Ο Λαύκος είναι ένα πανέμορφο χωριό στο νότιο Πήλιο σε απόσταση περίπου πενήντα χιλιομέτρων από τον Βόλο. Αφού περάσεις την Αργαλαστή, αντικρίζεις έναν απ’ τους ωραιότερους και πιο γραφικούς παραδοσιακούς οικισμούς της περιοχής. Ένα ιδιαίτερο χωριό, το οποίο είναι χτισμένο σε υψόμετρο 310 μέτρων και διαθέτει άπλετη θέα προς τον Παγασητικό Κόλπο. Μόλις μπεις στον κεντρικό δρόμο συναντάς ένα μεγάλο πάρκινγκ, όπου υποχρεωτικά θα αφήσεις το αυτοκίνητό σου, αφού το συγκεκριμένο μέρος διατηρεί τον παραδοσιακό του χαρακτήρα με τα πλακόστρωτα καλντερίμια, την εντυπωσιακή μεγάλη πλατεία, τις πετρόκτιστες βρύσες και, φυσικά, τα γνήσια πηλιορείτικα αρχοντικά.
Για την ονομασία του χωριού με την πλούσια ιστορία και τη λαογραφική παράδοση οι κάτοικοι λένε ότι υπάρχουν πολλές εκδοχές και απόψεις, σύμφωνα με την επικρατέστερη όμως προέρχεται από τη λέξη «γλαύκος» που σημαίνει καθαρός, φωτεινός, όπως και ο ορίζοντάς του.
«Στο χωριό έχουν παραμείνει πλέον μόνο οι ηλικιωμένοι, τους χειμερινούς μήνες το μέρος αριθμεί περίπου 300 κατοίκους. Νομίζω ότι απαιτείται οι υπεύθυνοι να προνοήσουν ώστε τέτοια καφενεία να εξακολουθήσουν να υπάρχουν. Καφετέριες έχουμε πάρα πολλές, ιστορικά καφενεία όμως ελάχιστα».
Στο κέντρο του χωριού δεσπόζει η πλατεία με τα γιγάντια σκιερά πλατάνια, που προσφέρουν μοναδική δροσιά, αλλά και ένα απ’ τα πιο ιστορικά καφενεία της χώρας μας. Μάλιστα, σε ένα πέτρινο αρχοντικό στεγάζεται από το 1785 το αυθεντικό καφενείο του Φορλίδα. Ο κ. Μανώλης, 82 ετών σήμερα, είναι ο ιδιοκτήτης του καφενείου και προσπαθεί όσο μπορεί να εξασφαλίσει την αδιάκοπη λειτουργία του. «Πώς τον πίνεις τον καφέ σου;» με ρωτά. Μόλις μου φέρνει τον ελληνικό καφέ, διαπιστώνω ότι χωρίς υπερβολή είναι ίσως ο ωραιότερος που έχω πιει. Κάπως έτσι ξεκινά η συζήτηση σε αυτήν τη μικρή Βουλή, .
Ο κ. Μανώλης έχει περάσει ολόκληρη τη ζωή του ανάμεσα σε αυτούς τους τοίχους, σε ένα καφενείο που εξακολουθεί να αποτελεί έναν ξεχωριστό τόπο συνάντησης και ανταλλαγής απόψεων για ντόπιους και επισκέπτες. «Το καφενείο είναι χώρος επικοινωνίας, έκφρασης, ονειροπόλησης και χαλάρωσης. Το καλοκαίρι τα πράγματα είναι καλύτερα γιατί το χωριό ζωντανεύει και όλοι αναζητούν την ησυχία της εξοχής. Αλλά τον χειμώνα έχουμε συνηθίσει να είμαστε λίγοι και μόνοι. Δυστυχώς, τα χωριά, όσο περνούν τα χρόνια, ερημώνουν κι έτσι μόνο οι μόνιμοι κάτοικοι έρχονται καθημερινά εδώ για να κουβεντιάσουν για την πολιτική ζωή, να μιλήσουν για τα προβλήματα που τους απασχολούν, τις αγωνίες, τις χαρές, τους καημούς και τις στενοχώριες τους», λέει ο ευγενικός και χαμογελαστός κ. Μανώλης, ο οποίος δεν κρύβει την ανησυχία του για τι θα απογίνει το καφενείο. «Στο χωριό έχουν παραμείνει πλέον μόνο οι ηλικιωμένοι, το μέρος τους χειμερινούς μήνες αριθμεί περίπου 300 κατοίκους. Νομίζω ότι πρέπει οι υπεύθυνοι να προνοήσουν ώστε τέτοια καφενεία να εξακολουθήσουν να υπάρχουν, να μη σβήσουν. Καφετέριες έχουμε πάρα πολλές, ιστορικά καφενεία όμως ελάχιστα», υποστηρίζει με μελαγχολικό ύφος ο κ. Μανώλης.
Στη συνέχεια αφηγείται την ιστορία του κτιρίου: «Τούτος ο καφενές λειτουργεί από το μακρινό 1785, επτά ολόκληρες γενιές, με μοναδική εξαίρεση δυστυχώς το διάστημα της υποχρεωτικής αναστολής λειτουργίας λόγω της πανδημίας. Ο πρώτος που άνοιξε αυτό το καφενείο ήταν ο προπάππους μου Γιάννης Φορλίδας. Ταυτόχρονα, ακριβώς από πάνω υπήρχε και χάνι όπου διανυκτέρευαν όλοι οι ταξιδιώτες από τα νησιά των βόρειων Σποράδων, Σκιάθο, Σκόπελο και Αλόννησο, που είχαν προορισμό τον Βόλο – αυτό μέχρι το 1960. Εκείνες τις εποχές πήγαινες από τον Λαύκο στη Μηλίνα και από κει επιβιβαζόσουν σε καΐκια και ταξίδευες μέχρι τον Βόλο».
Καθώς το βλέμμα μου στέκεται στη φωτογραφία του Σκιαθίτη συγγραφέα Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, ο κ. Μανώλης εξηγεί: «Οι αδελφές και ο αδελφός του Παπαδιαμάντη έμεναν στην Πορταριά, με αποτέλεσμα να πηγαινοέρχεται συνεχώς. Επειδή υπήρχε το χάνι, συνήθως έμενε εκεί προκειμένου την επόμενη μέρα να συνεχίσει το ταξίδι του. Ο ίδιος είχε πάντα την αγαπημένη του γωνιά στο βάθος, όπου του άρεσε να πίνει το κρασάκι του. Τότε όλοι στο χωριό τον ήξεραν ως το "καλογεροπαίδι". «Εκτός, όμως, από τον Παπαδιαμάντη, εδώ έχουν πιει τον καφέ τους σπουδαίες προσωπικότητες των γραμμάτων και των τεχνών, όπως ο Κώστας Βάρναλης, όταν ήταν λυκειάρχης στη γειτονική Αργαλαστή, ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης, ο Αλέξανδρος Δελμούζος, όταν ήταν διευθυντής του Παρθεναγωγείου του Βόλου, και ο Ζήσιμος Λορεντζάτος».
Πραγματικά, όση ώρα βρίσκομαι στο καφενείο συνειδητοποιώ ότι έχει μείνει αναλλοίωτο στο πέρασμα του χρόνου. Οι παλιές φωτογραφίες που κρέμονται στους τοίχους, η παραδοσιακή πυρωμένη ξυλόσομπα στη μέση του καφενείου, η οποία αποτελεί σήμα-κατατεθέν, οι κλασικές ψάθινες καρέκλες, τα μικρά τραπέζια με τη μαρμάρινη επιφάνεια αλλά και τα μεταλλικά τσιγκέλια που υπάρχουν ακόμη στην οροφή, θυμίζοντας ότι κάποτε λειτουργούσε και ως χασάπικο, όλα μαρτυρούν τη διαδρομή του στον χρόνο. Παράλληλα, ήταν κουρείο και ταβέρνα.
Στη συζήτησή μου με τους ντόπιους που έχουν έρθει να πιουν τον ελληνικό τους, συνοδευμένο με λουκουμάκι, βασικό θέμα είναι η μετακίνηση των νέων ανθρώπων προς τα αστικά κέντρα. Δεν λείπουν και τα καλαμπούρια όμως, ενώ ο κ. Μανώλης, μόλις με βλέπει να τραβάω φωτογραφίες, μου προτείνει τον ευρωπαϊκό χάρτη –τον είχε κορνιζαρισμένο– με τις αρχαιότερες εν λειτουργία επιχειρήσεις στην Ευρώπη (The Oldest Companies in Europe). Σε αυτόν τον χώρο έχουν γυριστεί επίσης πολλές διαφημίσεις και σποτ, όπως εκείνο κατά τη διάρκεια της καραντίνας για την επιβολή αυστηρών μέτρων και το κλείσιμο της εστίασης.
Το καφενείο λειτουργεί καθημερινά από τις επτά το πρωί μέχρι τις 12 το μεσημέρι, οπότε κλείνει για την αναγκαία ξεκούραση, και ανοίγει ξανά το απόγευμα, κατά τις 5, και μένει μέχρι τις 9 το βράδυ. Πολλά από τα κάδρα που διακοσμούν το καφενείο περιέχουν παλιά δημοσιεύματα. Διακρίνω αφιερώματα που έχουν γραφτεί σε μεγάλες ξένες εφημερίδες αλλά και κάποια δημοσιευμένα στον εγχώριο Τύπο της εποχής, όπως εκείνο του 1902 με τίτλο «Συμπλοκή εν Λαύκω», που αναφερόταν σε έναν διαπληκτισμό που συνέβη στο «οινοπωλείον του Ι. Φορλίδα κατόπιν μεγάλης κρασοκατανύξεως».
Στην κουζίνα του ο κ. Μανώλης μου δείχνει τα σύνεργα της δουλειάς του: τα φλιτζάνια, την ποτηρο-πιατοθήκη, τον μικρό νεροχύτη, τη συσκευή του πετρογκάζ και το θρυλικό «τιμολόγιον». Όλα αυτά τα χρόνια φροντίζει να συντηρεί την παράδοση που συνοδεύει αυτούς τους σημαντικούς χώρους κοινωνικής συναναστροφής. Λίγο πριν τον αποχαιρετήσω, τον ρωτώ ποιες λέξεις τού έρχονται στο μυαλό όταν ακούει τη λέξη «καφενείο». Κι εκείνος, με μια δόση νοσταλγίας, απαντά: «Η τέχνη του ψησίματος του καφέ, τα χαρτιά και το τάβλι, η ιεροτελεστία της ανάγνωσης της εφημερίδας, πολιτικές ζυμώσεις, μοναχικοί τύποι, έγνοιες, σκέψεις, παρέες του καλοκαιριού και ατελείωτες αφηγήσεις των ανθρώπων».
Παίρνοντας τον δρόμο του γυρισμού για το ορεινό Πήλιο, σκέφτομαι ότι το καφενείο του Φορλίδα σου προσφέρει ένα μοναδικό ταξίδι στον χρόνο και την Ιστορία. Εξακολουθεί να παραμένει η παλαιότερη επιχείρηση στα Βαλκάνια, αναμφίβολα ένα από τα ωραιότερα καφενεία που έχουμε αλλά και ένας ιστορικός τόπος που διασώζει την πολιτιστική μας κληρονομιά.