.
Θα δείτε σε μια κολόνα - μαυροπίνακα έναν μακροσκελή κατάλογο, ο οποίος βέβαια είναι ενδεικτικός για να πάρει κάποιος περαστικός μια ιδέα για τις τιμές, αφού τα πιάτα αλλάζουν καθημερινά. Υπάρχει και τυπωμένος κατάλογος, αλλά δεν τον χρησιμοποιεί κανείς: ή στη βιτρίνα γίνεται η επιλογή ή ο πελάτης ξέρει έτσι κι αλλιώς τι θέλει.
Το πιο οικονομικό του κυρίως πιάτο κοστίζει 3,80 ευρώ, κανένα δεν ξεπερνάει τα 6,50, εκτός αν –πιο σπάνια– έχει κάποιο πιάτο ημέρας σαν το αρνί στη γάστρα. Αν συνοδεύσετε το λαδερό σας με ένα κομμάτι φέτα, το γεύμα σας θα κοστίσει περίπου εξίμισι ευρώ, αν βάλετε και μια σαλάτα θα φτάσει γύρω στα έντεκα.
Η μπούκα μπορεί να βάζει τζίντζερ στις φακές, αλλά κατά τ’ άλλα διατηρεί κλασικό ωράριο μαγειρείου, κλείνει στις επτά το απόγευμα και μέχρι τις έξι εξυπηρετεί και με delivery. «Δεν έχω πελάτη που έρχεται για να φάει μόνο κάτι συγκεκριμένο, αλλά έχω πελάτες που από τη μέρα που ανοίξαμε δεν έχουν φύγει ποτέ» λέει ο Μπάμπης Μήτσης.
Ποιος ξέρει, αν κάνετε το μεσημεριανό σας διάλειμμα για φαγητό εκεί, μπορεί να πετύχετε κόσμο που θα σας θυμίσει τα φοιτητικά σας χρόνια. Η γεύση μπορεί να το κάνει σίγουρα.
Μπούκα, Σολωμού 29, Εξάρχεια, 2103800365