ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΦΟΡΑ ΠΟΥ ταξίδεψα εκτός Ελλάδας ήταν για έναν μήνα, από τα μέσα Δεκεμβρίου μέχρι τα μέσα Ιανουαρίου στην Ταϊλάνδη. Είναι η αγαπημένη μου χώρα, ένα μέρος που επισκέπτομαι τουλάχιστον μία φορά τον χρόνο. Επειδή μαγειρεύω ταϊλανδέζικο φαγητό, κάθε φορά που πάω, προσπαθώ να συνδυάσω διασκέδαση, έρευνα και ψώνια.
Την πρώτη βδομάδα του ταξιδιού έμεινα στην Μπανγκόκ, στην παλιά πόλη. Η Μπανγκόκ είναι για μένα μία από τις πιο γοητευτικές πόλεις στον κόσμο, αρκετά άναρχη, αλλά λειτουργική, με γοητευτική φθορά, πανέμορφους ναούς, χαμογελαστούς ανθρώπους και με το νοστιμότερο και φτηνότερο φαγητό δρόμου στον κόσμο.
Αυτό που θα πρότεινα να μη χάσει κάποιος όταν πάει στην Μπανγκόκ είναι να ανέβει στο Wat Saket / Golden Mount (περίπου 300 σκαλιά και 300 καμπανάκια που τα χτυπάς, καθώς ανεβαίνεις) για να απολαύσει την απίστευτη θέα στην πόλη. Μια καλή ώρα για να ανέβει κανείς είναι κατά τις 5 το απόγευμα, που έχει πέσει ο ήλιος. Επίσης, δεν θα πρέπει να παραλείψει την κρουαζιέρα στο ποτάμι και αν βρεθεί Σαββατοκύριακο, να πάει για ψώνια στην Chatuchak Μarket, την αγορά του Σαββατοκύριακου.
Τη δεύτερη βδομάδα πήγαμε στο Κoh Tao, όπου συνέβη και ένα από τα highlights του ταξιδιού, λίγο αστείο και δραματικό παράλληλα: με τσίμπησε σαλάχι! Το απόγευμα η παλίρροια τραβιέται προς τα μέσα, οπότε τα νερά είναι αρκετά ρηχά, έτσι ένα απόγευμα με πανέμορφο ηλιοβασίλεμα αποφάσισα να κάνω μια τελευταία βουτιά. Περπατώντας στα ρηχά νερά, πάτησα πάνω σε ένα γλοιώδες πράγμα και ένιωσα κάτι σαν δαγκωματιά πάνω από τη φτέρνα μου. Βγήκα τρέχοντας από το νερό με μια μικρή πληγή ακριβώς πάνω από τη φτέρνα και μετά από 10 λεπτά άρχισα να πονάω σε βαθμό ανησυχίας, έτσι πήγα στη θεία που είχε τα bungalows να ζητήσω βοήθεια.
Η θεία με καθησύχασε με τα σπαστά αγγλικά που μιλούσε «νο γόρι νο γόρι, άι μέικ γκούντ φορ γιου στινράι ολ δε τάιμ νο γόρι», έβαλε φωτιά, ζέστανε νερό με κουρκουμά και έβαλε το πόδι μου μέσα. Τρελό γιατροσόφι, μετά από 20 λεπτά πέρασαν όλα κι αυτό είναι που κάνει μοναδική αυτήν τη χώρα: όσο χαμένος στη μετάφραση και αν είσαι, πάντα θα καταφέρεις να συνεννοηθείς και πάντα θα βρεις ανθρώπους χαμογελαστούς και ευγενικούς, πρόθυμους να σε βοηθήσουν.
Το τελευταίο δεκαήμερο το πέρασα λίγο έξω από τη Chiang Mai, σε μια φάρμα, με έναν δάσκαλο μαγειρικής με τον οποίο μιλάγαμε από το πρωί ως το βράδυ για φαγητό, συνταγές, τρόπο σκέψης. Εξηγούσε πώς μπορείς να μαγειρεύεις στην Ευρώπη ταϊλανδέζικο φαγητό και να παραμένεις πιστός στην αυθεντική γεύση, συνταγή και προέλευση του πιάτου.
Επέστρεψα από την Ταϊλανδή όταν είχε ξεκινήσει το lockdown στη Γουχάν, πιστεύοντας πως ο κορωνοϊός είναι κάτι μακρινό, που θα περάσει. Όταν έγινε το lockdown στην Ελλάδα, πίστευα ότι ζούσα σε ταινία επιστημονικής φαντασίας, ήταν όλα τόσο θολά και υπήρχε αρκετή παραπληροφόρηση, θεωρίες συνωμοσίας. Με λίγα λόγια, μια άγνωστη, αόρατη απειλή που δεν μπορούσες να τη χωνέψεις και παράλληλα στη γειτονική Ιταλία είχε αρχίσει να γίνεται χαμός.
Η περίοδος του lockdown ήταν η πιο χαρούμενη περίοδος του Καριπάπ, του σκύλου μου! Ήμασταν όλη μέρα μαζί, κάναμε μεγάλες βόλτες και παίζαμε διαρκώς. Όσο για το μέλλον, το πώς θα επηρεαστεί απ' όλο αυτό που ζήσαμε και ζούμε, θα δανειστώ μια φράση από έναν εφηβικό μου ήρωα, τον Τζιμ Μόρισον: «Το μέλλον είναι αβέβαιο, μα το τέλος πάντα κοντά». Πανδημία ζήσαμε, οικονομική κρίση επίσης, τώρα τι έμεινε; Να έρθει ο Γκοτζίλα, να αποκαλυφτεί ότι η Grace Jones είναι εξωγήινος.
Βέβαια, κάτι που με κάνει να χαμογελάω είναι η ανάμνηση που έχω από την αλλαγή του χρόνου που κάναμε στο Κoh Τao, στην παραλία, όταν στην αντίστροφη μέτρηση η Χριστίνα και η Λένα, με τις οποίες ήμουν μαζί, είχαν την φαεινή ιδέα να μπούμε στο νερό για να μας βρει ο καινούργιος χρόνος μέσα στη θάλασσα, ώστε να μας πάει καλά το 2020. Χριστινάκι, αν το διαβάζεις αυτό, του χρόνου λέω να κάνουμε αλλαγή στο βουνό.
*Ο Χαράλαμπος Ασκερίδης είναι ιδιοκτήτης του Tuk Tuk.
σχόλια