[Από τον Χρήστο Παρίδη]
Ο δρόμος προς τη δόξα είναι ένα έργο μου του 2003 και βασίζεται σε ένα σχεδιάκι του Πικάσο του 1903. Πρόκειται για ένα έργο 1,00 Χ 1,00 και δανείζεται τις τρεις αυτές φιγούρες του Πικάσο, τη «δόξα», τον «καλλιτέχνη» και τον «κριτικό τέχνης».
Η δική μου Δόξα -η οποία είναι ακριβώς ίδια με του Πικάσο που γράφει από πάνω της La Gloria-, κρατάει ένα κλαδί ελιάς και ένα πουγκί που γράφει 1,000 $, κι ενώ την βαστάει ο καλλιτέχνης ταυτόχρονα τον πηδάει ένας άσχημος άντρας που ο Πικάσο τον ονομάζει Critic (A) - είναι δυσδιάκριτο αν εννοεί ο «κριτικός» ή η «κριτική».
Από το στόμα του βγάζει κάτι σύννεφα σαν να λέει μπούρδες. Αυτήν την εξήγηση τουλάχιστον δίνω εγώ, καθώς συγχρόνως ο κριτικός γράφει με ένα φτερό. Η εικόνα ακολουθεί φορά από δεξιά προς τα αριστερά κι ο καλλιτέχνης κάθεται υπομονετικά και πηδιέται στοχεύοντας προς τη δόξα και το χρήμα. Με ένα γελοιογραφικό έργο τα είπε όλα ο άνθρωπος. Αυτό το σκιτσάκι το οικειοποιήθηκα και το έκανα δικό μου. Εγώ αυτό καταλαβαίνω ότι λέει ο Πικάσο. Αν τώρα κάποιος άλλος δίνει άλλη εξήγηση, ότι ήθελε να πει κάτι άλλο, εγώ νομίζω ότι αυτό ήθελε να πει ο Πικάσο.
Η μεταφορά είναι ένα άλλο έργο μου του 2005 και δείχνει έναν άντρα που μεταφέρει στο κάθε χέρι από ένα βαρίδιο των 100 κιλών το καθένα. Κυβιστική φιγούρα, την οποία εμπνεύστηκα από κάτι που είχα δει σε ένα φωτογραφικό άλμπουμ ή περιοδικό με καταπληκτικές φωτογραφίες από τζαμαρίες μεγάρων και γιαπιών βαμμένες με λευκό χρώμα. Κάποιος μπογιατζής λοιπόν, Πολωνός μάλλον, είχε ζωγραφίσει δύο κύβους και είχε γράψει Picasso’ s Balls. Τρελάθηκα όταν το είδα, ότι τα «αρχίδια» του Πικάσο είναι κύβοι.
Λας Μενίνας, έργο επίσης του 2005 σημαίνει «Τα κορίτσια». Είναι αναφορά σε ένα κυβιστικό έργο του Πικάσο αντιγραφή ενός έργου του Βελάσκεθ. Ένα άλλο έργο μου, πάλι του 2005, είναι το Αψέντι όπου το φόντο το έχω κλέψει από τον Πικάσο. Έχω βάλει και τη μορφή του να κυριαρχεί μαζί με του Τσε. Αψέντι ήταν το ποτό με το οποίο τα τσούζαν οι μποέμ καλλιτέχνες.
Ο τίμιος, έργο του 2001, βασίζεται στις Δεσποινίδες της Αβινιόν. Πάντα ο Πικάσο ήταν η νούμερο ένα αναφορά στην τέχνη. ‘Όποιος ασχολείται ή θέλει να ασχοληθεί με την τέχνη, πρέπει να μελετήσει την ιστορία της και τις εικόνες της. Γνωρίζουμε ότι ο Πικάσο αυτό το «ιερό τέρας» της τέχνης, έκανε με τις Δεσποινίδες της Αβινιόν μία μεγάλη τομή που αποτελεί το ξεκίνημα της μοντέρνας ζωγραφικής. Έσπασε τις μορφές και σε μία προ-έκφραση του Κυβισμού, ορμώμενος από τη μελέτη που είχε κάνει στις αφρικανικές μάσκες και τα κυκλαδικά εδώλια, φόρεσε σε ανθρώπινες φιγούρες με κυβιστική διάθεση, αφρικανικές μάσκες, άλλες χαρακτηριστικές και άλλες λιγότερο. Η ιστορία λέει ότι το έργο, το οποίο είναι μεγάλων διαστάσεων, το κρατούσε στο εργαστήριο του, ίσως για περισσότερο από ένα χρόνο, και δεν το έδειχνε γιατί ήθελε και ο ίδιος να ωριμάσει. Στον πρώτο που το έδειξε ήταν ο κολλητός του ο Μπρακ, με τον οποίο συστεγαζόντουσαν στο ίδιο ατελιέ για ένα διάστημα και δεν υπογράφανε τα έργα τους αν δεν ενέκρινε πρώτα ο ένας το έργο του άλλου. Οι πρώτοι που είδαν το έργο λοιπόν, ήταν ο Μπρακ μαζί με τον Αραγκόν και τόσο πολύ σοκαρίστηκαν, αν και φωτεινά μυαλά και οι δύο, που φοβήθηκαν ότι ο Πικάσο τρελάθηκε και ότι θα τον έβρισκαν κρεμασμένο μέσα στο ατελιέ. Τέτοιο ήταν το σοκ από τις Δεσποινίδες της Αβινιόν.
Εγώ πήρα το έργο του Πικάσο και το έκανα μπάχαλο. Το ίδιο άλλωστε έκανε και ο Πικάσο με την κλασική ζωγραφική, ανατρέποντας την συθέμελα. Μία προβοκάτσια ψάχνοντας νέες φόρμες. Εγώ έκανα το έργο με αναφορά τις φιγούρες της Αβινιόν οι οποίες ήταν πουτάνες, στα μπουρδέλα όπου σύχναζε και ο ίδιος ο Πικάσο και ψάρευε τα μοντέλα του. Σχολιάζω βάζοντας και το πορτρέτο μου γράφοντας στο μπλουζάκι τη λέξη «YO» που στα ισπανικά σημαίνει «εγώ» και που έβαζε και ο Πικάσο στα αυτοπορτρέτα του, και δηλώνω σαν άλλος Μαγκρίτ «Ceci n’est pas un Picasso…» παίζοντας και με τον σουρεαλισμό «Attention - Προσοχή, δεν είναι ένας Πικάσο». Δηλαδή είμαι τίμιος, δεν λέω ότι είναι Πικάσο, αλλά Παυλόπουλος. Επίσης, πάνω από τις φιγούρες γράφω «critic», «artist», «collector», «dealer», και «gallerist». Προσπαθώντας να τον μιμηθώ πετυχημένα, ήταν σαν ένα φροντιστήριο τέχνης για μένα, σαν να είχα τον Πικάσο δίπλα μου και να μου έδινε οδηγίες πώς να αποδώσω το έργο καλύτερα.
Έχω κάνει πάνω κάτω δέκα έργα με αναφορά στον Πικάσο, όπως έχω κάνει με τους Ντανταϊστές ακόμα περισσότερα, γιατί τους νοιώθω πιο κοντά μου. Ο Πικάσο ήταν ένα «τέρας» από κάθε άποψη. Τέρας ευφυίας, ταλέντου, από μικρό παιδί ζωγράφιζε πολύ καλά ρεαλιστικά, επίσης τέρας υγείας και ευεξίας, καθώς έζησε πάρα πολλά χρόνια, σεξουαλικής ικανότητας και δύναμης, ακόμα και σε μεγάλη ηλικία. Ένα φαινόμενο! Δεν ήταν ένας φυσιολογικός άνθρωπος, ακόμα και κάθαρμα μπορείς να τον πεις εφόσον είχε βλάψει και μπλοκάρει πολλούς καλλιτέχνες. Ήταν σαν να τον διάλεξε ο Θεός της τέχνης και να του έδωσε όλα εκείνα που η μυθολογία απέδιδε στον Ηρακλή και στον Αχιλλέα. Δυνάμεις που ενός υπεράνθρωπου. Και σαν να μην έφτανα όλα αυτά, ήταν δηλωμένος κομουνιστής. Ήταν πάντως υπεράνω χρημάτων, κι όταν του αναθέταν έργα τράπεζες έλεγε, καθώς τον ρωτούσαν γιατί ήταν κομουνιστής, ότι είχε ένα δισεκατομμύριο δολάρια και δεν ήθελε να του τα φάνε. Αυτό τον έκανε και λίγο σουρεαλιστή. Ταυτόχρονα ήταν γενναιόδωρος. Είχε κάνει τόσα δώρα στην ανθρωπότητα.
Όπως και ο Ντυσάμπ έτσι και ο Πικάσο ήταν ένα ζιζάνιο. Ζιζάνιο όμως νοιώθω και εγώ. Ψάχνοντας ξανά και ξανά το βιβλίο του Πικάσο, παρατηρώ πια λεπτομέρειες που δεν είναι εμφανείς και που συνήθως κανένας δεν παρατηρεί. Θεωρώ δεδομένο ότι ήταν σπουδαίος και καθόλου βαρετός. Δεν ήταν Φασιανός, το έργο του οποίου εκφράζει την απόλυτη βαρεμάρα, όπως και του Μόραλη, αλλά και άλλων. Δεν το λέω με την έννοια του καλού ή κακού καλλιτέχνη αλλά αυτοί οι καλλιτέχνες είναι το απόλυτο χασμουρητό – κάνουν σε όλη τη ζωή τους το ίδιο έργο. Ο Πικάσο δεν ήταν βαρετός, γιατί μπορούσε μέσα σε μία μέρα να κάνει τρία έργα, ένα σούπερ κυβιστικό, ένα σούπερ ρεαλιστικό και το τρίτο ένα σούπερ γελοιογραφικό. Ο ίδιος δεν προλάβαινε να βαρεθεί τον εαυτό του ούτε για μια μέρα.
*Με την ευγενική παραχώρηση των Kalfayan Galleries
σχόλια