Το ταξίδι στο Βουκουρέστι πέρασε από σαράντα κύματα πριν πραγματοποιηθεί. Μια σειρά από αστικούς μύθους μας είχε προβληματίσει και μέχρι την τελευταία στιγμή το σκεφτόμαστε. Είναι η πόλη ασφαλής; Η οδική διαδρομή μήπως κρύβει κινδύνους; Θα μας φάνε τα σκυλιά; Όσο αστείο κι αν ακούγεται τώρα, τότε ήταν η βασική μας ανησυχία. Σε όλους τους τουριστικούς οδηγούς υπήρχαν αναφορές στα επικίνδυνα αδέσποτα της πόλης, τα οποία στο παρελθόν είχαν επιτεθεί σε τουρίστες, με πολύ άσχημα αποτελέσματα. Πού πηγαίναμε εμείς, έχοντας μαζί μας κι ένα μικρό παιδί; Τελικά, επικράτησε η ψυχραιμία και η θετική θεώρηση των πραγμάτων. Ύστερα από τέσσερις μέρες στο Βουκουρέστι, συνειδητοποιήσαμε ότι είχαμε συναντήσει μόνο τρία σκυλιά, εντελώς βαριεστημένα! Είχαμε δει όμως και μια πανέμορφη πόλη, ασφαλή, που χρόνο με τον χρόνο ανακαλύπτουν όλο και περισσότεροι ταξιδιώτες και που αξίζει να επισκεφθεί κανείς.
Το Βουκουρέστι ιδρύθηκε από έναν θρυλικό βοσκό, τον Μπούκουρ, που προφανώς το βάφτισε. Το 1459, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, ο Βλαντ Τσέπες, από τον οποίο εμπνεύστηκε τον Κόμη Δράκουλα ο Μπραμ Στόουκερ, το ανακήρυξε πρωτεύουσα της Βλαχίας. Από το 1862 είναι πρωτεύουσα της Ρουμανίας. Φτάνοντας στην πόλη, στον ξενώνα όπου μείναμε, μας υποδέχτηκαν με ενθουσιασμό. Δεν πίστευαν, μας είπαν, ότι μεσούσης της κρίσης θα καταφέρναμε να πάμε. Μας κοιτούσαν λίγο σαν εξωτικά πτηνά – περιττό να πω ότι αισθάνθηκα εξαιρετικά αμήχανα απέναντι σε αυτό τον καλοπροαίρετο οίκτο για στην Ελλάδα. Ευτυχώς, στη συνέχεια δεν μας συνέβη τίποτα ανάλογο.
Το Βουκουρέστι είναι μια πόλη που έχει ανασυνταχθεί σε μεγάλο βαθμό μετά τις καταστροφές που υπέστη όσο διαρκούσε η επανάσταση. Το ιστορικό κέντρο άρχισε να καταρρέει από την εγκατάλειψη και σταδιακά οικογένειες Τσιγγάνων, με την ανοχή του καθεστώτος, εγκαταστάθηκαν στα εντυπωσιακά κτίρια που ρήμαζαν. Σήμερα η πόλη, πέρα από το ιστορικό κέντρο που είναι ήδη «του κουτιού», αναπαλαιώνεται από τη μία άκρη μέχρι την άλλη.
Το πρώτο αξιοθέατο που αντικρίσαμε, μια και δεσπόζει στην πόλη, ήταν το Μέγαρο του Κοινοβουλίου, το περίφημο Σπίτι του Λαού, που ο Νικολάε Τσαουσέσκου δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει. Πρόκειται για το δεύτερο μεγαλύτερο κτίριο στον κόσμο, μετά το αμερικανικό Πεντάγωνο, που καταλαμβάνει έκταση 330.000 τετραγωνικών μέτρων! Για περισσότερα από πέντε χρόνια 20.000 εργάτες και 700 αρχιτέκτονες εργάζονταν σε τρεις βάρδιες για να το τελειώσουν. Ο Τσαουσέσκου δεν δίστασε να ισοπεδώσει σχεδόν το ¼ της πόλης, ώστε να δημιουργήσει χώρο γι' αυτό το υπερφίαλο και κακόγουστο κατασκεύασμα. Αφού το τραβήξαμε μερικές φωτογραφίες από μεγάλη απόσταση, για να... χωρέσει στο πλάνο, κατευθυνθήκαμε προς την Piata Unirii (Πλατεία Ομονοίας), μια πλατεία σοσιαλιστικής αισθητικής, την οποία ο Τσαουσέσκου προόριζε για νέο αστικό κέντρο. Η πλατεία είναι μάλλον θλιβερή, με ένα μεγάλο στεγνό σιντριβάνι στο κέντρο, από εδώ όμως ξεκινά η παλιά πόλη.
Ξεκινώντας από την πεζοδρομημένη οδό Selari, που βρίσκεται βορειοδυτικά της πλατείας, θα συναντήσετε δεξιά σας τα ερείπια της Παλιάς Πριγκιπικής Αυλής του Βλαντ Τσέπες και αριστερά σας το Hanul lui Manuc. Εδώ συνυπάρχουν ο άρτος με το θέαμα. Το Hanul είναι ένα μεγάλο πανδοχείο που λειτουργεί από το 1808 και μοιάζει να έχει βγει από ταινία εποχής. Παρά το γεγονός ότι είναι τουριστική ατραξιόν και κάθε γκρουπ που σέβεται τον εαυτό του περνάει από εκεί, το φαγητό είναι αρκετά καλό και οι τιμές λογικότατες, οπότε μην το σκέφτεστε – πού θα ξαναβρείτε κάτι παρόμοιο;
Συνεχίζοντας τη βόλτα, θα φτάσετε στην οδό Σταυροπόλεως, με την ομώνυμη εκκλησία. Όπως ίσως μαντέψατε, οι Έλληνες έχουμε βάλει κι εδώ το χεράκι μας. Ο ναός χτίστηκε το 1724 από έναν Έλληνα μοναχό και είναι μνημείο προστατευόμενο από την UNESCO. Η παρουσία των Ελλήνων δεν περιορίζεται εδώ. Ελληνικά σαντουιτσάδικα, σουβλατζίδικα και τράπεζες ξεφύτρωναν μπροστά μας, μέχρι Ρέμο ακούσαμε πρωινιάτικα, πίνοντας καφέ δίπλα σε ελληνικό ουζερί. Στην οδό Σταυροπόλεως 3 υπάρχει άλλος ένας πόλος έλξης, η μπιραρία του 1875, Caru cu Bere. Μπαίνοντας μέσα θα τα χάσατε, ο χώρος είναι τεράστιος, μοιάζει με γοτθική εκκλησία, είναι ολόκληρος ξυλόγλυπτος και γεμάτος πελάτες, τουρίστες αλλά και ντόπιους. Το μεσημέρι υπάρχουν και συγκεκριμένα μενού, εμείς φάγαμε μέχρι σκασμού και, φυσικά, ήπιαμε τεράστιες μπίρες!
Φτάνοντας στην Galea Victoriei (Λεωφόρος Νίκης), μην παραλείψετε να επισκεφθείτε το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο που στεγάζεται στο εντυπωσιακό πρώην Μέγαρο των Ταχυδρομείων, που χτίστηκε το 1899. Στο υπόγειο του μουσείου βρίσκεται το θησαυροφυλάκιο, που είναι γεμάτο χρυσά αντικείμενα και πολύτιμους λίθους αμύθητης αξίας. Η Galea Victoriei θα σας οδηγήσει και στην Piata Revolutiei (Πλατεία Επανάστασης), όπου βρίσκεται η Εκκλησία Cretulescu, φτιαγμένη με κόκκινα τούβλα, η οποία χτίστηκε το 1722, καταστράφηκε κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1989 και σήμερα τίποτα δεν μαρτυρά την ταλαιπωρία της. Εδώ βρίσκεται και το Βασιλικό Παλάτι του 1834, που πλέον στεγάζει το Εθνικό Μουσείο Τέχνης. Η Βιβλιοθήκη του Κεντρικού Πανεπιστημίου (1895) είναι άλλο ένα κτίριο της περιοχής που κάηκε το 1989 και αναστηλώθηκε ταχύτατα. Βόρειά της βρίσκεται το νεοκλασικό Ateneul Roman, ένας συναυλιακός χώρος του 1888, με εκπληκτικά διακοσμημένο εσωτερικό. Αν και δεν είναι εύκολο, αξίζει να προσπαθήσετε να βρείτε εισιτήρια για κάποια συναυλία. Εμείς βρήκαμε μόνο θέσεις ορθίων, αλλά δεν διαθέταμε κουστούμι και γραβάτα, μια και υπάρχει dress code! Εξαιρετικό είναι και το Μουσείο Συλλογής Τέχνης με έργα του σπουδαίου ζωγράφου του 19ου αιώνα Νικολάε Γκριγκορέσκου.
Αν υποθέσουμε ότι έχετε επισκεφθεί τα αξιοθέατα πέριξ της Piata Revolutiei, μάλλον θα είσαστε στα πρόθυρα της κατάρρευσης – εγώ πάντως ήμουν. Σκέφτεστε τίποτα καλύτερο από μια βαρκάδα στο υπέροχο Gradina Cismigiou, το παλιότερο πάρκο της πόλης; Πάρτε ένα ταξί, χωρίς δισταγμό, και πηγαίνετε να απολαύσετε τους υπέροχους κήπους, τη δροσιά και την ησυχία τους. Τα ταξί στο Βουκουρέστι δεν είναι ακριβά, το μόνο που χρειάζεται είναι να προσυμφωνήσετε το κόστος της μεταφοράς. Μη διστάσετε να κάνετε έρευνα αγοράς – στις πιάτσες δεν ισχύει η προτεραιότητα, όπως στην Ελλάδα.
Κάνοντας βόλτες στο κέντρο, εύκολα θα διαπιστώσετε ότι η καρδιά του χτυπάει στο πεζοδρομημένο τμήμα του. Εδώ, το βράδυ, συνυπάρχουν πιο προχωρημένα μπαράκια –σε ένα από αυτά ακούσαμε τη Ρουμάνα... Μόνικα– με κλαμπ στην μπάρα των οποίων χορεύουν κορίτσια με μαγιό, ενώ παραδίπλα βρίσκονται εκλεπτυσμένα wine bars και «ψαγμένα» café. Αυτό όμως που μας έκλεψε την καρδιά ήταν ένα παλαιοπωλείο, το οποίο ήταν κατά τέτοιο τρόπο διαμορφωμένο, ώστε να λειτουργεί σαν café-bar, χρησιμοποιώντας τις αντίκες που είχε προς πώληση και στις οποίες μπορούσε κανείς να καθίσει άφοβα. Ονομάζεται Thomas Antiques Bar, βρίσκεται στην οδό Covaci 19 και πραγματικά είναι από τους πιο ατμοσφαιρικούς χώρους που έχω συναντήσει.
Το Βουκουρέστι είναι μια πόλη που έχει ανασυνταχθεί σε μεγάλο βαθμό μετά τις καταστροφές που υπέστη όσο διαρκούσε η επανάσταση, που είχε ως αποτέλεσμα την ανατροπή και τελικά την εκτέλεση του Τσαουσέσκου. Την εποχή του σοσιαλιστικού καθεστώτος οι μεγαλοαστοί εκδιώχθηκαν από την πόλη και οι περιουσίες τους δημεύθηκαν. Το ιστορικό κέντρο άρχισε να καταρρέει από την εγκατάλειψη και σταδιακά οικογένειες Τσιγγάνων, με την ανοχή του καθεστώτος, εγκαταστάθηκαν στα εντυπωσιακά κτίρια που ρήμαζαν. Σήμερα η πόλη, πέρα από το ιστορικό κέντρο που είναι ήδη «του κουτιού», αναπαλαιώνεται από τη μία άκρη μέχρι την άλλη. Κάποιοι από τους ιδιοκτήτες των κτιρίων έχουν επιστρέψει ή τα έχουν πουλήσει, σε κάποια άλλα το βράδυ παρατηρήσαμε ότι εξακολουθούν να κατοικούν Τσιγγάνοι, αλλά πιο... διακριτικά. Η ομορφιά της πόλης, ακόμα και στα πιο ταλαιπωρημένα κομμάτια της, είναι ολοφάνερη. Κάποια στιγμή συνειδητοποίησα, διερωτώμενη αν διαπράττω ύβρη, ότι μου θύμιζε το Παρίσι, έτσι καθώς είναι γεμάτη παλάτια, πάρκα και «βουλεβάρτα». Αργότερα διαπίστωσα ότι δεν είμαι η μόνη που έκανα τη σύγκριση.
Φεύγοντας, είπα στη νεαρή υπάλληλο του ξενώνα που με ρώτησε πώς μας φάνηκε το Βουκουρέστι ότι, όταν ολοκληρωθεί η αποκατάσταση της πόλης, ο τουρισμός θα εκτιναχθεί. Μου απάντησε ότι, κατά τη γνώμη της, οι εργασίες καθυστερούν υπερβολικά, σε αντίθεση με την εποχή του Τσαουσέσκου, του οποίου οι αποφάσεις εκτελούνταν άμεσα. Συμπλήρωσε, επίσης, ότι τότε δεν είχαν αγαθά αλλά είχαν χρήματα, ενώ το ακριβώς αντίθετο συμβαίνει στη χώρα σήμερα, αφήνοντάς με να την κοιτάζω σοκαρισμένη που μιλούσε με νοσταλγία για έναν τέτοιο δυνάστη... Η φτώχεια του λαού, ωστόσο, είναι ορατή στα μάτια και του πλέον αθώου ταξιδιώτη, παρόλο που το Βουκουρέστι σε λίγο δεν θα έχει τίποτα να ζηλέψει από τις άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Δεν μπορώ να σκεφτώ καλύτερο τρόπο να στηρίξει κανείς μια γοητευτική πόλη, αλλά και οικονομικά προσιτή, που προσπαθεί να μπει στον τουριστικό χάρτη, από το να την επισκεφθεί και να απολαύσει όσα έχει να προσφέρει. Εσείς;
σχόλια