«Μου 'πε ότι μόλις είχε τηλεφωνήσει κάποιος που λεγόταν Εστεμπάν και ότι είχαν βρει τον πατέρα μου νεκρό στη μικρή πόλη του Μπερναλίλο». Έτσι ξεκινάει ένα αυτοβιογραφικό του διήγημα ο Αμερικανός συγγραφέας και ηθοποιός Σαμ Σέπαρντ. Παρακάτω περιγράφει πώς ο Μεξικανός γείτονας του πατέρα του τον οδήγησε στην άδεια γκαρσονιέρα. Εκεί τον άγγιξε ελαφρά στον ώμο, σαν να του έλεγε «καλή τύχη», κι ύστερα έφυγε. Αυτός έμεινε ακίνητος. «Ο ίδιος φόβος που με κυρίευε μπροστά στο κατώφλι του, ακόμα κι όταν ήταν ζωντανός».
Έπειτα μπαίνει μέσα και περπατάει στο άδειο διαμέρισμα. Μισοφαγωμένες κονσέρβες τόνου, μπολ με ξεραμένη σούπα, στοίβες του «Νational Geographic», ένα βάζο από φιστικοβούτυρο μισογεμάτο με καφέ νερό, μουλιασμένες γόπες τσιγάρων και κάπου ανάμεσα σε αυτά στοίβες από γράμματα που είχε γράψει. Τα σήκωσε και τα κοίταξε. Ένα από αυτά είχε το όνομά του απ' έξω. Το είχε γράψει ο πατέρας του για εκείνον, αλλά δεν του το έστειλε ποτέ. Το διάβασε. Στην τελευταία φράση του γράμματος έλεγε: «Θα σε δω στα όνειρά μου».
* * *
Το καλοκαίρι μπήκε τρεις φορές στο νοσοκομείο. Την τελευταία φορά θυμάμαι πως είχα γυρίσει εκτάκτως από το χωριό. Ήταν Αύγουστος. Είχα καταλάβει ότι κάτι πιο δύσκολο συμβαίνει. Τότε, επί μία εβδομάδα, όσο καιρό ήταν στο νοσοκομείο, έβλεπα κάθε μέρα τον ίδιο εφιάλτη. Κοιμόμουν τέσσερις το πρωί και ξυπνούσα επτά – μόνο τρεις ώρες, αλλά κάθε μέρα έβλεπα το ίδιο όνειρο: ότι ζω χωρίς τον πατέρα μου.
Έβλεπα πως έχω κανονικά τη ρουτίνα μου, την καθημερινότητά μου, αλλά σε αυτήν δεν υπήρχε πια ο πατέρας μου. Σαν να μου είχαν ανακοινώσει πως είχε πεθάνει και έπρεπε να μάθω να ζω με αυτό. Ζούσα με αυτό και έκλαιγα στον ύπνο μου, θυμάμαι πως έκλαιγα με λυγμούς. Και ξυπνούσα το πρωί και έλεγα «είναι όνειρο». Είχα το κινητό δίπλα μου, γιατί φοβόμουν ότι θα με πάρουν και θα μου το πουν. Είχα έτοιμα τα ρούχα, αν με πάρουν, να πάω γρήγορα στο νοσοκομείο.
Όταν, μία εβδομάδα μετά, έμαθα πως πέθανε, δεν έκλαψα. Είχα κλάψει γι' αυτόν στον ύπνο μου όλη την προηγούμενη εβδομάδα. Έκλαψα μόνο όταν το ανακοινώσαμε στον μικρό μου αδελφό. Εγώ τότε ήμουν είκοσι, αυτός δεκατεσσάρων. Τη μέρα του θανάτου του εκείνος είχε πάει να μείνει σε έναν φίλο του. Ήξερε μόνο πως ο μπαμπάς ήταν στο νοσοκομείο. Μόλις το άκουσε, είπε: «Εντάξει, έχουμε ακόμη τη μαμά».
Η μέρα της κηδείας είναι παράξενη. Κάθεσαι σε μια ξύλινη καρέκλα, ακούς κλάματα τριγύρω. Αλλά το πιο δύσκολο είναι μετά, όταν γυρνάς σπίτι και δεν είναι πια εκεί. Βλέπεις έναν άδειο καναπέ. Δεν είναι σταδιακή η μετάβαση. Είναι απότομη και βίαιη, όσο και αν νομίζεις πως έχεις προετοιμαστεί.
Με δική του προτροπή, επειδή πήγαινα σε ιδιωτικό, δοκίμασα και το μάθημα της μουσικής, που γινόταν μετά το τέλος του οχταώρου. Εντάξει, μου άρεσε, αλλά δεν τρελαινόμουν. Όταν τελείωσα την έκτη δημοτικού, είχε έναν φίλο καθηγητή μουσικής και μου είπε «πήγαινε και σε αυτόν. Για λίγο, ένα εξάμηνο. Και αν δεν σου αρέσει, πας ποδόσφαιρο». E, και μου άρεσε. Και από τότε ασχολούμαι σχεδόν καθημερινά με τη μουσική.
Καμιά φορά θες ένα σπρώξιμο, μια καθοδήγηση από τους γονείς. Και θα ήθελα να είχε προλάβει να έρθει σε μερικά λάιβ που έκανα σε κάποια μαγαζιά. Γιατί η μουσική ήταν πάντα κάτι δικό μας. Θα ήθελα να δει ότι το συνεχίζω ακόμη.
Φοβάμαι μην ξεχάσω πράγματα. Φοβάμαι ότι δεν θα μπορώ να τον ανακαλέσω στη μνήμη μου χωρίς να χρειαστεί να δω κάποια φωτογραφία, φοβάμαι μην ξεχάσω τον τρόπο που σκεφτόταν, φοβάμαι μην ξεχάσω το αίσθημα της ασφάλειας όταν αγκαλιαζόμασταν.
Αναπολώ και απλές στιγμές. Τα καλοκαίρια, ας πούμε, που με έπαιρνε στη δουλειά. Δούλευε χρόνια στον ΟΤΕ. Με άφηνε στο γραφείο του, μου έδινε μια τυρόπιτα κι εγώ έπαιζα Σούπερ Μάριο. Θυμάμαι και τη διαδρομή μέχρι τη δουλειά του. Περνούσαμε από το κέντρο της Αθήνας. Καλοκαίρι, ζεστές μέρες. Περιμέναμε στην κίνηση, αλλά δεν με ένοιαζε. Υπήρχε κάτι σε όλο αυτό που μου άρεσε.
Ένιωσα την απουσία του στους πρώτους αγώνες του Παναθηναϊκού μετά που πέθανε. Με τον αδελφό μου προσπαθήσαμε να αποκτήσουμε νέες συνήθειες. Αλλάξαμε την καφετέρια όπου βλέπαμε όλοι μαζί τους αγώνες. Όταν, όμως, πηγαίναμε στο χωριό, ένιωθα το ίδιο συναίσθημα. Στο πατρικό μας, στην Αθήνα, επειδή μέναμε κάθε μέρα εκεί, αναγκαστικά είχαμε συνηθίσει την απουσία του. Αλλά στο χωριό ακόμη δεν είχε εισχωρήσει η ρουτίνα για να σβήσει την ανάμνησή του.
Τα πρώτα ψυχοσωματικά μού εμφανίστηκαν όταν επισκέφτηκα ξανά το χωριό μας, στην Πελοπόννησο. Ακόμη δεν μου είναι ευχάριστη η επιστροφή στο χωριό. Και τις γιορτές και τα Χριστούγεννα είναι κάπως πιο δύσκολα, γιατί είχε τη γιορτή του τότε και αυτός ο μήνας ήταν πάντα δικός του. Ξέρεις, επειδή τον γιορτάζαμε. Θέλει χρόνο για να το αποδεχτείς. Βήμα-βήμα. Με βοήθησε πολύ η μητέρα μου με τη στάση της. Η λύτρωση, όμως, ίσως και να ήρθε από την ενασχόλησή μου με τη μουσική.
Φοβάμαι μην ξεχάσω πράγματα. Φοβάμαι ότι δεν θα μπορώ να τον ανακαλέσω στη μνήμη μου χωρίς να χρειαστεί να δω κάποια φωτογραφία, φοβάμαι μην ξεχάσω τον τρόπο που σκεφτόταν, φοβάμαι μην ξεχάσω το αίσθημα της ασφάλειας όταν αγκαλιαζόμασταν.
Μια ιδιαίτερη στιγμή ήταν όταν πήγα να τον δω στο Λαϊκό Νοσοκομείο, λίγο πριν πεθάνει. Όπως σου είπα, είχα γυρίσει από το χωριό μας. Με ρώτησε πώς πέρασα εκεί. Του είπα πως του χρόνου θα πάμε μαζί. Του θύμισα και μια ωραία στιγμή, περίπου δέκα χρόνια πριν. Είχαμε πάει σ’ έναν γάμο εκεί και επιστρέφαμε με το αμάξι. Ο πατέρας μου έκοψε δρόμο από κάτι χωράφια. Έβαλε μια κασέτα ρεμπέτικα. Κι έτσι όπως οδηγούσε, ξαφνικά σταμάτησε και βγήκε από το αμάξι.
Εγώ δεν κατάλαβα, τον κοίταξα μέσα από το παρμπρίζ και τον είδα που άρχισε να χορεύει. Βγήκαμε όλοι και του χτυπούσαμε παλαμάκια. Ε, και του το θύμισα, του είπα, «θα το ξαναζήσουμε αυτό» ή κάτι τέτοιο. Και μου είπε «Πάνο, μάλλον όχι». Και αυτό είναι που με εντυπωσίασε. Ήταν πολύ συνειδητοποιημένος ακόμη και στο τέλος. Και ήρεμος, στιβαρός. Ούτε θυμός, ούτε απογοήτευση.
Ήταν ακόμη καλύτερος άνθρωπος από αυτό που θυμάμαι και κρατάω την αξιοπρέπειά του μέχρι το τέλος. Ίσως να πήγαζε από αυτό που μου έλεγε και η μάνα μου: «Ήταν εντάξει με τη ζωή του, δεν μετάνιωσε καμία επιλογή». Και αυτή είναι, ίσως, η σημαντικότερη παρακαταθήκη του σ' εμένα. Καταλαβα ότι το πιο σημαντικό, όσο είμαστε εδώ, είναι ότι πρεπει να κάνουμε πράγματα που δεν θα μετανιώσουμε. Γι' αυτό δεν μπορώ να συμβιβαστώ. Ούτε στα επαγγελματικά ούτε στις σχέσεις μου – φιλικές, ερωτικές, οτιδήποτε. Δεν μπορώ και δεν πρέπει. Πρέπει να βρούμε τρόπο να κάνουμε μόνο όσα θέλουμε. Γιατί αυτήν τη γαλήνη του στο τέλος εγώ την ονειρεύομαι και για μένα.
— Παναγιώτης
* * *
Θα ήθελα να βάλω έναν τίτλο στη συζήτηση αυτή. Όταν σκέφτομαι τον θάνατο του πατέρα μου, έχω στον νου μου τη λέξη «απώθηση». Απώθηση του θανάτου και απόκρυψη.
Θυμάμαι τη στιγμή που έμαθα πως ο μπαμπάς μου ήταν άρρωστος. Οι γονείς μου είχαν χωρίσει κι εγώ έμενα με τη μαμά μου. Ήμουν οκτώ ετών, στην κρεβατοκάμαρά της, και έπαιζα. Καθώς ετοιμάζοταν, μου είπε: «Θέλω να σου πω κάτι. Ο μπαμπάς είναι άρρωστος». Της είπα: «Α, και μετά από πόσο καιρό θα γίνει καλά; Mπορεί και να περάσουν και δεκαπέντε μέρες;». Και εκείνη μου είπε: «Μπορεί να περάσουν και δεκαπέντε μέρες. Θα δούμε. Μπορεί και να γίνει καλά».
Και από τότε δρομολογήθηκε μια μεγάλη απόκρυψη. Και ενώ με τους γονείς μου γενικά μιλούσαμε και μου είχαν μάθει τον διάλογο, ξαφνικά γι' αυτό δεν μιλάει κανείς. Από κει που πήγαινα κάθε Σ/Κ να τον δω, σταματάω να πηγαίνω. Αρχίζει να πλανάται ένα συναίσθημα επικείμενης δυστυχίας που δημιουργεί πολλά συμπλέγματα, τα οποία με καθόρισαν ως άνθρωπο και από τα οποία προσπαθώ να ξεφύγω. Μια δυστυχία για την οποία δεν μιλάς, αλλά την αισθάνεσαι. Στις σιωπές, όταν κάθεσαι να φας, στις επισκέψεις στο σπίτι, στο κλίμα κατά τη διάρκειά τους. Αλλά είσαι μικρό παιδί και δεν είσαι σίγουρος. Λες μη ρωτήσω και τιμωρηθώ κιόλας. Δεν ήξερα τι συμβαίνει.
Από τη στιγμή που ξεκινά η ασθένεια του πατέρα μου –ξεκίνησε στα τριάντα τρία και πέθανε στα τριάντα πέντε– ακολουθεί μια μεγάλη σωματική κατάπτωση, την οποία εγώ δεν τη βλέπω. Δεν με αφήνουν να τη δω.
Θυμάμαι μια φορά που πήγα να τον δω, καιρό μετά. Ο πατέρας μου, πριν από την ασθένεια, ήταν γεροδεμένος, ωραίος άνδρας, ψηλός, και ξαφνικά αυτήν τη φιγούρα την αντικαθιστά μια εικόνα του πατέρα μου κάτισχνου, με μακριά μαλλιά, σαν βιβλική φιγούρα.
Ο θάνατος πρέπει να επικοινωνηθεί, αλλιώς σε στοιχειώνει. Πρέπει να τον συζητήσεις, να τον φέρνεις μπροστά σου. Για να κάνουμε, όπως λέει ο Εμπειρίκος, «τον θάνατο, οίστρο της ζωής», πρέπει πρώτα να μιλήσουμε γι' αυτόν.
Και η τρίτη στιγμή –γιατί μόνο τρεις θυμάμαι πραγματικά απ' όταν αρρώστησε– είναι όταν πεθανε. Εγώ τότε είμαι δέκα ετών και βρίσκομαι στο οικογενειακό κάμπινγκ, που έχουμε ως επιχείρηση. Ο πατέρας μου εκείνες τις μέρες είναι μάλλον στο νοσοκομείο. Δεν ήξερα και σίγουρα. Έρχεται ο θείος μου και μου λέει «πάμε στο νοσοκομείο». Πάω στο νοσοκομείο, χωρίς να ξέρω τι πάω να κάνω εκεί. Μου λέει «πρέπει να του μιλήσεις, γιατί φεύγει».
Και μόλις φτάνουμε, κατεβαίνω από το μηχανάκι του θείου και βλέπω τη μάνα μου να βγαίνει από το νοσοκομείο και να μου λέει ότι δεν πρόλαβα. Η μάνα μου με παίρνει αγκαλιά, κλαίει, αλλά εγώ τίποτα. Πάγος. Τίποτα. Επειδή δεν βίωσα την ασθένειά του, ίσως να είχα πλάσει στον νου μου πως δεν είχε και τόση σημασία. Δεν έχω καταλάβει πραγματικά τι έχει συμβεί, άρα δεν με αφορά, άρα δεν κλαίω. Έτσι νόμιζα. Και από τότε αρχίζει μια περίοδος μακράς απώθησης του πένθους.
Στο δημοτικό, όταν πήγα σε καινούργια τάξη και με ρώτησαν τι δουλειά κάνει ο πατέρας σου, απάντησα μια φανταστική δουλειά που μου ήρθε στο μυαλό. Δεν είπα ότι έχει πεθάνει. Ή μια άλλη φορά, που με είχαν ρωτήσει πού είναι ο μπαμπάς, εγώ έδειξα έναν άλλον άνθρωπο. Τους λέω, εκεί είναι. Ίσως και γιατί ήθελα να αποφύγω τον οίκτο. Ο οίκτος είναι το χειρότερο αίσθημα που μπορείς να νιώσεις γύρω από αυτό. Το επόμενο διάστημα με αντιμετώπιζαν σαν κάτι το εξαιρετικό, που χρήζει φροντίδας. Εγώ είχα ανάγκη να φυσιολογικοποιηθεί η όλη κατάσταση. Έγινε. Προχωράμε.
Στα είκοσι τρία περίπου κοίταξα κατάματα τον θάνατο του πατέρα μου. Μέχρι τότε ένιωθα πως έπαιζα κρυφτούλι. Γιατί η διαδικασία τιυ πένθους προϋποθέτει κάποια στάδια. Αν υπερπηδήσεις μερικά, αναπτύσσονται ένα σωρό συμπλέγματα. Τιμωρία, ενοχές, τύψεις, απόκρυψη συναισθημάτων, ανασφάλειες.
Εγώ είχα και τρομερό αίσθημα εγκατάλειψης. Μπορεί να είχα έναν φίλο για χρόνια και αν μια μέρα δεν μου μιλούσε, νόμιζα πως δεν θα είμαστε πια φίλοι. Άλλο συμπλεγμα είναι και η αρρωστοφοβία. Αυτά, νομίζω, είναι ένας τρόπος να μπλοκάρεις το πένθος.
Περίπου στα είκοσι τρία πήγα σε ψυχοθεραπευτή. Πάντα ήθελα, αλλά για ασαφείς λόγους. Τότε είχα συγκεκριμένο αίτημα. Και η ψυχοθεραπεία είναι μια διαρκής προσπάθεια σύνδεσης με αυτό. Να δω το πένθος στην ολότητά του. Και μετά άρχισα να μην το χρησιμοποιώ αλλά να μιλάω γι' αυτό όταν πραγματικά προέκυπτε.
Σημαντική στιγμή ήταν όταν πήγα στον τάφο του πατέρα μου, πέρσι, στα είκοσι εννιά μου. Κι έκατσα λίγo εκεί. Ήταν σημαντικό, γιατί δεν είχα πάει ποτέ. Και έλεγα ότι δεν είχε κάτσει, συγκυρίες. Μαλακίες. Δεν πήγαινα γιατί φοβόμουν να αναμετρηθώ. Ήταν μια σημαντική στιγμή. Κατάφερα να πενθήσω, έστω και ετεροχρονισμένα.
Μέχρι τότε ζούσα με τις συνέπειες της αδυναμίας του πένθους. Πιστεύω ότι το πένθος είναι η μόνη απάντηση που έχουμε στον θάνατο. Και πρέπει να το πούμε αυτό, να γίνει ξεκάθαρο: πρέπει να πενθήσουμε. Έχει σημασία. Να το αφήσουμε να μας διαπεράσει. Να σωματικοποιηθεί. Να φωνάξουμε, να κλάψουμε.
Προφανώς η ζωή δεν είναι ένας δρόμος. Είναι πολλοί. Πώς το έλεγε κι ένας ποιητής, ο Xέλντερλιν; – «όπου υπάρχει κρίση, υπάρχει και δυνατότητα σωτηρίας». Για μένα ο θάνατος ήταν κρίση, και επώδυνη μάλιστα, αλλά ταυτόχρονα δημιούργησε μια ευκαιρία. Δεν ξέρω αν το φιλοσοφώ πολύ, αλλά έτσι το νιώθω.
Ο θάνατος του πατέρα μου αποτέλεσε για μένα μια σύνδεση με το αόρατο, με καταστάσεις της ζωής που είναι πίσω από σένα και δρομολογούν συνθήκες και γεγονότα, μια σύνδεση με αυτά που δεν ξέρουμε, αλλά προσπαθούμε να καταλάβουμε, που φοβόμαστε, αλλά θέλουμε και να προσεγγίσουμε. Δεν είναι τυχαίο που τότε άρχισε να με απασχολεί και η θρησκεία, να συζητάω με φίλους μου.
Εγώ τον θάνατο του πατέρα μου τον συζήτησα με τους φίλους μου. Μου στάθηκαν, αναρωτηθήκαμε μαζί τι είναι ο θάνατος, πώς συμβαίνει, τι είναι η ζωή. Και τότε είναι που άρχισα να ρωτάω και φίλους του πατέρα μου, προσπαθώντας να μάθω πληροφορίες για εκείνον. Και με αυτές άρχισα να πλάθω κάτι. Μια ακολουθία γεγονότων, ένα πρόσωπο. Και όταν κάτι το αναπαριστάς, παύεις να το φοβάσαι. Του φτιάχνεις μια όψη υλική κι αυτό σε βοηθάει να συμφιλιωθείς. Ο Φρόιντ σε ένα δοκίμιο λέει πως το πιο τρομακτικό είναι το ανοίκειο.
Όλη μου η ζωή είναι μια προσπάθεια να συνειδητοποιήσω την απώλεια, το πένθος. Αισθάνομαι ότι πηγαίνω υποσυνείδητα προς τα εκεί. Και πια το γνωρίζω καλά, γι’ αυτό ακριβώς σπούδασα και σπουδάζω λογοτεχνία – τώρα κάνω το διδακτορικό του πάνω στις σχέσεις λογοτεχνίας και ζωγραφικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Αποτελεί κι αυτό μια προσπάθεια να πενθήσω τον πατέρα μου.
Ο Μορίς Μπλανσό λέει πως «η λογοτεχνία είναι ένας χώρος του θανάτου». Η λογοτεχνία πενθεί διαρκώς μια απώλεια. Ο συγγραφέας πενθεί είτε κάτι που επιθύμησε και δεν πραγματοποιήθηκε είτε κάτι που είχε και έχασε. Ζητάει να απολυτρωθεί από αυτό. Το ίδιο και ο αναγνώστης. Η λογοτεχνία σού δίνει μια φασματική ζωή που μπορείς να κατοικήσεις. Όπως ακριβώς και το όνειρο – ούτε ζωντανό ούτε νεκρό. Κάτι ανάμεσα. Έτσι και η λογοτεχνία. Και σε αυτό το ανάμεσα υπάρχει χώρος για όσα είχαμε και χάσαμε.
Όμως έχω την αίσθηση πως σήμερα προσπαθούμε να αποκρύψουμε και να ξορκίσουμε τον θάνατο. Όπως τώρα, με τα θύματα της πανδημίας, που διαβάζουμε για απώλειες, όχι για θάνατο. Αυτός έφυγε, όχι πέθανε. Όπως τη δασκάλα μου στο δημοτικό, που μου είπε μπροστά σε όλη την τάξη πως ο πατέρας μου είναι στους αγγέλους, στον ουρανό και με βλέπει – δεν έφυγε. Γιατί αυτή η υπεκφυγή;
Ο θάνατος πρέπει να επικοινωνηθεί, αλλιώς σε στοιχειώνει. Πρέπει να τον συζητήσεις, να τον φέρνεις μπροστά σου. Για να κάνουμε, όπως λέει ο Εμπειρίκος, «τον θάνατο, οίστρο της ζωής», πρέπει πρώτα να μιλήσουμε γι' αυτόν. Να τον προσεγγίσουμε, να προσπαθήσουμε να τον μεταβολίσουμε και ύστερα να τον αξιοποιήσουμε.
— N.Σ.
* * *
Νομίζω πως και πριν πεθάνει ήθελα να γίνω οδοντίατρος. Εκείνος δεν μου είπε ποτέ «πήγαινε γίνε οδοντίατρος». Τώρα, που λειτουργώ ξανά το ιατρείο του, συνεργάζομαι και με οδοντοτεχνίτες με τους οποίους συνεργαζόταν κι εκείνος, έχω πελάτες που είχε εκείνος. Μου λένε πως ήταν καλός άνθρωπος και γιατρός.
Ήταν ξαφνικό, γιατί δεν είχε κανένα πρόβλημα υγείας. Ήταν δραστήριος, υγιέστατος, γι' αυτό ήταν εντελώς απρόσμενο. Ήταν μεσημέρι. Ήμασταν εγώ και η μάνα μου στο σπίτι, μαζί του. Αυτός είχε γυρίσει από τη δουλειά μεσημέρι –έτσι έκανε, γύριζε για λίγο, ξάπλωνε και μετά ξαναπήγαινε στο ιατρείο–, εγώ ήμουν στο δωμάτιο και διάβαζα. Τότε έδινα Πανελλήνιες.
Τον ακούω να σηκώνεται και να πηγαίνει προς το τζάκι, για να βάλει ξύλα. Ακούω όλες αυτές τις κινήσεις, δεν τις βλέπω, τις ακούω. Και μετά τίποτα και ύστερα ένας ήχος σαν πολύ βαριά ανάσα. Σηκώνομαι και τον βλέπω κάτω. Και θυμάμαι όλες τις κινήσεις μου, να το λέω στη μάνα μου που ήταν στη κουζίνα και είχε ένα μίξερ και δεν τον άκουσε, να παίρνουμε το ασθενοφορό, να τρέχουμε σε μια γιατρό στη γειτονιά μήπως μπορούσε να βοηθήσει, το ασθενοφόρο να έρχεται, το νοσοκομείο, τα επείγοντα.
Αυτό που έχω ξεχάσει είναι η φωνή του. Δεν μπορώ να την ανασύρω στο μυαλό μου, ούτε μπορώ να την αναπαραγάγω κάπως. Θα ήθελα να βρω ένα βίντεο όπου να μιλάει, να την ακούσω και να τη θυμηθώ, αλλά δεν υπάρχει. Την εικόνα, και μέσα από τις φωτογραφίες, την ανασύρω. Τη φωνή νομίζω ότι την έχω χάσει οριστικά.
Εκείνη την περίοδο η μάνα και η αδελφή μου το βίωναν αρκετά επώδυνα, γι’ αυτό εγώ ένιωσα ότι έπρεπε να είμαι πιο ψύχραιμος, λιγότερο εκδηλωτικός, να φαίνομαι εντάξει. Το οποίο δεν το μετανιώνω μεν, αλλά εκείνη την περίοδο δεν την έχω επεξεργαστεί καλά. Το συζήτησα μετά από δύο χρόνια, φοιτητής. Προφανώς ήταν καταπιεστικό. Ένιωθα πως έπρεπε να είμαι πιο σταθερός.
Πρώτη φορά που εκδήλωσα την πίεσή μου ήταν περίπου δύο μήνες μετά, όταν έπαθε λάστιχο το αμάξι της μάνας μου. Κατέβηκα μόνος μου να το φτιάξω – χωρίς να μου το ζητήσει εκείνη. Προσπαθώ, προσπαθώ, δεν τα καταφέρνω, εκνευρίζομαι, προσπαθώ κι άλλο και τότε βάζω τα κλάματα. Πρώτη φορά αφότου πέθανε. Ξέσπασα. Επειδή σκεφτόμουν ότι δεν μπορούμε να το αλλάξουμε γιατί έλειπε ο πατέρας μου. Ήταν μια συνειδητοποίηση. Ένιωσα πως ήμουν ανήμπορος, πως αν ήταν αυτός, θα είχε τη λύση.
Εγώ, δυστυχώς, γενικώς δεν συγκρατώ τα όνειρά μου. Αλλά θυμάμαι πολλά όνειρα, όπου γίνεται μια επιστροφή του πατέρα μου. Παλιότερα το έβλεπα συχνά. Δηλαδή έβλεπα στο όνειρό μου ότι είναι νεκρός και στο επόμενο καρέ, την επόμενη στιγμή, να εμφανίζεται, να ζωντανεύει. Σαν να έλειπε κάπου για καιρό και να επέστρεψε.
Αυτό που έχω ξεχάσει είναι η φωνή του. Δεν μπορώ να την ανασύρω στο μυαλό μου, ούτε μπορώ να την αναπαραγάγω κάπως. Θα ήθελα να βρω ένα βίντεο όπου να μιλάει, να την ακούσω και να τη θυμηθώ, αλλά δεν υπάρχει. Την εικόνα, και μέσα από τις φωτογραφίες, την ανασύρω. Τη φωνή νομίζω ότι την έχω χάσει οριστικά. Αλλά, γενικά, μου αρέσει πάρα πολύ να βρίσκω έναν φίλο του πατέρα μου και να μου λέει τι κάνανε, πώς περνούσαν. Οποιαδήποτε πληροφορία γι' αυτόν.
Πρόσφατα, σε ένα τραπέζι που έκανα τον Νοέμβριο, ήρθε μια κοπέλα και κρατούσε κάτι κουλουράκια. Μου λέει «φάε και πες μου τι θυμάσαι». Τρώω εγώ – δεν μου θυμίζει τίποτα. Μου είπε ότι εκείνη και η οικογένειά της ήταν ασθενείς του πατέρα μου. Του έφερναν κουλουράκια στο οδοντιατρείο και αυτός τα έφερνε σπίτι, σ’ εμάς. Αυτή η κίνησή της μου άρεσε πολύ.
Κυνηγώντας αναμνήσεις είναι ένας τρόπος να το συντηρήσεις. Αλλιώς θα χαθεί. Μια άλλη φορά ήμουν με την πρώην κοπέλα μου στην Αθήνα και συζητούσαμε ότι θα κατέβω ξανά Χανιά, για να πάω στις ελιές. Και εκείνη, επειδή ήξερε την οικογένειά μου, είπε να κατέβει μαζί, για παρέα. Αλλά εγώ δεν ήθελα. Δεν κατάλαβα τότε γιατί δεν ήθελα. Αργότερα συνειδητοποίησα ότι ήθελα η ανάμνησή μας στο χωριό να μείνει όπως ήταν παλιά. Να είμαστε μόνο τα ίδια άτομα που πηγαίναμε τότε, γιατί φοβόμουν μη διαταραχθεί η ανάμνησή μου μαζί του.
Έχω πολύ έντονες αναμνήσεις με τον πατέρα μου σε γεωργικές δουλειές. Σταφύλια, ελιές, χωράφια, να μαζεύουμε χόρτα. Γενικά, φρόντιζε με πολλή προσοχή τον κήπο του. Θυμάμαι μια φορά, όταν ήμουν μικρός, δεν με είχε αφήσει να κάνω κάτι. Δεν θυμάμαι τι ακριβώς. Ήταν άνοιξη και είχαν βγει παπαρούνες γύρω από το σπίτι και τις πρόσεχε πολύ. Και πάω και του τις τσαλαπατάω. Ήταν η μοναδική φορά που τον είδα πραγματικά θυμωμένο. Τον θυμάμαι να βγάζει την κροκς παντόφλα και να μου την πετάει.
Όταν πέθανε, πουλήσαμε τη μηχανή του σ’ έναν οικογενειακό μας γνωστό. Εγώ δεν ήθελα, αλλά τι να την κάναμε; Ήμουν δεκαεπτά τότε, μικρός για μηχανή. Φέτος το καλοκαίρι ο γνωστός μας μας είπε ότι σκοπεύει να την πουλήσει. Επειδή τώρα έχω δίπλωμα, του είπα πως τη θέλω πίσω. Γενικά μου αρέσουν οι μηχανές, και στον πατέρα μου άρεσαν. Κάναμε βόλτες με τη μηχανή του. Θυμάμαι έντονα να γυρνάμε από το χωριό με τη μηχανή. Θυμάμαι και το μεσημέρι όταν γυρνούσε, που άκουγα τον ήχο της μηχανής και αυτόματα σηκωνόμουν, γιατί έπρεπε να του ανοίξω την γκαραζόπορτα. Και τώρα που ακούγεται ξανά ο ίδιος ήχος, φαντάζομαι πως και η μάνα μου θα το σκέφτεται. Και ο γνωστός που μας την έδωσε αναρωτήθηκε μήπως θα δυσκολέψει τη μητέρα μου, αλλά νομίζω το αντίθετο. Ακόμη και όταν αχρηστευτεί τελείως δεν θα την πουλήσω. Θα την έχω στο γκαράζ.
— Ε.M.