Πού ήταν τα «Σωτήρια» -τα δημόσια ουρητήρια- στην αρχαία Αγορά; Κάτω από ποιον χριστιανικό ναό βρίσκεται ο αρχαίος ναός της Ουράνιας Αφροδίτης; Πού βρισκόταν το μεγαλοπρεπές Πάνθεον; Μια μεγάλη βόλτα στο κέντρο με γνωστές και άγνωστες ιστορίες για μνημεία, εκκλησίες και αγάλματα.
Ο Ναός των Αγίων Πάντων: Πάνω στον αρχαίο ναό της Ουράνιας Αφροδίτης
Ο μικρός βυζαντινός ναός των Αγίων Πάντων βρίσκεται στην οδό Τσόχα 39 (στάση μετρό Αμπελόκηποι), λίγα μέτρα από τη νοτιοανατολική γωνία του γηπέδου του Παναθηναϊκού. Λόγω της κλίσης του εδάφους βρίσκεται περίπου δύο μέτρα κάτω από την επιφάνεια του οδοστρώματος και εύκολα τον προσπερνάς, αλλά έχει ενδιαφέρουσα ιστορία που ξεκινάει από τους αρχαίους χρόνους. Το 1815 η πριγκίπισσα της Ουαλίας, Καρολίνα, κατά τη διάρκεια της παραμονής της στην Αθήνα, χρηματοδότησε μια ανασκαφή στον χώρο του ναού, κατά την οποία ανακαλύφθηκαν μαρμάρινα περιστέρια. Από αυτά οδηγήθηκαν στο συμπέρασμα ότι στη θέση του ναού κατά την αρχαιότητα υπήρχε ιερό αφιερωμένο στην Ουράνια Αφροδίτη, δηλαδή στη θεά του αγνού έρωτα και της οικογένειας (το περιστέρι ήταν το ιερό πτηνό της θεάς). Επίσης, στον ίδιο χώρο υπήρχε πηγή με δροσερό νερό. Στους τοίχους του ναού έχουν ενσωματωθεί αρχαία αρχιτεκτονικά μέλη, πολλά από τα οποία έχουν επιγραφές, ενώ τα παράθυρα έχουν πλούσια διακόσμηση. Ο σημερινός ναός χτίστηκε πάνω στα αρχαία ερείπια τον 11ο αι. Στην αρχαιότητα, η τοποθεσία φιλοξενούσε, εκτός από τον ναό, και ιερό άλσος («Κήποι») με πηγή και βωμό της θεάς, στον οποίο αφιέρωναν κατά τη γιορτή των Αρρηφορίων. Ο βωμός σώζεται στα αριστερά του σημερινού ναού. Πάνω σε αυτό τον βωμό τοποθετούσαν τα «μυστικά δώρα» προς τη θεά, κυρίως κατά τη γιορτή των Αρρηφορίων ή Αρρητοφορίων. Σε αυτήν τη γιορτή, δύο κοριτσάκια ηλικίας 7-11 ετών ξεκινούσαν από τον Παρθενώνα με δώρα της Παλλάδος στα κεφάλια τους. Τα έφερναν στο «καταβάσιον», στην υπόγεια δηλαδή πηγή της Αφροδίτης εν Κήποις, έπαιρναν από κει άλλα δώρα και επέστρεφαν στην Ακρόπολη. Με τη συμβολική αυτή πράξη συνέδεαν τις θεότητες της αγάπης και της σοφίας. Με τον ερχομό του χριστιανισμού, ιδιαίτερα μετά το 300 μ.Χ., το ιερό αυτό παρήκμασε και στη θέση του χτίστηκε ναός που αφιερώθηκε στους Αγίους Πάντες. Αργότερα χτίστηκε ολόκληρη μονή γύρω από τον μικρό ναό, η Μονή των Αγίων Ομολογητών. Σύμφωνα με ιστορικές μαρτυρίες ξένων περιηγητών, ο ναός κατά τον 19ο αι. μ.Χ. βρισκόταν ήδη σε ερειπιώδη κατάσταση και γι’ αυτόν το λόγο η θεία λειτουργία τελούνταν υπαιθρίως στον χώρο, όπου και συγκεντρώνονταν πολλοί Αθηναίοι. Τον ναό, μάλιστα, πριν από την Ελληνική Επανάσταση λέγεται ότι τον επισκέπτονταν και οι Οθωμανοί Τούρκοι για να προσκυνήσουν και να πάρουν αγίασμα. Το 1922 μ.Χ. ο αρχαιολόγος Γ. Σωτηρίου, κατά την πρώτη συστηματική ανασκαφή του ναού, βρήκε έναν πλήρως ερειπωμένο ναό, με την ανατολική και βόρεια πλευρά μόνο να στέκουν ακόμα όρθιες. Κατά τις ανασκαφές αυτές βρήκε πολλούς τάφους μοναχών −ορισμένοι από αυτούς σώζονται έως σήμερα μέσα σε κρύπτη βορείως του ναού−, καθώς και τον τάφο του μοναχού Θεοφύλακτου μέσα σε μια σαρκοφάγο στη δυτική πλευρά. Στη σημερινή του μορφή αναστυλώθηκε το 1956.
Ο Κοιμώμενος Αλέξανδρος Υψηλάντης στο Πεδίον του Άρεως
Το ολόσωμο άγαλμα του Αλέξανδρου Υψηλάντη, που βρίσκεται τοποθετημένο μπροστά από τον Ιερό Ναό των Ταξιαρχών στο Πεδίον του Άρεως, αποδίδεται στον τύπο της Κοιμωμένης: το νεκρό σώμα ξαπλωμένο πάνω σε σαρκοφάγο με ανάγλυφες διακοσμήσεις (οικόσημο, στεφάνια κ.λπ.). Πρόκειται για το μοναδικό παράδειγμα ανδρικής μορφής στον τύπο της Κοιμωμένης στον ελλαδικό χώρο. Η ταυτότητα του τιμώμενου προσώπου αμφισβητείται, στη βιβλιογραφία άλλοτε αναφέρεται ως Αλέξανδρος και άλλοτε ως Δημήτριος Υψηλάντης, ωστόσο στην ανατολική πρόσοψη της σαρκοφάγου, στο πίσω μέρος του μνημείου, υπάρχει η ακόλουθη επιγραφή: ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ / ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ ΤΗΣ / ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΦΙΛΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ. Στο μνημείο δεν υπάρχει υπογραφή του καλλιτέχνη, στη βιβλιογραφία αναφέρεται επίσης το 1869 ως χρονολογία δημιουργίας του μνημείου. Η απόδοσή του στον Λεωνίδα Δρόση στηρίζεται στο αρχείο του καλλιτέχνη στην Εθνική Πινακοθήκη, στα έργα του οποίου συγκαταλέγεται, σύμφωνα με πληροφορίες του γιου του, ο «Υψηλάντης» που βρίσκεται στην κατοχή του Πολυτεχνείου. Η αρχική θέση του μνημείου ήταν όντως στον κήπο του Πολυτεχνείου, αλλά υπήρξαν πολλές διαμαρτυρίες επειδή δεν ταίριαζε στο σημείο και από το 1927 υφίστατο βανδαλισμούς. Στη σημερινή του θέση μεταφέρθηκε το 1964, σε έναν χώρο όπου υπήρχαν ήδη τα κενοτάφια του Αλεξ. Πραΐδη, των Ιερολοχιτών του 1821 και των πεσόντων στον Δομοκό το 1897. Στις 27 Οκτωβρίου 1964 έγινε η ανακομιδή των οστών του Αλέξανδρου Υψηλάντη από τη Βιέννη, τα οποία τοποθετήθηκαν στο μνημείο. Τότε μάλλον τοποθετήθηκε και η επιγραφή. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει μία επιστολή του 1843 του Χριστιανού Χάνσεν που αναφέρει ότι κι εκείνος εργαζόταν για το μνημείο του Υψηλάντη. Κατ’ άλλους, το έργο το έχει φτιάξει ο Ιωάννης Βιτσάρης.
Ο Άγιος Ελισαίος: Η εκκλησία του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη στην Αυλή των Θαυμάτων
Το Αρχοντικό Λογοθέτη βρίσκεται στο Μοναστηράκι, απέναντι από τη Βιβλιοθήκη του Αδριανού, στην οδό Άρεως 14. Μια καμάρα της πύλης του αρχοντικού, μια βρύση, ένα λίθινο εξωτερικό κλιμακοστάσιο που οδηγούσε στο ανώγειο του σπιτιού και μια αυλή περιτριγυρισμένη από μεταγενέστερα κτίσματα είναι ό,τι απέμεινε σήμερα από αυτό το αθηναϊκό αρχοντικό, κτίσμα της Τουρκοκρατίας. Μέσα σε αυτή την αυλή της παλιάς οικίας της οικογένειας Χωματιανού-Λογοθέτη βρίσκεται και το εκκλησάκι του Αγίου Ελισαίου, επίσης ιδιοκτησία της οικογένειας, μια μικρή και απλή μονόκλιτη βασιλική με ξύλινη στέγη που υπολογίζεται πως είναι του 17ου αιώνα. Πρώτη φορά μνημονεύεται στο σχέδιο των Αθηνών του 1832 των Schaubert και Κλεάνθη. O ένας τοίχος του ναού στηριζόταν στο κλιμακοστάσιο του αρχοντικού, ενώ πολλά από τα δομικά υλικά του, καθώς και αυτά του απέριττου διάκοσμού του, ήταν από διάφορους αιώνες και αρχαιότερα μνημεία, πράγμα συνηθισμένο αλλά και χαρακτηριστικό για τη ναοδομία της εποχής. Ο κτητορικός αυτός ναός είναι συνδεδεμένος με τις μορφές του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και του επίσης Σκιαθίτη εξαδέλφου του, Αλέξανδρου Μωραϊτίδη, που πέρασαν εκεί τις κατανυκτικές ώρες της αγρυπνίας ψάλλοντας. Δεξιός ψάλτης ο πρώτος, αριστερός ο δεύτερος. Είναι τόσο έντονη αυτή η σύνδεση των δυο εξαδέλφων με τον μικρό ναό, ώστε χρησιμοποιήθηκε ως βασικό επιχείρημα στα άρθρα και τις επιστολές της εποχής για να αποτραπεί η κατεδάφισή του. Η ακτινοβολία του Παπαδιαμάντη ήταν τέτοια, ώστε εκκλησιάζονταν εκεί μόνο και μόνο για να τον ακούσουν σημαντικές μορφές των γραμμάτων της εποχής, όπως ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, ο Παύλος Νιρβάνας, ο Γιάννης Βλαχογιάννης, ο Γεράσιμος Βώκος κ.ά. Ο μεταγενέστερος ιδιοκτήτης του ναού Ηρακλής Καζάκος, εγγονός της οικογένειας Χωματιανού-Λογοθέτη, κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής κατεδάφισε την εκκλησία αυθαιρέτως στο μεγαλύτερο μέρος της, παρά τις διαμαρτυρίες πολλών αρχιτεκτόνων και αρχαιολόγων, επειδή πίστευε πως θα χαρακτηριζόταν διατηρητέο μνημείο και θα δυσκολευόταν να την «αξιοποιήσει» προς «ίδιον όφελος». Αργότερα, η ιδιοκτησία απαλλοτριώθηκε από το υπουργείο Πολιτισμού και παραχωρήθηκε στο Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης. Για πολλά χρόνια το μικρό εκκλησάκι έμεινε ερειπωμένο, αλλά το 2003 η Εταιρεία Παπαδιαμαντικών Σπουδών ενεργοποιήθηκε για την αποκατάστασή του και το 2005 πραγματοποιήθηκε στο νεόδμητο αποκατεστημένο εκκλησάκι η πρώτη αγρυπνία στη μνήμη του Παπαδιαμάντη.
«Ἦσαν δὲ οἱ ψάλται, ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης καὶ ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης, οἱ ἀπὸ Σκιάθου δίδυμοι διηγηματογράφοι καὶ τρυφερωτάτοι συγγραφεῖς, ἀληθεῖς καὶ εὐσεβεστάτοι οὗτοι Χριστιανοί. Ὁ πρῶτος ὁ καὶ ἐν τῇ “Ἀκροπόλει” συνάδελφος εἶχε μεταρσιωθῇ ἐν τῇ ἐκπληρώσει τῶν ἱερῶν τούτων καθηκόντων. Αἴγλη ἀπολύτου εὐτυχίας ἐφώτιζε τὴν δασύτριχα μορφήν του μὲ τὴν σγουρὰν μαύρην γενειάδα καὶ τὴν ὁμοιόχρωμον πλουσίαν κόμην. Ἦτο ἀγνώριστος καὶ ἡ μορφὴ ἐκείνη ἡ τόσῳ σκυθρωπὴ κατὰ τὰς ὥρας τῆς ἐργασίας ἐδῶ εἰς τὸ γραφεῖον ἐφαιδρύνετο ὑπεράνω του ἱεροψαλτικοῦ ἀναλογίου. Ἔψαλλε δὲ ὁ συγγραφεὺς τῆς “Νοσταλγοῦ” μετὰ ζέσεως καὶ πάθους ἀληθινοῦ, ἐντείνων τὴν φωνήν, τηρῶν τὸν χρόνον διὰ βιαίας καταφορᾶς τῆς χειρὸς του ἐπὶ τοῦ ἐρείσματος τοῦ στασιδίου, ἀλλὰ τηρῶν συγχρόνως καὶ τὴν τάξιν τοῦ ναοῦ, ὁσάκις κανεὶς παρεξετρέπετο ἢ ἐθορύβει, ὅταν συνέβαινεν ὁ λαμπαδάριος ὁ καλὸς κἀγαθὸς Χριστοφίλης νὰ προτρέχῃ εἰς τὴν ἐκπλήρωσιν τῶν καθηκόντων του. Τότε ὁ Παπαδιαμάντης μετεβάλλετο εἰς αὐστηρότατον ἐπιτιμητὴν καὶ ἐπεφώνει καὶ ἐπετίμα καὶ ἐκραύγαζεν. Ὁ ἄλλος ἀπέναντι, ὁ συγγραφεὺς τοῦ Δεκατιστοῦ, εἶχε τὸ ἦθος ταπεινότερον καὶ ἐφαίνετο βυθισμένος εἰς ὄνειρον θρησκευτικῆς ἀφωσιώσεως καὶ λατρείας. Ἐπακουμβῶν ἐπὶ τοῦ ἐρείσματος τοῦ στασιδίου δι’ ἀμφοτέρων τῶν χειρῶν ἔκλινε τὴν φαλακρὰν κεφαλήν του μὲ τὴν μακρὰν μαύρην γενειάδα, τὸ λεῖον μέτωπον καὶ τὴν γρυπὴν ρῖνα καὶ ἡμικλείων τοὺς ὀφθαλμούς, ἔψαλλεν ἠρέμα, μόλις ἀκουόμενος. Καὶ ἦτο τὸ θέαμα τῶν δύο αὐτῶν ἀπὸ Σκιάθου θεοπνεύστων συγγραφέων κατανυκτικώτατον καὶ ἐγὼ ἀπεθαύμαζον αὐτούς, ὅτι δὲν ἤξευρον μόνον νὰ περιγράφουν τόσῳ θαυμασίως εἰς τὰ διηγήματά των θρησκευτικὰς σκηνάς καὶ ἐκκλησιαστικὰ ἐπεισόδια ἀλλ’ ἦσαν ἐν ταυτῷ ἀπροσποίητοι καὶ δεινοὶ ἀπὸ ἱερᾶς πεποιθήσεως καὶ χρηστοῦ συνειδότος τελετάρχαι τοιούτων τελετῶν καὶ πανηγύρεων, ὑπέροχοι πρόμαχοι τοῦ γνησιωτέρου βυζαντινοῦ μέλους, τὸ ὁποῖον τινές κακοζήλως ἀνέλαβον νὰ παραμορφώσουν ὑπὸ τὸ κωμικὸν ἔνδυμα ὀθνείας καὶ ἐστρεβλωμένης μουσικῆς». «Αγρυπνία εις τον Άγιο Ελισαίον», Γεράσιμος Βώκος (1894)
Πάνθεον: Το μνημειώδες αδριάνειο οικοδόμημα
Πενήντα μέτρα πάνω από την Αδριάνεια Βιβλιοθήκη και τη Ρωμαϊκή Αγορά, ανηφορίζοντας την οδό Αδριανού, στον αριθμό 80, συναντάς ερείπια διαφόρων εποχών, αρχαία κτίσματα που αποκαλύπτονται σε διαδοχικές στρώσεις. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν τα απομεινάρια ενός τεράστιου κτιρίου, μήκους τουλάχιστον 85 μέτρων, που αποδίδεται στον φιλαθηναίου αυτοκράτορα Αδριανό και ταυτίστηκε (το 1968) με το Κοινό Ιερό των Θεών, το Πάνθεον. Άλλοι πάλι θεωρούν πως ήταν το Πανελλήνιον, επίσης αδριάνειο κτίσμα, που υπήρξε χώρος συνεδριάσεων των αντιπροσώπων των πόλεων-κρατών. Επειδή η Αθήνα προϋπάρχει του Αδριανού, κάτω από τη θεμελίωση του μνημειώδους αυτού οικοδομήματος διακρίνονται λείψανα αρχαιότερων κτισμάτων υστεροελληνιστικών και πρώιμων ρωμαϊκών. Απ’ όλα διαθέτει το ανασκαμμένο οικόπεδο. Στη βόρεια πλευρά του υπάρχει ενσωματωμένο και τμήμα του Υστερορωμαϊκού Τείχους (267 μ. Χ.), το οποίο διατηρεί την προσθήκη από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό, έναν οχυρωμένο πύργο (του οποίου σώζεται τμήμα ύψους πέντε μέτρων) και μία όμορφη μαρμάρινη πύλη. Διακρίνονται πάνω στη δυτική πλευρά του διπλανού κτιρίου. Με την ανασκαφή αποκαλύφθηκαν τα λείψανα της Παναγιάς του Μισεραλιότι, της Χρυσαλιώτισσας (17ος αιώνας), που εντοπίστηκαν στο υπόγειο οικοδομής του 19ου αι., και έδωσε το όνομά της στον ιστορικό δρόμο.
Βεσπασιανές: Το αρχαίο δημόσιο αποχωρητήριο
Βορειοδυτικά του Πύργου των Ανέμων και βορειοανατολικά της ανατολικής στοάς της Ρωμαϊκής Αγοράς, προστέθηκαν κατά το δεύτερο μισό του 1ου αι. μ.Χ. οι Βεσπασιανές. Τη χρήση τους προσδιόρισε το 1940 ο αρχιτέκτονας Αναστάσιος Ορλάνδος. Πρόκειται για δημόσια αποχωρητήρια, τα οποία εξυπηρετούσαν το πολυπληθές κοινό που σύχναζε καθημερινά στο εμπορικό κέντρο της Αθήνας. Οφείλουν την ονομασία τους στον Ρωμαίο αυτοκράτορα Βεσπασιανό (69-79 μ.Χ.), ο οποίος έστησε παρόμοια αποχωρητήρια σε όλες τις σπουδαίες πόλεις της αυτοκρατορίας (Κόρινθος, Θεσσαλονίκη, Έφεσος κ.ά.). Παράλληλα, επέβαλε φόρο σε κάθε χρήστη των αποχωρητηρίων, ο οποίος, εισερχόμενος, όφειλε να πληρώσει έναν οβολό. Όταν ο γιος του, ο Τίτος, τον επέκρινε που εισέπραττε εισοδήματα από μια τόσο βρομερή πηγή, ο Βεσπασιανός του έβαλε ένα νόμισμα κάτω από τη μύτη και τον ρώτησε «βρομάει;», λέγοντας τη φράση «Pecunia non olet», δηλαδή «το χρήμα δεν έχει οσμή»! Οι Βεσπασιανές ήταν ένα ορθογώνιο κτίριο με έναν μακρόστενο προθάλαμο και μία σχεδόν τετράγωνη αίθουσα που είχε μαρμάρινους πάγκους με στρογγυλές οπές στις τέσσερις πλευρές. Κάτω από τους πάγκους υπήρχε βαθύ κανάλι με κλίση που απομάκρυνε τις ακαθαρσίες προς τον κεντρικό αγωγό της πόλης, με τη συνεχή ροή των νερών που κατέβαζαν οι πηγές της βόρειας κλιτύος της Ακρόπολης. Η οροφή ήταν περιμετρικά σκεπασμένη και μόνο το κεντρικό ορθογώνιο αίθριο ήταν ακάλυπτο για τον φωτισμό και τον εξαερισμό του χώρου. Οι αρχαίοι αποκαλούσαν τα αποχωρητήρια «Σωτήρια» και η ονομασία αυτή υπάρχει και κατά τον 19ο αι., όπως στο Μέγαρο του Ζαππείου (1888) «όπου στην αρίθμηση των χώρων μετά τον αριθμό 20 έπονταν τα 00,00 με την επεξήγηση ότι πρόκειται για τα "Σωτήρια", δεξιά ανδρών, αριστερά γυναικών». Εντύπωση προκαλεί το ότι εσωτερικά, μεταξύ των οπών όπου κάθονταν οι «ανακουφιζόμενοι», δεν υπήρχαν χωρίσματα. Μάλιστα, οι φίλοι προσπαθούσαν να έρχονται περίπου την ίδια ώρα στα «ανακουφιστήρια» για να χαίρονται την επικοινωνία, να σχολιάζουν την επικαιρότητα και να κουτσομπολεύουν ομαδικά την ώρα που έκαναν την ανάγκη τους.
Ως πηγές χρησιμοποιήθηκαν τα βιβλία:
Μοναστηράκι-Πλάκα, Οι γειτονιές των Θεών, Άρτεμις Σκουμπουρδή, Εκδόσεις Πατάκη
Τα Γλυπτά της Αθήνας, Υπαίθρια Γλυπτική 1834-2004, Ζέττα Αντωνοπούλου, Εκδόσεις Ποταμός
Αθήνα, Ιχνηλατώντας την πόλη με οδηγό την ιστορία και τη λογοτεχνία, Θανάσης Γιοχάλας-Τόνια Καφετζάκη, Εκδόσεις βιβλιοπωλείον της Εστίας
Αγαλματένια Κρίνα, Μηνάς Παπαγεωργίου, Εκδόσεις Δαιδάλεος