Παρόλο που εδώ και μερικά χρόνια το σπιτικό φαγητό έχει γίνει μόδα, λίγα είναι τα μαγειρεία που προσφέρουν νόστιμα πιάτα που παραδοσιακά προτιμούσε η ελληνική οικογένεια. Τις πιο πολλές φορές, τα εν λόγω εστιατόρια έχουν φαγητό χωρίς εντάσεις, παραβρασμένο ή άβραστο, κάπως πρόχειρο και απογοητευτικό.
Τα νέα γενιάς μαγειρεία προσπαθούν φιλότιμα, αλλά θα ήταν πολύ δύσκολο να φτάσουν τη φιλοσοφία των παλιών μαγαζιών που είχαν μια μεγάλη βιτρίνα με πολλά, διαφορετικά πιάτα. Το κόστος συνήθως περιορίζει το μενού τους σε μερικά πιάτα και δύσκολα καταφέρνουν να αποδώσουν το μπρίο και την πλούσια γεύση της παλιάς κουζίνας.
Δεν ξέρω πραγματικά πώς κατάφερε να μείνει ανοιχτό και ακμαίο το εστιατόριο του Αντωνόπουλου στην οδό Αριστοτέλους, κοντά στην πλατεία Βικτωρίας και πάνω από την Αχαρνών.
Προσωπικά, επειδή δεν πάει πολύ καιρός που άρχισα να διεισδύω στη συγκεκριμένη γειτονιά της Αθήνας, δεν ήξερα καν την ύπαρξή του. Η οδός Αριστοτέλους, για μένα, ήταν το τραγούδι που έχει χαραχτεί στην καρδιά μου από τα παιδικά μου χρόνια. Οι στίχοι του Λευτέρη Παπαδόπουλου, η μουσική του Σπανού και η συγκλονιστική ερμηνεία της Χαρούλας Αλεξίου είχαν καταφέρει να δώσουν, στο μυαλό μου, μυθικές διαστάσεις σε αυτόν τον δρόμο της Αθήνας.
Άργησα, όμως, να τον επισκεφτώ και όταν κάποια στιγμή τον διέσχισα, ένα αρκετά μεγάλο κομμάτι του, στενοχωρήθηκα για να την παρακμή του και δεν μπόρεσα να αναγνωρίσω τα στοιχεία που αποδείκνυαν ότι κάποτε υπήρξε μια όμορφη, ασφαλής γειτονιά που φιλοξενούσε τους πιο διακεκριμένους αστούς και μερικά από τα πιο ξεχωριστά κτίρια της Αθήνας.
Σε αυτήν τη γειτονιά, το 1971, άνοιξε το εστιατόριο Λουξ. Στη θέση του υπήρχε μια ταβέρνα με ψαρικά ενός καπετάνιου που είχε τοποθετήσει στη σάλα μια μεγάλη λάμπα για πυροφάνι, τη λάμπα λουξ, εξού και η μετέπειτα επιλογή του ονόματος από την οικογένεια που αγόρασε την επιχείρηση.
Σε αυτήν τη γειτονιά, το 1971, άνοιξε το εστιατόριο Λουξ. Στη θέση του υπήρχε μια ταβέρνα με ψαρικά ενός καπετάνιου που είχε τοποθετήσει στη σάλα μια μεγάλη λάμπα για πυροφάνι, τη λάμπα λουξ, εξού και η μετέπειτα επιλογή του ονόματος από την οικογένεια που αγόρασε την επιχείρηση.
Οι νέοι ιδιοκτήτες, μια οικογένεια με καταγωγή από ένα χωριό έξω από την Κυπαρισσία της Μεσσηνίας, διέκριναν την ανάγκη της περιοχής για ένα μαγαζί που θα έφτιαχνε μαγειρευτό φαγητό. Η ιδέα ήταν του ενός γιου της οικογένειας, του Νίκου, ο οποίους έπεισε τον πατέρα του Σωτήρη να ανοίξουν το εστιατόριο και να μπει σε αυτό και ο μεγάλος γιος Θόδωρος, ο οποίος είχε φύγει στα καράβια, κάτι που στενοχωρούσε όλους.
Έτσι, ο Σωτήρης Αντωνόπουλος έδωσε τη συγκατάθεσή του στον γιο του και το μαγαζί ξεκίνησε να δουλεύει έχοντας στην κουζίνα του τους καλύτερους μάγειρες. Δυο-τρία χρόνια αργότερα η οικογένεια αποφάσισε να αγοράσει την πιτσαρία ενός θείου από τον Καναδά που είχε έρθει να δραστηριοποιηθεί στην Ελλάδα, αλλά εγκατέλειψε γρήγορα το σενάριο, και τη χώρα.
Το μαγαζί λεγόταν Καζαλόμα και υπήρξε από τις πρώτες πιτσαρίες στην Αθήνα. Το Λουξ αποφασίστηκε να ονομαστεί επίσης Καζαλόμα και να μπουν και τα υπόλοιπα αδέλφια στη δουλειά. Εργατικοί, φιλόδοξοι και επίμονοι, οι Αντωνόπουλοι γρήγορα προόδευσαν. Τα μαγαζιά έγιναν τρία και νέες επαγγελματικές ευκαιρίες παρουσιάστηκαν.
Ο μεγάλος αδελφός, Θόδωρος, ανέλαβε τη σίτιση των φοιτητών του Πολυτεχνείου, ο Νίκος άνοιξε το ιστορικό εστιατόριο Ελαφοκυνηγός, που σήμερα υπάρχει ως catering, η Βάσω και ο Τάκης ανέλαβαν τις πιτσαρίες που ήταν ανοιχτές μέχρι το 2010 και στο πρώτο μαγαζί έμειναν τα δύο μικρότερα αδέλφια, η Έφη και ο Κώστας. Μαζί τους δουλεύει ακούραστα και η σύζυγος του Κώστα, Δώρα, που έχει μάθει τη δουλειά και έχει πάντα ένα χαμόγελο για όλους.
Έμαθα για την ύπαρξη του μαγαζιού με ένα μοσχαράκι κοκκινιστό με πατάτες τηγανητές, βουτηγμένες στη σάλτσα, που ήρθε στο σπίτι όταν ο σύντροφός μου θυμήθηκε το μαγειρειό στο οποίο έτρωγε παιδάκι, όταν έμενε στην Μιχαήλ Βόδα, έναν άλλον ιστορικό και πανέμορφο δρόμο της περιοχής.
Το μοσχαράκι έφτασε ένα μεσημέρι μεγάλης πείνας και χαμηλών προσδοκιών, αφού δεν είχα προλάβει να μαγειρέψω. Το κρέας μαλακό, να λιώνει στο στόμα, η σάλτσα του πηχτή και οι πατάτες ένα ποίημα, καθόλου διαφορετικό από εκείνο που θα έβρισκα ένα κυριακάτικο μεσημέρι στο κέντρο ενός οικογενειακού τραπεζιού με αύρα παλιάς Αθήνας.
Από τότε, τα μαγειρέματα του Αντωνόπουλου ερχόντουσαν συχνά στο σπίτι. Το μόνο που έπρεπε να θυμόμαστε είναι ότι το μαγαζί κλείνει στις πέντε το απόγευμα και δεν έπρεπε να αφήνουμε τη δουλειά να καθυστερεί τόσο πολύ το μεσημεριανό μας. Φυσιολογική ώρα για να κλείνει ένα τέτοιο μαγαζί. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να παραμένει ανοιχτό μέχρι αργά το απόγευμα ή το βράδυ.
Έτσι και οι πελάτες μαθαίνουν να φροντίζουν για το γεύμα τους αρκετά νωρίς και μπαίνουν στη διαδικασία να προσφέρουν στον εαυτό τους το απαραίτητο διάλειμμα για φαγητό, η ώρα του οποίου πολλές φορές καταπατάται λόγω αδικαιολόγητου φόρτου εργασίας.
Στην κουζίνα του Αντωνόπουλου βρίσκονται από νωρίς τα αδέλφια. Οι προμηθευτές τους τους φέρνουν στην πόρτα όλα εκείνα που χρειάζονται. Έχουν χρόνια συνεργασίες με κρεοπωλεία, μανάβικα και ψαράδικα και είναι σίγουροι πως ό,τι μπαίνει στην κουζίνα τους είναι φρέσκο και αγνό. Η Έφη ξεκινά την προετοιμασία με το καθάρισμα των λαχανικών και των ψαριών και ο Κώστας έχει πάνω του όλο το μαγείρεμα.
«Φτιάχνω καθημερινά παραπάνω από είκοσι φαγητά γιατί δεν θέλω κανείς να είναι παραπονεμένος. Έτσι έμαθα από παλιά και έτσι συνεχίζω. Φροντίζω, μόνο, να μην κάνω πολλές μερίδες από κάθε φαγητό. Ό,τι μένει ή το παίρνουμε σπίτι για τις οικογένειές μας ή το μοιράζουμε σε όσους έχουν ανάγκη».
Προσπαθώ να καταλάβω πώς κατάφεραν να διατηρήσουν ένα μαγαζί σε μια γειτονιά που έχασε το μεγαλύτερο μέρος των μόνιμων κατοίκων της γιατί αναπτύχθηκε μεγάλη εγκληματικότητα στους δρόμους της και έχασε την αίγλη της.
«Τα πράγματα σίγουρα ήταν αλλιώς παλιά. Κάθε μεσημέρι έξω από την πόρτα μας υπήρχαν ουρές κόσμου που ήθελε είτε να φάει το μεσημεριανό του στη σάλα είτε να το πάρει μαζί του στη δουλειά. Σήμερα, τα περισσότερα μαγαζιά έχουν κλείσει και οι υπηρεσίες έχουν μεταφερθεί. Αν δεν είχαμε αναπτύξει από νωρίς τη διανομή, δεν θα είχαμε αντέξει.
Σε αυτό βοήθησαν πολύ και οι νέες πλατφόρμες διανομής που δίνουν τη δυνατότητα να φτάνει το φαγητό μας σε όλη την Αθήνα. Την Αριστοτέλους δεν την περπατάει πια κόσμος. Λένε ότι θα αλλάξει σιγά-σιγά όλο αυτό, αλλά σίγουρα δεν υπάρχει περίπτωση να γίνει αυτό από τη μια στιγμή στην άλλη», μου λέει η Έφη. Σίγουρα δεν θα αλλάξει άμεσα η συγκεκριμένη περιοχή των Αθηνών ούτε και θα αποκτήσει την παλιά της αρχοντιά με ένα μαγικό ραβδάκι.
Γελάω συχνά με όσους προσπαθούν να μας πείσουν ότι έχουν γίνει hype η πλατεία Αμερικής, η Κολιάτσου ή η Κυψέλη. Αλλάζουν, όμως. Οι νέοι αρχίζουν να τις ανακαλύπτουν. Έχουν, βλέπεις, λιγότερη προκατάληψη μέσα τους και μεγαλύτερη ικανότητα να οσμίζονται τον παλμό της πόλης και σίγουρα αξίζει να σταθούμε στα μαγαζιά που υπάρχουν σε αυτές τις γειτονιές και να ενισχύσουμε τους ανθρώπους που επέλεξαν να μείνουν και να μην το βάλουν στα πόδια».
Στο μαγαζί του Αντωνόπουλου μπορείς να πας ένα μεσημεράκι, μετά τις δουλειές σου στο κέντρο, για να φας εκείνες τις νοστιμιές που ποτέ δεν προλαβαίνεις να φτιάξεις στο σπίτι σου. Φυσικά, μπορείς να παραγγείλεις ό,τι θέλεις και να σου έρθει στην πόρτα σε λίγα μόλις λεπτά. Σίγουρα θα δυσκολευτείς να επιλέξεις.
Αν η μέρα είναι χειμωνιάτικη, βαριά και θέλεις κάτι να σε μεταφέρει νοητά σε ένα βουνίσιο χωριό, θα πάρεις γίδα βραστή. Αν θέλεις κάτι να γιατρέψει το μέσα σου και να ξεκουράσει το στομάχι σου, θα προτιμήσεις τον πατσά.
Για κρυολογήματα αλλά και για να θυμηθείς την κουζίνα της γιαγιάς σου, θα προτιμήσεις τα μπαμπάτσικα γιουβαρλάκια ή τη ζεστή κοτόσουπα, και τα δυο με μπόλικο, βελούδινο αυγολέμονο. Φυσικά, υπάρχει και σούπα με το μοσχάρι στην εκδοχή με ντομάτα και μεγάλο κριθαράκι. Οι σούπες σερβίρονται ή αποστέλλονται σε δύο μέρη: στο ένα υπάρχει ο ζωμός και στο άλλο το κρέας και τα λαχανικά.
Εξαιρετικό το χοιρινό με τις πατάτες και τη γραβιέρα αλλά και το μοσχράκι της γάστρας. Φυσικά, δεν πρέπει να περιφρονήσεις τα λαδερά γιατί ο Κώστας είναι μάστορας της κατσαρόλας. Γενναίες μερίδες από αρακά με πατάτες, μοσχοβολιστό μπριάμ, γεμιστά, φασολάκια, μπάμιες με κοτόπουλο αλλά και απολαυστικό πρασόρυζο που θα συνοδεύσεις με φέτα ή στραγγιστό γιαούρτι.
Στον Αντωνόπουλο θα βρεις ακόμη λαχταριστές πατάτες τηγανητές αλλά και φούρνου, μελωμένες όπως πρέπει. Για τους μερακλήδες υπάρχει βακαλάος με σκορδαλιά και για τους προσεχτικούς ψάρι ψητό με βραστά λαχανικά.
Αν παραγγείλεις την τυχερή σου μέρα, θα βρεις γαύρο τηγανισμένο με μαεστρία, τραγανιστό και υπέροχο. Το καλύτερο είναι ότι από κανένα φαγητό δεν λείπει το αλάτι αλλά και τίποτα δεν είναι υπερβολικά καρυκευμένο έτσι ώστε να βαραίνει το στομάχι.
Στην Αριστοτέλους εδώ και πολλά-πολλά χρόνια δεν τριγυρίζει η Αργυρώ για να βγάζει από τις τσέπες της φλούδες μανταρίνι και να μας ρίχνει στα μάτια. Αν σκύψεις όμως στις πλάκες του πεζοδρομίου και στήσεις αυτί, θα ακούσεις ακόμη φωνές παιδιών και γέλια. Χαίρομαι που υπάρχει ο Αντωνόπουλος για να μπορώ, μετά τις βόλτες που κάνω, μετρώντας πολύτιμα κτίρια, να πιω ένα ποτήρι κρασί και να φάω αληθινό φαγητό. Κάτι τέτοια μαγαζιά έσωσαν τις γειτονιές μας.
Αντωνόπουλος 1971, Αριστοτέλους 37, Αθήνα
Τηλ.: 210 8211462, 210 8221852
www.e-stiatorio.gr