Όταν έφυγα από την Αθήνα, πριν από 10 χρόνια, ήρθα και εγκαταστάθηκα σε ένα χωριό λίγο έξω από την Άρτα, όπου και αποφάσισα πλέον να ασχοληθώ επαγγελματικά με τα μελίσσια. Λόγω του ότι η μελισσοκομία στην Ελλάδα ασκείται νομαδικά, ξεκίνησα να «οργώνω» τις πλαγιές της Πίνδου για να βρω μελισσοτόπια.
Σε μια απ’ αυτές τις αναζητήσεις βρέθηκα μέσω ενός κακοτράχαλου και δύσβατου δρόμου σε μια μαγική αλλά και εγκαταλελειμμένη περιοχή, της οποίας οι δόξες έμοιαζαν να έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Μιλάω για τις πλαγιές πάνω από τη λίμνη Πουρναρίου, στο Κορφοβούνι Άρτας.
Ο μικρός οικισμός που βρισκόταν εκεί δεν αριθμεί σήμερα πια πάνω από 10 κατοίκους και έφερε την περίεργη ονομασία Ρουμάνια, από την τουρκική λέξη «orman», που σημαίνει δάσος και συχνά αναφέρεται στο αδιάβατο δάσος λόγω της πυκνής βλάστησης.
Τα Ρουμάνια είναι ένα μέρος, λοιπόν, στο οποίο με οδήγησαν οι μέλισσες. Δεν είχα καμία σχέση με την περιοχή, ούτε εγώ ούτε η γυναίκα μου. Έχοντας περιπλανηθεί κάποια χρόνια με τις μέλισσες στις πλαγιές της Πίνδου, είχα απορρίψει τις περιοχές των μεγάλων υψομέτρων για χρήση σταθερού μελισσοκομείου, λόγω του κρύου, αλλά και την πεδιάδα της Άρτας με τους πορτοκαλεώνες, λόγω της αλόγιστης χρήσης φυτοφαρμάκων.
Εδώ θα πρέπει να εξοικειωθείς με την ιδέα ότι είσαι και εσύ μέρος της φύσης. Όπως παίρνεις από αυτήν, πρέπει και να προσφέρεις σε αυτήν. Πάντως, για όσους το τολμήσουν, η φύση θα είναι πάντα εκεί να τους αποζημιώνει.
Έτσι κατέληξα στην ημιορεινή αυτή περιοχή με υψόμετρο 400-500 μέτρων, μια και ήταν μακριά από καλλιέργειες, δεν είχε πολύ βαρύ χειμώνα, αλλά κυρίως επειδή παρείχε δύο βασικές ανθοφορίες ανά έτος. Ανοιξιάτικο ρείκι και φθινοπωρινή κουμαριά. Αγόρασα μια μεγάλη έκταση και ξεκίνησα την κατασκευή ενός μελισσοκομικού εργαστηρίου μέσα στη φύση, με θέα τη λίμνη.
Κατά τη διαδικασία της αγοραπωλησίας και έχοντας περάσει 8 μήνες μάχης με την ελληνική γραφειοκρατία, σε πολεοδομίες, δασαρχεία, δήμους κ.λπ., περίμενα έξω από το γραφείο του εκτιμητή της εφορίας Άρτας. Όταν επιτέλους έγινα δεκτός, έμαθα ότι ποτέ στο παρελθόν δεν είχε γίνει αγοραπωλησία οικοπέδου στην περιοχή και έτσι ο υπάλληλος της εφορίας έπρεπε να προσδιορίσει την αντικειμενική αξία ώστε να προκύψει ο φόρος μεταβίβασης. Έβγαλε λοιπόν ένα βιβλίο, το οποίο πρέπει να ήταν εκεί από τη σύσταση του ελληνικού κράτους, μιας και το χαρτί είχε σχεδόν λιώσει, ενώ στις χειρόγραφες σελίδες του με δυσκολία μπορούσες να διακρίνεις τι έγραφε.
Εκεί υπήρχαν όλοι οι οικισμοί και τα χωριά του νομού με τις αντικειμενικές αξίες που τους είχαν δοθεί. Αφού σκέφτηκε για αρκετή ώρα, γυρίζοντας με μεγάλη προσοχή τις εύθραυστες σελίδες του βιβλίου του, με κοίταξε και μου είπε: «Τα βουνά έχουν εγκαταλειφθεί απ’ τους ανθρώπους. Όσοι έχουν απομείνει εκεί πάνω είναι ήρωες και το γεγονός ότι ένας νέος όπως εσύ θέλει να πάει να δουλέψει εκεί, είναι πολύ σημαντικό. Όμως δεν μπορώ να ορίσω πολύ χαμηλή τιμή γιατί μετά θα μου πουν ότι κάνω κοινωνική πολιτική».
Πολλά χωριά της περιοχής έφεραν ξενικά (κυρίως σλαβικά) ονόματα, όπως το Κορφοβούνι, το μεγαλύτερο απ’ όλα, το οποίο παλαιότερα ονομαζόταν Μπρένιστα, κάτι το οποίο άλλαξε το 1928 με απόφαση της τότε κυβέρνησης, με σκοπό να δοθεί μια πιο «ελληνική» φυσιογνωμία στο κράτος… Φαντάζομαι ότι τα Ρουμάνια θα ξέφυγαν αυτών των μαζικών μετονομασιών.
Η θέα της λίμνης είναι μοναδική και η γαλήνη της περιοχής κάτι το ανεκτίμητο. Η τεχνητή λίμνη του Πουρναρίου δημιουργήθηκε με την κατασκευή του υδροηλεκτρικού φράγματος. Όταν έγινε η οριστική έμφραξη της σήραγγας και ξεκίνησε να γεμίζει ο ταμιευτήρας, πολλά χωριά και περιουσίες χάθηκαν. Ο οικισμός της κάτω Καλεντίνης, για παράδειγμα, εγκαταλείφθηκε και καταποντίστηκε, όπως και αρκετοί άλλοι που ήταν γύρω απ’ το ποτάμι. Τις περιόδους της παρατεταμένης ανομβρίας, όταν πέφτει η στάθμη της λίμνης, μπορείς να δεις κάποια κτίρια να αποκαλύπτονται, με πιο εντυπωσιακό όλων το παλιό δημοτικό σχολείο.
Στις αρχές του φθινοπώρου δημιουργείται ένα μυστήριο, σχεδόν απόκοσμο σκηνικό, όπου μέσα στην ομίχλη του πρωινού οι στέγες ξεπροβάλλουν απ’ τα νερά, σαν φαντάσματα του παρελθόντος. Το νερό μπορεί να μην έφτασε στα Ρουμάνια, άλλαξε όμως ριζικά τις ζωές των κατοίκων, πολλοί ισχυρίζονται και το μικροκλίμα της περιοχής. Στο πέτρινο δημοτικό σχολείο του χωριού, που κτίστηκε το 1934, κάποια περίοδο ο χώρος που χρησιμοποιούνταν ως κατοικία του δασκάλου μετατράπηκε σε δεύτερη αίθουσα διδασκαλίας, λόγω των πολλών μαθητών. Το 1981, τη χρονιά που ολοκληρώθηκε το φράγμα, το σχολείο δυστυχώς έκλεισε λόγω έλλειψης μαθητών…
Ο περίφημος παραλίμνιος δρόμος που θα αποκαθιστούσε εκείνους που διακόπηκαν από τα νερά και θα αξιοποιούσε τη λίμνη δεν έγινε ποτέ και ο τόπος με τα χρόνια ερήμωσε. Απ’ την άλλη, όμως, το δάσος που είχε χαθεί εξαιτίας της εντατικής κτηνοτροφίας του προηγούμενου αιώνα έχει αρχίσει να ανακάμπτει. Οι παραλίμνιες ζώνες σήμερα θεωρούνται εξαιρετικά παρθένες, κατάφυτες από βελανιδιές, πουρνάρια, αριές, μυρτιές, κουτσουπιές, πλατάνια, ενώ παραμένουν ανέγγιχτες από τον μαζικό τουρισμό.
Η διαδρομή από τα Ρουμάνια προς τον μικρό συνοικισμό της Διάκου και μέχρι τη Δρυώνα είναι μια απ’ τις ωραιότερες, ειδικά το φθινόπωρο, με θέα πάντα τη λίμνη και στο βάθος τα χιονισμένα Τζουμέρκα. Η μυρωδιά της βροχής, το βουητό των μελισσών και ο ήχος του νερού απ’ τα μικρά ρυάκια είναι κάτι το μοναδικό.
Η περιοχή εδώ είναι ακόμα ανέγγιχτη από τον μαζικό τουρισμό και έτσι δεν θα βρει κανείς μαγαζιά πέρα από κάποια καφενεία. Λίγα χιλιόμετρα πιο πάνω όμως, στη Ροδαυγή Άρτας, υπάρχουν και καταλύματα αλλά και γραφικά καφενεδάκια. Ένα απ’ τα αγαπημένα μου στέκια, εκεί που θα πάω τους φίλους που με επισκέπτονται, είναι ο ξενώνας Νησίστα, ο οποίος διαθέτει έναν πολύ ωραίο χώρο για ποτό ή καφέ. Στη Ροδαυγή υπάρχει μεγάλο καστανοδάσος και το φθινόπωρο γίνεται η γιορτή τσίπουρου και κάστανου, όπου μπορεί να δοκιμάσει κανείς ψητά και βραστά κάστανα, καστανόσουπα και φυσικά άφθονο τσίπουρο.
Αντίστοιχα, μερικά χιλιόμετρα προς τα κάτω, ακολουθώντας ουσιαστικά μια λωρίδα γης μέσα στη θάλασσα του Αμβρακικού, φτάνει κανείς στην Κορωνησία, ένα μικρό χωριό ψαράδων με γραφικό λιμανάκι. Εκεί υπάρχει η ταβέρνα του Πατέντα, όπου μπορεί να δοκιμάσει κανείς σαρδέλες, γαύρο, κέφαλους, γλώσσες αλλά και τις περίφημες γαρίδες, αυτές για τις οποίες είχε πει ο κινηματογραφικός Τζέιµς Μποντ το 1981 «Γαρίδες; Ναι, αλλά Αµβρακικού», στο φιλµ «Για τα µάτια σου µόνο».
Το πιο χαρακτηριστικό σημείο της περιοχής είναι χωρίς αμφιβολία το παρατηρητήριο, ένα ύψωμα στο Κορφοβούνι, γνωστό από την εποχή της Τουρκοκρατίας ως «καρακόλι». Σήμερα βρίσκεται εκεί η εκκλησία της Παναγίας, που χτίστηκε το 1998, μετά την πυρκαγιά που κατέστρεψε τον παλιό λιθόκτιστο ναό του 1949. Όταν ο ουρανός είναι καθαρός, η θέα είναι μοναδική από εδώ, καθώς εκτός από τα Τζουμέρκα και τη λίμνη, που φαίνεται ολόκληρη, διακρίνεται και ο Αμβρακικός με την Κορωνησία.
Ο κυρ-Κώστας, ο οποίος τα πρώτα χρόνια με βοήθησε αρκετά, είναι σίγουρα ένας ιδιαίτερος άνθρωπος. Θυμάμαι ένα πρωί τον είχα πετύχει να σκαρφαλώνει, σ’ αυτή την ηλικία, με μια αυτοσχέδια σκάλα στον στύλο της ΔΕΗ για να αλλάξει τη λάμπα, καθώς κανείς δεν έρχονταν να το κάνει αυτό. Τι ειρωνεία! Αυτοί που υπόσχονταν αντισταθμιστικά μέτρα για το φράγμα δεν έρχονταν τώρα να αλλάξουν ούτε τις λάμπες.
Επίσης όταν χιόνιζε τον χειμώνα, όπως το 2019, τα Ρουμάνια παρέμειναν αποκλεισμένα μέχρι να λιώσει το χιόνι, μιας και τα εκχιονιστικά δεν πήγαιναν ποτέ εκεί. Εκείνη τη χρονιά είχα διασχίσει πεζός τα χιονισμένα βουνά, από τον Έλατο ως τα Ρουμάνια, μια απόσταση 5 χλμ., για να δω σε τι κατάσταση βρίσκονταν τα μελίσσια, που ήταν θαμμένα για μέρες κάτω απ’ το χιόνι.
Η περιοχή είναι δυσπρόσιτη, με στενούς, τσιμεντένιους και χωμάτινους δρόμους. Ειδικά τον χειμώνα μπορεί να παραμείνει αποκλεισμένη για μέρες. Όταν αυτοί οι δρόμοι υποστούν ζημιές από την κακοκαιρία, αυτές δεν επιδιορθώνονται, με αποτέλεσμα να αναλαμβάνουν δράση οι ίδιοι οι κάτοικοι με προσωπική εργασία και έξοδα. Ο μέσος όρος ηλικίας εδώ είναι πολύ υψηλός και όταν κάποιος χρειάζεται να μεταφερθεί στο νοσοκομείο κάποιες φορές δεν μπορεί να προσεγγίσει ούτε ταξί.
Είχα δει κάποτε, καθώς πήγαινα στα μελίσσια, μια βοσκοπούλα να κάθεται πάνω σε έναν βράχο και να διαβάζει ένα βιβλίο, ενώ δίπλα της έβοσκαν τα πρόβατά της. Ήταν μια εικόνα που με σημάδεψε, καθώς ανέτρεψε πολλά απ’ τα στερεότυπα που έχουμε οι άνθρωποι της πόλης, ειδικά για τους ορεσίβιους. Γι' αυτό και εγώ προσπαθώ όσο μπορώ να διαβάζω στη σκιά του πλατάνου ή κάποιου πουρναριού. Είναι πραγματικά απίστευτη αίσθηση να διαβάζεις υπό τους ήχους της φύσης.
Τον χειμώνα η πεζοπορία στα στενά μονοπάτια που κατεβάζουν στη λίμνη είναι κάτι το μοναδικό. Το δάσος είναι τόσο πυκνό που κάποιες φορές γίνεται αδιαπέραστο, ενώ το στοιχείο του νερού είναι παντού. Νωρίς το πρωί απλώνεται παντού η υγρασία της λίμνης σαν σύννεφο, δημιουργώντας ένα σκηνικό σαν από ταινία του Αγγελόπουλου. Όταν βρέχει, μαζευόμαστε γύρω απ’ το τζάκι και ψήνουμε κάστανα παρέα με τσίπουρο.
Η ζωή στο χωριό είναι δύσκολη και όποιος την επιδιώξει χωρίς να έχει προηγούμενη εμπειρία θα αντιμετωπίσει προβλήματα που δεν έχει φανταστεί ότι μπορεί να υπάρξουν. Ένα πράγμα που πρέπει να λύσει είναι το βιοποριστικό. Δεν υπάρχουν δουλειές εδώ, έτσι είτε θα πρέπει να δημιουργήσεις μία, κάτι που απαιτεί κεφάλαιο, είτε να εργάζεσαι μέσω διαδικτύου. Επίσης η διαδικασία προσαρμογής σε μια νέα και κλειστή κοινότητα μπορεί να αποτελέσει πρόκληση και να αποδειχτεί δύσκολη. Η ζωή κυλάει με πολύ πιο αργούς ρυθμούς και είναι αρκετά μοναχική. Θα περάσεις πολύ χρόνο με τον εαυτό σου και πιθανόν να έρθεις αντιμέτωπος με εσωτερικά θέματα, τα οποία θα κληθείς να παλέψεις μόνος.
Δεδομένου πάντως ότι η περιοχή έχει ερημώσει, είναι σχετικά εύκολο να βρεις ένα παλιό, γραφικό, πέτρινο αρχοντικό και μάλιστα σχετικά οικονομικά, σε σχέση με την τιμή ενός διαμερίσματος στην Αθήνα, αλλά λόγω παλαιότητας θα χρειαστεί μια γενναία ανακαίνιση. Όμως σε όλη την περιοχή γύρω από τη λίμνη υπάρχει μόνο ένα δημοτικό σχολείο, στο Κορφοβούνι, με αποτέλεσμα τα παιδιά να πηγαίνουν γυμνάσιο στη Γραμμενίτσα και λύκειο στην Άρτα, η οποία απέχει 25 χλμ.
Για μια νέα οικογένεια λοιπόν η ζωή θα έχει κάποιες αντικειμενικές δυσκολίες. Το ίδιο ισχύει και για την πρόσβαση στις μονάδες υγείας. Το ΤΟΜΥ αλλά και το νοσοκομείο απέχουν μισή ώρα με το αυτοκίνητο και με δεδομένη την περίπτωση αποκλεισμού τον χειμώνα, αρκετά νέα ζευγάρια με μικρά παιδιά αλλά και συνταξιούχοι είναι φυσικό να αποθαρρύνονται.
Αντίστοιχα, το κοντινότερο σούπερ μάρκετ απέχει κι αυτό 20-25 χλμ. Έτσι, θα πρέπει να οργανωθεί ένα σχέδιο για μια κάποια αυτάρκεια και αυτονομία. Για τους περισσότερους που ζουν στην πόλη το μποστάνι μπορεί να αποτελεί ένα όνειρο, αλλά απαιτεί επίπονη σωματικά εργασία και συνεπάγεται αρκετές απογοητεύσεις, με αποτέλεσμα τελικά αρκετοί να το εγκαταλείπουν μετά από λίγο καιρό. Από την άλλη, τα ζώα, όπως κότες, πρόβατα κ.λπ., θα τους φέρουν σε επαφή με την πρωτογενή παραγωγή (είναι μοναδικό το συναίσθημα να παράγεις μόνος σου), αλλά θα τους φέρουν και πιο κοντά στην ιδέα του θανάτου, κάτι που οι άνθρωποι της πόλης δεν βιώνουν συχνά.
Ο θάνατος είναι πανταχού παρών στη φύση και εδώ θα τον αντιμετωπίζουν σχεδόν καθημερινά. Οι επιθέσεις από αλεπούδες, κουνάβια, νυφίτσες, λύκους κ.ά. είναι αναπόφευκτες, θα πρέπει να ξεπεράσεις το αρχικό σοκ και να προσπαθήσεις ξανά από την αρχή, μαθαίνοντας απ’ τα λάθη σου. Εδώ θα πρέπει να εξοικειωθείς με την ιδέα ότι είσαι και εσύ μέρος της φύσης. Όπως παίρνεις από αυτήν, πρέπει και να προσφέρεις σε αυτήν. Πάντως, για όσους το τολμήσουν, η φύση θα είναι πάντα εκεί να τους αποζημιώνει.