Ένα cozy ουισκάδικο στο Περιστέρι
Στις αρχές της δεκαετίας του ‘30, στη συνοικία της Ανθούπολης αρχίζει να λειτουργεί ένα λιγνιτωρυχείο που κατά την περίοδο της Κατοχής θα πωληθεί σε Ιταλούς. Λόγω των ζημιών, των ρωγμών, ακόμα και των καθιζήσεων που προκαλούνται στα σπίτια τους, οι κάτοικοι θα εξεγερθούν ενάντια στις εξορύξεις την άνοιξη του ‘56 και θα τις σταματήσουν.
Αυτή είναι η σύντομη ιστορία που εξηγεί γιατί μπορεί να ακούσετε να αποκαλούν την Ανθούπολη «κάρβουνο», γιατί το νέο μπαρ του Περιστερίου βαφτίστηκε The Coal Mine καθώς και τον λόγο που κάνει δοκιμές για να μετατρέψει την καρμπονάρα σε χαρακτηριστικό του πιάτο.
Γέννημα-θρέμμα της περιοχής, ο Σπύρος Κατσιβέλης μετράει πάνω από δύο δεκαετίες πίσω από τις μπάρες, έτσι πολύ πρόσφατα αποφάσισε να στήσει τη δική του με περισσότερες από διακόσιες ετικέτες ουίσκι από Σκωτία, Ιρλανδία, Αμερική, Καναδά, Ιαπωνία, Ταϊβάν, Ιταλία, Βέλγιο, Σουηδία, Ινδία.
Ήθελε να αποφύγει τα σημεία-περαντζάδες της περιοχής και βρήκε έναν χώρο τριάντα έξι τετραγωνικών απέναντι από μια μεγάλη πλατεία. Από τα ηχεία του βγαίνουν ηλεκτρονικοί, soul, funk και rap ήχοι. Έχει μια λίστα με cocktails επιμελημένα από τον Αλέξανδρο Γκικόπουλο, με συνταγές όπως το «Revolution» για το οποίο μπλεντάρουν δύο premium μπέρμπον, προσθέτουν το δικό τους σιρόπι από καραμελωμένα φουντούκια και ένα ακόμα σιρόπι από cookies, έλαια και bitters.
Στόχος του δημιουργού του νέου και cosy ουισκάδικου της πόλης είναι να μας προτείνει τρόπους ώστε να πίνουμε ουίσκι όλο τον χρόνο, να μας κατευθύνει και να μας προσφέρει ένα whiskey soda, καταρρίπτοντας το κλισέ που θέλει αυτό το απόσταγμα να είναι κατάλληλο μόνο για τον βαρύ χειμώνα. Έχει όμως και πολλές ετικέτες σε ρούμι και τζιν, αν δεν πείθεστε με τίποτα.
The Coal Mine, Αγίου Κηρύκου 2, Περιστέρι, 210 5780460
Ένα craft brewery μέσα σε ένα παλιό σιδηρουργείο της Ηλιούπολης
Μόλις λίγα βήματα από το μετρό του Αγίου Δημητρίου, χωμένο σε ένα στενό της Ηλιούπολης χωρίς πιάτσα εξόδου κοντά, δημιουργήθηκε ένα μπαρ ειδικού σκοπού. Η Ελευθερία και ο Τάσος Παπαδάκης μαζί με τον Γιάννη Ψιμούλη, που ξεκίνησε την ενασχόλησή του με την μπίρα ως homebrewer, έστησαν ένα taproom.
Το Paragon είναι αυτό που λέμε «από την παραγωγή στην κατανάλωση», αφού την ώρα που απολαμβάνετε την μπίρα σας θα δείτε κίνηση, ίσως και υδρατμούς από το μικροζυθοποιείο, το οποίο χωρίζεται από την μπάρα του taproom με μια κατασκευή από γυαλί και σιδερένιες καμάρες.
Σε συνεργασία με την αρχιτέκτονα Μαντώ Σαμίου, μετέτρεψαν ένα παλιό σιδηρουργείο τριακοσίων είκοσι τετραγωνικών σε έναν εντυπωσιακό χώρο που σέβεται το industrial παρελθόν του. Με έμπνευση από τα ταξίδια τους και σε αμερικάνικα πρότυπα, το craft brewery που έστησαν δεν θυμίζει τις μπιραρίες στις οποίες έβγαιναν οι Αθηναίοι στο παρελθόν.
«Δεν θέλουμε να βαραίνει ο κόσμος με λουκάνικα, θέλουμε να γεύονται τις μπίρες μας, να καταλαβαίνουν τις γεύσεις και τα αρώματά τους», όπως λένε. Αυτό που σκέφτονται να σερβίρουν μελλοντικά είναι πίτσα από ξυλόφουρνο, και μόνο.
Όσο για τις μπίρες που παράγει η πρώτη μικροζυθοποιία με taproom των Νοτίων Προαστίων, η μία είναι η crispy και δροσιστική helles lager «Riviera», η φρούτωδης και ελαφρώς πικρή «Falifornia» -μια american pale ale που είναι και το μεγάλο τους σουξέ γιατί «καλύπτει και τους αρχάριους αλλά και τους προχωρημένους που θέλει να ξεκινήσουν με κάτι ελαφρύ»-, η πιο πικρή και πιο φρουτώδης «Άρρηκτος», μια India pale ale που έχουν φτιάξει σε συνεργασία με τη ζυθοποιία Αναστασίου από τα Βόρεια. Φιλοξενούν άλλες επτά μπίρες της φιλοσοφίας τους, που σερβίρονται απευθείας από την κάνουλα και δέκα μπουκάλια που ανανεώνονται κάθε βδομάδα.
Μπορούν να σας δώσουν να δοκιμάσετε πριν επιλέξετε τι θα παραγγείλετε, ενώ θα βρείτε προτάσεις από 3 ευρώ έως 55 που κοστίζει μια βέλγικη, δυσεύρετη και ελαφρώς ξινή μπίρα ανοιχτής ζύμωσης την οποία έχουν προμηθευτεί.
Δουλεύοντας με self service εξυπηρέτηση, προσφέρουν επίσης κρασί και premium ετικέτες σε ουίσκι, προκειμένου να μη σπάνε οι παρέες αν ανάμεσά τους υπάρχουν και κάποιοι που δεν είναι λάτρεις της μπίρας. Όσο για τις μουσικές που επιλέγουν, ξεκινάνε με old school hip-hop και περνάνε στην irish και τη ska punk.
Paragon Brewery & Taproom, Λεμεσού 3, Ηλιούπολη, 6906 208212
Ένα listening bar στην Αγία Παρασκευή
Στη Νέα Υόρκη, στο Τόκιο, στο Λονδίνο, στο Δουβλίνο, στη Ρώμη, στο Άμστερνταμ υπάρχουν κάποια μπαρ που δίνουν έμφαση στον ποιοτικό ήχο, τόσο ώστε εκείνοι που τα ανοίγουν να επενδύουν τουλάχιστον το μισό -μπορεί και παραπάνω- από το budget τους στον εξοπλισμό που χαρίζει άψογη ακουστική στον χώρο τους. Αυτά είναι τα λεγόμενα audiophile bars, και το πρώτο που αυτοπροσδιορίζεται ως τέτοιο στην Αθήνα κρύφτηκε σε ένα εμπορικό κέντρο της Αγίας Παρασκευής.
Στα τριάντα τρία του χρόνια και σε τριάντα δύο μακρόστενα τετραγωνικά μέτρα, ο Βασίλης Τσομπανίδης παίζει από Pink Floyd μέχρι Χατζιδάκι από τη συλλογή βινυλίων του. «Γεννήθηκα και μεγάλωσα εδώ, είναι η γειτονιά μου, από την οποία έλειπε όλα αυτά τα χρόνια ένα μπαρ με ρετρό αισθητική, που θα μπορούσε να καλύψει την ανάγκη για καλή μουσική, για ποιοτικό αλλά προσιτό ποτό. Όσο για τα μπαρ που επενδύουν στον ήχο τους, πιστεύω ότι τα επόμενα χρόνια θα αποτελέσουν τάση».
Επιστρέφοντας από το Δουβλίνο στο οποίο εργάστηκε ως bar manager σε μεγάλο όμιλο, αποφάσισε να κάνει το πρώτο δικό του βήμα και να στήσει έναν ατμοσφαιρικό χώρο δίνοντάς του το όνομα Finos, μια λέξη που ο ίδιος χρησιμοποιεί όταν θέλει να περιγράψει «κάτι που είναι ωραίο και ολοκληρωμένο».
Ακούμε τη μουσική που επιλέγουν πεντακάθαρα, βλέπουμε να φτιάχνουν μπροστά μας την μπίρα που βάζουν στο ποτήρι μας, μας δίνουν να δοκιμάσουμε ουίσκι από την Ινδία, έχουν και ψαγμένο bar food. Αυτά συμβαίνουν πλέον και εκτός κέντρου, έτσι που πλέον δεν έχει τόσο νόημα ο όρος «συνοικιακό μπαρ».
Στην κάβα του υπάρχουν επιλογές πέρα από τις βασικές σε ουίσκι, ρούμι και τζιν, τα cocktails του είναι κλασικά με διακριτικά twists προκειμένου να καταφέρει να προσφέρει negroni, boulevardier και singapore sling ακόμα και σε εκείνους που δεν θα τα έχουν δοκιμάσει ή δεν θα τα επέλεγαν αυθόρμητα. Για παράδειγμα, κάνει το old fashioned πιο εύκολο και ‘80s με καναδέζικο ουίσκι και μαρασκίνο.
Παράλληλα έχει στη συλλογή του premium βερμούτ και μια σύντομη οινική λίστα φτιαγμένη μόνο από ετικέτες του γαλλικού αμπελώνα. Ετοιμάζει και μερικά κρύα πιάτα ως συνοδευτικά όσων προσφέρει το μπαρ, καρπάτσιο μοσχάρι, vitello tonnato και λίγα γαλλικά τυριά.
Παππούς του ήταν ο Βασίλης Δημητρίου, ο ζωγράφος των χαρακτηριστικών αφισών του κινηματογράφου Αθήναιον. Εκτός από το αξιοθαύμαστο hi -fi σκηνικό που έχει να επιδείξει, το Finos είναι ένα μπαρ που σκοπεύει να λειτουργήσει και ως γκαλερί, με τα πρώτα του έργα να είναι εικοσιπέντε από αυτές τις αφίσες-κληρονομιά, τις οποίες ο Βασίλης Τσομπανίδης έχει ψηφιοποιήσει και διαθέτει σε αριθμημένα αντίτυπα. Στην πορεία, σκοπός του είναι να συνεργαστεί με νέους Έλληνες καλλιτέχνες, ζωγράφους και φωτογράφους με αισθητική που θα συνάδει με αυτή του μπαρ.
Ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι έχει δύο εισόδους, τη μία στη στοά του εμπορικού κέντρου και την άλλη, την κεντρική, στον πεζόδρομο παραπλεύρως του κτιρίου, οπότε θα δείτε κόσμο να κοιτάει μέσα από την dark πρόσοψή του και μετά να κάνει τον κύκλο, ακολουθώντας τη μουσική, που ακούγεται από τη δευτερεύουσα πόρτα του κάθε φορά που ανοίγει. Είναι κι αυτό ένα κομμάτι της γοητείας του. Πάντως, μπορείτε να το βρείτε πιο εύκολα από την οδό Ελευθερίας.
Finos Audiophile & Gallery Bar, Αγίου Ιωάννου 63 & Ελευθερίας 1, Αγία Παρασκευή, 6993 000272
Ένα μπαρ ανάμεσα στο κλασικό και το μοντέρνο στο Νέο Ψυχικό
Ένας από τους πιο εμβληματικούς bartenders της ελληνικής σκηνής, ο Χρήστος Χουσέας, επέστρεψε δυναμικά αναλαμβάνοντας την επιμέλεια ενός μπαρ που ισορροπεί ανάμεσα στο χθες και το σήμερα, από την εμφάνισή του μέχρι τα ποτά του.
Με τη σχεδιαστική υπογραφή της DK architects και με την Αθηνά Συνεσίου στη διακόσμηση, το Zebra έχει ντυθεί με ταπετσαρίες, έχει αρκετές εξωτικές πινελιές, βελούδινα καθίσματα και μια επιβλητική, χάλκινη, ανάγλυφη και φλοράλ μπάρα, ενώ κρύβει και μια κομψή αυλή.
Ένας ακόμα σημαντικός bartender, ο Ηλίας Μαρινάκης, ετοιμάζει τόσο κλασικές συνταγές όσο και τις twisted εκδοχές τους. Η παραλλαγή του Mai Tai που στη λίστα αναγράφεται ως «Palo Santo» και εντυπωσιάζει καθώς καπνίζεται μπροστά μας, το Ν&F last words φτιαγμένο από μεσκάλ εμπλουτισμένο με φράουλα, με καβουρδισμένο ανανά, μαστίχα, Aperol, λικέρ Chartreuse, λάιμ, μαύρο πιπέρι, καθώς και το rhum & tati με παλαιωμένο ρούμι και rhum agricole, με Aperol, μπανάνα και φύλλα σύκου εμπλουτισμένα με amontillado, με τόνκα και νέκταρ αμυγδάλου είναι από τις ιδιαίτερες προτάσεις του που πρέπει να δοκιμάσετε. Όσο για το bar food του με τις διεθνείς επιρροές, ξεχωρίζουν τα mini burgers με black angus, διπλό μπέικον, διπλό τσένταρ και καραμελωμένα κρεμμύδια και οι κροκέτες μπακαλιάρου με μαύρο σκόρδο, λεμόνι, πάνκο και μπεσαμέλ από μελάνι καλαμαριού.
Όπως και το Finos της Αγίας Παρασκευής έτσι και το Zebra του Νέου Ψυχικού έχει δώσει σημασία στον ήχο του, που «είναι ένας από τους πιο καθαρούς της πόλης», όπως δηλώνει η ομάδα του. Η μουσική του έχει συνήθως funk και soul κατεύθυνση, ενώ τα decks του αναλαμβάνουν DJ-ζωντανοί θρύλοι της αθηναϊκής νύχτας όπως ο Quentin και ο Iznogood.
Zebra , Περικλέους 7, Νέο Ψυχικό, 6986 391009
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.