Τα πάντα είναι θέμα φάσης, ειδικά οι διακοπές. Όταν πρωτοπήγα στα Κουφονήσια, παρότι ήμουν μετά βίας 20 χρονών, ήθελα να ανακαλύψω, όχι να γλεντήσω. Το ταξίδι στις Μικρές Κυκλάδες ήταν εξουθενωτικό: άπειρες ώρες με την κάπνα του φουγάρου στο κατάστρωμα, ατελείωτες στάσεις, κόσμος, τα γνωστά.
Αλλά η άφιξη λίγο μετά το χάραμα στο Αιγαίο, μια χρωματική συμφωνία σε παραλλαγές του γαλάζιου, σε ένα νησί ανέγγιχτο, unhip, καθαρό και απροσποίητο, όπως ήταν κάποτε τα Κουφονήσια, στα μέσα της δεκαετίας του '80.
Τα Κουφονήσια δεν τα είχαν πάρει ακόμα χαμπάρι τα πλήθη, τα εναλλακτικά ή τα πιο υποψιασμένα, που έκτοτε τα χρησιμοποιούν ως παρενθετικό άλλοθι/πέρασμα στις πιο «κανονικές» διακοπές τους. Και ήταν η μοναδική φορά που δεν είχα απολύτως τίποτα να κάνω, αλλά αισθανόμουν πως δεν μου έλειπε τίποτε.
Όχι μόνο δεν υπήρχαν ξενοδοχεία, ενοικιάσεις ποδηλάτων, θαλάσσια σπορ, ταβέρνες και μπαρ, αλλά το νησί, το άνω, γιατί το κάτω είναι σχεδόν ακατοίκητο, δεν είχε ηλεκτρικό. Ούτε καν λιμάνι! Στα '80s!
Με λάντζες πιάσαμε τον μόλο, ενώ τα παιδάκια των ντόπιων είχαν βουτήξει, γιατί οι ζέστες είχαν ήδη σφίξει στα μέσα του Ιουλίου. Βρήκαμε δωμάτια με τιμές σε δραχμές αντίστοιχες των ευρώ που έχω μάθει πως πληρώνουν πλέον όσοι το επισκέπτονται.
Το φως, από γεννήτρια. Ταβέρνα, μία, στο χωριουδάκι (βασικά, με μπιφτέκια και πατάτες). Και άλλη μία στον Φοίνικα. Ποτό δεν έψαξα, δεν μου έλειπε κιόλας. Παραλίες; Παντού. Τέτοιο νερό δεν είχα ξαναδεί, τόσο λαχταριστό, με φόντο έναν τόπο με κυκλαδίτικο άγγιγμα βεβαίως, αλλά χωρίς τη μανιέρα άλλων μαρκέ νησιών.
Ήταν η πρώτη φορά που μέναμε με παρέα ώρες στην παραλία, από το πρωί ως το βράδυ, σπάζοντας την οκογενειακή παράδοση της επιστροφής στο σπίτι μετά το μεσημέρι.
Τα Κουφονήσια δεν τα είχαν πάρει ακόμα χαμπάρι τα πλήθη, τα εναλλακτικά ή τα πιο υποψιασμένα, που έκτοτε τα χρησιμοποιούν ως παρενθετικό άλλοθι/πέρασμα στις πιο «κανονικές» διακοπές τους. Και ήταν η μοναδική φορά που δεν είχα απολύτως τίποτα να κάνω, αλλά αισθανόμουν πως δεν μου έλειπε τίποτε.
Όλο το νησί το γυρνούσες σε μισή μέρα. Ανάλογα με τον αέρα, έκανες μπάνιο από τη μία ή την άλλη πλευρά. Στην άμμο ή παρκαρισμένος σε ένα βραχάκι, σε μία από τις πολλές φυσικές πισίνες που σχηματίζονται από τα πετρώματα. Αγαπημένη μου, η παραλία της Ιταλίδας, όταν η Ιταλίδα ζούσε εκεί, σε ένα ζηλευτό σπίτι, καλούσε καλοντυμένους guests και από σεμνοτυφία ή εμμονή στο dress code της γειτονιάς της μας κυνηγούσε να βάλουμε κάτι πάνω μας, όταν το μαγιό ήταν προαιρετικό, έως περιττό.
Όσο για την αναχώρηση; Φλου! Όπως μου είχε πει και μια θαμώνας, όταν φυσάει, πλοίο δεν πιάνει. Διαβάζεις ένα βιβλίο και αγναντεύεις ή περιμένεις τον Σκοπελίτη για Νάξο, αν πραγματικά επείγεσαι.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 17.7.2018