ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΙΣΩΣ ΜΙΑ ΚΟΙΝΗ φαντασίωση εξωσωματικής εμπειρίας η ιδέα του να υπερίπτασαι ως αόρατο και εξεταστικό πνεύμα πάνω από την κηδεία σου για να πάρεις απουσίες και για να δεις ποιοι θα σε πενθήσουν βαθιά και ποιοι θα παρίστανται από κοινωνική υποχρέωση χαζεύοντας ανυπόμονα το κινητό τους.
Λίγοι όμως έχουν τα κότσια να επιχειρήσουν να διανοηθούν το μεταφυσικό δέος τού να στέκεσαι μόνος απέναντι στο παγωμένο σ’ έναν άψυχο μορφασμό πρόσωπο του ίδιου σου του εαυτού καθώς αυτός κείται στο νεκρικό κρεβάτι.
Ανεξάρτητα πάντως από τα κίνητρα –ψυχολογικά, υπαρξιακά, συναισθηματικά, μεταφυσικά, αισθητικά ή άλλα– που οδήγησαν τον σκηνοθέτη να φανταστεί αυτήν τη συνάντηση με τον νεκρό εαυτό του, η αναπαράσταση αυτής της ιδέας προκαλεί τον θεατή να κάνει το ίδιο απόκοσμο ταξίδι στο μυαλό του και να νιώσει την ανάγκη να αγκαλιάσει τον εαυτό του και να συμφιλιωθεί μαζί του πριν να είναι πολύ αργά.
Κακώς, ίσως, γιατί μια τέτοια «εμπειρία» μπορεί να είναι αφάνταστα λυτρωτική και ανέλπιστα ανακουφιστική, όπως αποδεικνύει το φιλμάκι που δημιούργησε και έθεσε πριν από μερικές μέρες στην κυκλοφορία (και στη διάθεση των δημοπρατών) ο Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ, και παρουσιάζει ακριβώς αυτό.
Η μικρού (ελάχιστου) μήκους ταινία που είναι διαθέσιμη στο YouTube και το Daily Motion έχει τίτλο «Ο θάνατος του Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ» (The Death of David Cronenberg) και ξεκινά με τον 78χρονο επιφανή δημιουργό να μπαίνει φορώντας μόνο ένα γκρίζο μπουρνούζι σ’ ένα υπνοδωμάτιο - σοφίτα. Πλησιάζοντας στο κρεβάτι, βλέπει το είδωλό του να κείται νεκρό κάτω από τα σκεπάσματα με το πρόσωπό του να έχει πάρει ήδη το χρώμα της στάχτης. Στέκεται για λίγο από πάνω και μετά σκύβει για να ασπαστεί στο μάγουλο και το μέτωπο τον εαυτό του και να ξαπλώσει για λίγο δίπλα του, σε μια χειρονομία ύστατης αποδοχής και εναγκαλισμού της ίδιας του της ύπαρξης.
Ένα λεπτό παρά κάτι μόνο διαρκεί το ταινιάκι αυτό και μπορεί να βιωθεί σαν μια απόκοσμη έκλαμψη της συνείδησης, σαν τριπαρισμένη επιφοίτηση, σαν αποκαλυπτική παραίσθηση ή σαν το χειρότερο ή το καλύτερο όνειρο που είδες ποτέ.
Όπως δήλωσε ο ίδιος ο σπουδαίος Καναδός σκηνοθέτης, ο οποίος πριν από λίγο καιρό ολοκλήρωσε στην Αθήνα τα γυρίσματα της τελευταίας του ταινίας, ήθελε να επισκεφτεί ξανά το θέμα του θανάτου ή της θνητότητας που έχει βιώσει έντονα στο πετσί του τα τελευταία χρόνια (το 2017 πέθανε η γυναίκα του και πέρσι η αδελφή του), αυτήν τη φορά μέσω της απώλειας του ίδιου του εαυτού.
«Ένα από τα πολλά συναισθήματα που ένιωσα όταν πέθανε», είχε πει για την σύζυγό του Κάρολαϊν, που άφησε την τελευταία της πνοή στο ίδιο αυτό σπίτι που ο ίδιος θα σκηνοθετούσε τον θάνατό του τέσσερα χρόνια μετά, «ήταν ότι είχα πεθάνει κι εγώ μαζί της εν μέρει, ακόμα το αισθάνομαι».
Ανεξάρτητα πάντως από τα κίνητρα –ψυχολογικά, υπαρξιακά, συναισθηματικά, μεταφυσικά, αισθητικά ή άλλα– που οδήγησαν τον σκηνοθέτη να φανταστεί αυτήν τη συνάντηση με τον νεκρό εαυτό του, η αναπαράσταση αυτής της ιδέας προκαλεί τον θεατή να κάνει το ίδιο απόκοσμο ταξίδι στο μυαλό του και να νιώσει την ανάγκη να αγκαλιάσει τον εαυτό του και να συμφιλιωθεί μαζί του πριν να είναι πολύ αργά.
Ακολούθως, λυτρωμένος πια, μπορεί ίσως να ασχοληθεί με πιο πεζά και ανάλαφρα ερωτήματα που προκύπτουν παρακολουθώντας αυτό το φιλμάκι. Ανάμεσά τους και το εξής: Τελικά ποιος εκ των τριών επιφανών ανδρών δημιουργών διαθέτει την πιο εντυπωσιακή και περήφανη λευκή (ή επάργυρη) κόμη; Ο Ντέιβιντ Λιντς, ο Τζιμ Τζάρμους ή ο Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ;