Τα ποιήματα του Γιάζρα (ως Jazra Khaleed) εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στο blog του το 2009. Σκληρά, με στίχους σαν ραπάρισμα που θύμιζαν την άγρια πλευρά του χιπ χοπ, κοφτερά, βίαια, ήταν η αστική ποίηση του τέλους των ’00s και πρελούδια της νέας, απρόβλεπτης δεκαετίας που δεν είχε ακόμα δείξει την αγριότητά της. Τα ποιήματα του Γιάζρα αντιπροσωπεύουν όσο τίποτα άλλο τη νέα κατάσταση που δημιουργήθηκε στην Ελλάδα μετά το 2008, είναι κραυγές, είναι πολιτική στάση, είναι η δύναμη του δρόμου και φωνές διαμαρτυρίας με την ίδια ένταση που είχαν το «The Message» του Grandmaster Flash, οι δυναμικοί στίχοι των Public Enemy ή οι οργισμένες και ενάντια στο σύστημα ρίμες των NWA. Ακόμα και αν λείπει το beat, αισθάνεσαι ότι το ακούς ως υπόβαθρο όταν συστήνεται «βουτώντας τα ποιήματά του στη βενζίνη»:
Με λένε Γ-Ι-Α-Ζ-Ρ-Α, γεννήθηκα στης Δύσης το σκοτάδι,
Λαθραίος μένω όσο κι αν λεν’ οι αριστεροί˙ όμορφα περνά το βράδυ,
τσακίζοντας φασίστες στου Ψυρρή.
(…)
Δεν έχω ανθρώπους· η μοναξιά μου σαν ακονισμένο ξυράφι πάνω στη γυμνή σου καρωτίδα ακουμπά (σπόνσοράς μου η Gillete).
Μη με μπερδεύεις για Σάββατο, είμαι απλά μια γαμημένη Τρίτη, χωρίς ήλιο, χωρίς βροχή, τρώω σίδηρο για να ’χω καλή μνήμη.
Με το κεφάλι γεμάτο ρίμες βάζω την πένα στον αυτόματο, σκάβω το λάκκο σε κάθε νεοναζί·
γροθιές οι λέξεις, τον αφήνω να διαλέξει.
Μα θέλω να ξέρεις, αυτούς τους στίχους τούς έγραψα με τα γυμνά μου χέρια·
έκαψα τα δάχτυλά μου προσπαθώντας να βουτήξω τα ποιήματά μου στη βενζίνη.
Σε λίγο τα πιτσιρίκια στο δρόμο θα φωνάζουν τ’ όνομά μου: Γιάζρα, η πουτάνα της ποίησης.
Τ’ όνομά μου ήταν Παναγιώτης (τι σιχασιά!)·
θέλησα να ξεπλύνω από πάνω μου τη ντροπή του λευκού αρσενικού·
επίτρεψέ όμως να κρατήσω λίγη απ’ τη βαρβαρότητα ενός καλού χριστιανού (προκαταβολικά).
Εγώ είμαι ο Γιάζρα, τραμπούκος ποιητής, σχιζομητροπολιτάνος, γιος μουσουλμάνας, πατέρας κανενός.
Εσύ ποια είσαι; Εσύ ποιος είσαι;
Θα μπορούσαν να είναι γραμμένα στους τοίχους, να γίνουν συνθήματα, να τραγουδιούνται σε αυτοσχέδια πάρτι στις γειτονιές, είναι η ποίηση της εργατικής τάξης που σχεδόν ποτέ δεν είχε χρόνο να γράφει ποιήματα. Ή δεν είχε τον τρόπο να τα δείξει στον κόσμο.
Δε μοιάζω στους άλλους ανθρώπους,
Είμαι ένα τέρας, ένας τρομοκράτης, είμαι ένας λαθροεισβολέας.
Δεν θα πεθάνω ποτέ, δεν έχω τίποτα να χάσω, δεν υπάρχει τίποτα να διακινδυνεύσω.
Κάθε πράξη έχει νόημα πλέον: να κλέβεις παγκάρια εκκλησιών, να ξυλοφορτώνεις φασίστες, να καις το πανί με τις γαλάζιες κι άσπρες ρίγες, ν’ απαλλοτριώνεις σουπερμάρκετ.
Νοσταλγώ την εποχή των αναμορφωτηρίων και των ομάδων επανένταξης, την όμορφη εποχή των οδοφραγμάτων.
Κάθε δουλειά είναι ντροπή˙ ένας πωλητής παπουτσιών αξίζει όσο κι ένας χωροφύλακας.
Η εποχή των γενετιστών και των βιοτεχνολόγων αντικατέστησε επιτέλους αυτή των δικαστών και των ψυχιάτρων.
θα γίνω καρκίνος και θα σας χτυπήσω στον προστάτη, θα βγάλω απ’ τη μέση κάθε υγιή˙
θα ζήσω μια στιγμή και θα εξαφανιστώ, σαν πυροτέχνημα στον ουρανό, σαν μολότοφ στο οδόστρωμα.
θα ουρλιάξω λέξεις από μέταλλο, λέξεις από κεραυνό˙ μέχρι να σπάσει η σιωπή,
μέχρι η ζωή να επιστρέψει πεζή.
Δεν φοβάμαι πια.
«Στην Ελλάδα η ποίηση θεωρείται τέχνη της ανώτερης τάξης» λέει ο Γιάζρα στην επεισοδιακή συνέντευξή του στην Guardian, με αφορμή την κυκλοφορία της συλλογής Austerity Measures: The New Greek Poetry που κυκλοφόρησε πριν από λίγο καιρό η Penguin με υλικό από νέους Έλληνες ποιητές. «Αν θες να κυκλοφορήσεις ένα βιβλίο με ποίηση στην Ελλάδα, πρέπει να πληρώσεις τον εκδοτικό. Οι πιο πολλοί εκδοτικοί θεωρούν ότι είναι φίρμες και ζητούν από δύο έως πέντε χιλιάδες ευρώ για σου εκδώσουν το βιβλίο. Αυτό σημαίνει ότι οι πιο πολλοί άνθρωποι που κυκλοφορούν την ποίησή τους στην Ελλάδα ανήκουν στη μεσαία τάξη ή έχουν λεφτά να ξοδέψουν. Το σημαντικό με την Austerity Measures είναι ότι περιλαμβάνει ποιητές που δεν είναι γνωστοί στους ποιητικούς κύκλους ή δεν έχουν πρόσβαση στους εκδοτικούς οίκους. Αυτή τη στιγμή στους δρόμους της Αθήνας συμβαίνουν συναρπαστικά πράγματα. Πολλά συγκροτήματα δεύτερης γενιάς Ελλήνων κάνουν χιπ χοπ και είναι πραγματικά underground, οργανώνουν δωρεάν συναυλίες μόνοι τους. Αισθάνομαι ότι όλο και πιο πολλοί άνθρωποι της εργατικής τάξης γράφουν ποίηση σήμερα. Υπάρχει κάποιος που ονομάζεται Ωμέγα που γράφει για τις εμπειρίες του ως εργάτης ή ως άνεργος. Η ποίησή του είναι άμεση, κατά πρόσωπο, κάτι που δεν είναι πολύ συνηθισμένο στην Ελλάδα». Στην παρουσίαση του βιβλίου στον Observer το μόνο ποίημα που χρησιμοποίησαν ήταν το Words του Γιάζρα (μεταφρασμένο από τον Peter Constantine).
Tα ποιήματά του Γιάζρα προκάλεσαν την προσοχή του Peter Constantine από την αρχή, τα μετέφρασε στα αγγλικά και τα δημοσίευσε στο αμερικάνικο λογοτεχνικό περιοδικό World Literature Today. Από τότε άρχισε το μπαράζ των μεταφράσεων σε διάφορες γλώσσες και οι δημοσιεύσεις των ποιημάτων του σε σημαντικά λογοτεχνικά περιοδικά του κόσμου. Το 2012 το World Literature Today του έκανε μια μεγάλη συνέντευξη ως εξαιρετική σύγχρονη περίπτωση Έλληνα ποιητή -η οποία ήταν υποψήφια ως μία από τις πέντε καλύτερες της δεκαετίας.
Με τα ποιήματά του ο Γιάζρα ταξίδεψε στη Γερμανία, εκπροσωπώντας την Ελλάδα (μαζί με τον Τίτο Πατρίκιο, τη Δήμητρα Κοτούλα και το Γιάννη Στίγκα) στο Literaturwerkstatt, ένα από τα πιο σημαντικά λογοτεχνικά φεστιβάλ του κόσμου που γίνεται στο Βερολίνο. Την επόμενη φορά ξαναπήγε καλεσμένος, μαζί με την Κική Δημουλά. Η συνέχεια ήταν ακόμα πιο εντυπωσιακή: άρχισαν να τον καλούν σε διεθνή φεστιβάλ, έγινε ο πιο πολυμεταφρασμένος νέος Έλληνας ποιητής (χωρίς να έχει κυκλοφορήσει τίποτα σε βιβλίο), τα ποιήματά του βραβεύτηκαν και έγινε πρωτοσέλιδο σε γερμανικές εφημερίδες, κι όλα αυτά χωρίς καμία δημοσιότητα στα ελληνικά μέσα, χωρίς ούτε μία αναφορά. Από το 2009 ανήκει στη συντακτική ομάδα του Τεφλόν, του περιοδικού για την ποίηση που κυκλοφορεί δωρεάν συστήνοντας στο ελληνικό κοινό μια γενιά Ελλήνων δημιουργών που κινείται στο περιθώριο -από επιλογή ή από ανάγκη- και έργα σημαντικών ποιητών από κάθε μέρος του κόσμου που δεν είχαν ποτέ μεταφραστεί στα ελληνικά. Ο Γιάζρα έχει μεταφράσει ποιήματα αγνώστων ποιητών, έχει συστήσει στα ελληνικά την ποίηση των Αβοριγίνων, έχει μεταφράσει underground Γερμανική ποίηση και σύγχρονες Αραβίδες ποιήτριες.
«Όταν τα αγαθά μειώνονται και δεν επαρκούν, οι άνθρωποι παλεύουν, αρπάζουν, σκληραίνουν» γράφει η Karen Van Dyck, ποιήτρια και επιμελήτρια του βιβλίου Austerity Measures στην Guardian. «Τον τελευταίο καιρό, η Ελλάδα και τα Βαλκάνια ζουν με περισσότερες στερήσεις από το μερίδιο που τους αναλογεί. Η πείνα, η ανεργία, οι περικοπές των συντάξεων και οι κατεστραμμένες επιχειρήσεις χαρακτηρίζουν τη ζοφερή πραγματικότητα στην Αθήνα. Οι ελλείψεις σε ηλεκτρικό ρεύμα και νερό φτάνουν σε επίπεδα που συναντά κανείς σε χώρες που βρίσκονται σε εμπόλεμη κατάσταση. Περισσότεροι από το 27% των Ελλήνων είναι άνεργοι. Το 55% των νέων, ιδιαίτερα εκείνων που (θα έπρεπε να) απασχολούνται στους τομείς της τεχνολογίας και της εκπαίδευσης, έχουν φύγει από την Ελλάδα για να βρουν δουλειά αλλού. Το 40% των παιδιών ζούσαν σε συνθήκες φτώχειας το 2014, και το ποσοστό τώρα πλησιάζει το 50%. Το δημόσιο χρέος είναι το υψηλότερο στην Ευρώπη, πάνω από το 180% του ΑΕΠ, ενώ τα μέτρα λιτότητας κάνουν τη παραμονή στην ευρωζώνη τόσο δύσκολη όσο και το Grexit (…) Η ποίηση, όμως, αφθονεί. Υπεραφθονεί. Ποιητές γράφουν γκράφιτι στους τοίχους, διαβάζουν δημοσίως σε πλατείες, θέατρα και αλάνες, απαγγέλουν σε φτωχογειτονιές, φωνάζουν συνθήματα και τραγουδούν σε συλλαλητήρια, μπλογκάρουν και ποστάρουν στο ίντερνετ, συνεργάζονται με καλλιτέχνες και μουσικούς, διδάσκουν παιδιά και μετανάστες σε εργαστήρια. Μέσα στην όλη δυστυχία και την αταξία, η νέα ποίηση βρίσκεται παντού. Όσα γράφονται είναι τόσο πολλά και ποικίλα που δεν ταιριάζουν σε καμία πλευρά οποιουδήποτε ιδεολογικού ρεύματος. Μολονότι βιβλιοπωλεία συνεχώς κλείνουν, οι ποιητές καταφέρνουν και περνάνε τα ποιήματά τους στον κόσμο. Τα καθιερωμένα λογοτεχνικά περιοδικά ακμάζουν· οι μικροί εκδοτικοί οίκοι και τα νέα περιοδικά αφθονούν. Η παραγωγή ποίησης όχι μόνο αψηφά την οικονομική ύφεση, αλλά επίσης ξεπερνά και τις εθνικές, ταξικές και φυλετικές διακρίσεις. Τέτοια αφθονία νέας ποίησης έχει να σημειωθεί από την εποχή της στρατιωτικής χούντας, γνωστής ως η Δικτατορία των Συνταγματαρχών, στις αρχές της δεκαετίας του 1970, όταν εμφανίστηκαν για πρώτη φορά ποιήτριες όπως η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, η Τζένη Μαστοράκη και η Παυλίνα Παμπούδη. Πράγματι, η ιστορική συγγένεια δεν σταματά εκεί: είναι και πάλι οι ποιητές που έχουν τη μερίδα του λέοντος στην καθοδήγηση της νέας γενιάς».
Μέσα σε αυτή τη νέα κατάσταση που έχει δημιουργηθεί κοινωνικά και λογοτεχνικά ο Γιάζρα κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο, την ποιητική συλλογή με τίτλο «Γκρόζνι» (είναι η πρωτεύουσα της Τσετσενίας), ίσως το πιο ενδιαφέρον βιβλίο ποίησης που μπορείς να βρεις στα ελληνικά αυτή τη στιγμή από νέο ποιητή.
Τα ποιήματα του Γιάζρα είναι σκληρά και ταυτόχρονα τρυφερά:
Δεν έχω τίποτα να προτείνω, είμαι απλώς ένα πρωτόκολλο˙
η ζωή μου, ενδεκασύλλαβη και σχοινοτενής,
χωρίς μαχαίρι και κουτάλι, μα με τα μάτια δεκατέσσερα,
δε συμφωνεί ούτε σε γένος ούτε σε αριθμό μ’ όσα γράφουν οι εφημερίδες, μ’ όσα ψιθυρίζουν οι εραστές.
Κρυώνει από θάνατο η ζωή μου –πώς ορθώνεται κι αγροικά!- καθώς απομακρύνονται με τα κόκαλά τους υπό μάλης
το αλέτρι και το άλογο, η μάνα και οι εννιά της μήνες˙
μαζεύει τα χρόνια της, τον Μαρξ και τον Ένγκελς της,
ετοιμάζεται για την ξεροκαιριά, το θάνατο του σκύλου.
Είναι άγρια αλλά και σπαρακτικά, βλάσφημα και ιερά -ακόμα και όταν φαίνεται να περιφρονεί και να βαριέται την ελληνική ποίηση:
Διαβάζω ελληνική ποίηση: τους αναγνωστάκηδες, τους πατρίκιους και τους βάρναλεις,
όλους αυτούς που θέλουν να φορτώσουν τις ήττες τους στην πλάτη μου.
Πίστεψαν σε μια ιδέα αλλά αυτή τους πρόδωσε τελικά (ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων)
Προσπαθώ ν’ ακούσω τη χαμηλοφωνηποίησή τους, την τολμηρηγραφή τους, αλλά δεν ξέρω αν όλα αυτά είναι δικό μου πρόβλημα (δεν ξέρω αν καταλαβαίνεις).
Μπαίνω στο ίντερνετ και βλέπω τους «νέους ποιητές»
να ποζάρουν για λαϊφστάιλ περιοδικά
φορώντας ολ στάρ˙
μιλάνε για τη λοξή τους ματιά
ενώ κοιτάνε πάντα μπροστά.
Βγαίνω στο δρόμο, μπάτσοι σε κάθε γωνία
και τικανειςτετοιαωρασταεξάρχεια,
και ησουνμεεκεινουςπουεπιτεθηκανστηδιμοιρία˙
παίρνω μπίρες απ’ το περίπτερο κι έχω ξεχάσει σε ποια σελίδα ήμουν.
Ο Γιάζρα γράφει ποιήματα σαμπλάροντας φράσεις από χιπ χοπ ύμνους και σκόρπια κομμάτια από την έκδοση Πολεοδομία και δημόσια τάξη: Αθήνα οχυρωμένη πόλη της Λέσχης κατασκόπων του 21ου αιώνα. Καταγράφει την σημερινή πραγματικότητα με έναν τρόπο τολμηρό και to the face, χτυπάει κατά μέτωπο φτιάχνοντας μια περσόνα που είναι παγκόσμια και ρεαλιστική, σύγχρονη αλλά και διαχρονική, κάνει το διαμέρισμά του το όχημα για να ακουστεί η φωνή του παντού. Και πετυχαίνει τον σκοπό του. Τα ποιήματά του είναι κοφτερά σαν μαχαίρι και επικίνδυνα σαν σφαίρα, είναι οι αγωνιώδεις κραυγές των προσφύγων και των μεταναστών που όλοι ακούν ξώφαλτσα και αγνοούν:
Είμαι ένας γαμημένος μουσουλμάνος,
γροθιά, κνήμη, πούτσος.
Δε θα γυρίσω πίσω στην πατρίδα μου (δεν έχω πατρίδα).
Είμαι μια υγειονομική απειλή, ένα μίασμα, δεν ανήκω σε καμία πολιτισμένη φυλή…
Γράφει για την καταπίεση, το ταξικό μίσος, για τους ανέργους και τους φτωχούς, για τη Συρία και τις χαμένες πατρίδες, για τα παιδιά της φωτιάς και την πόλη του.
«Η πόλη αυτή μοιάζει με τους προλετάριους προγόνους της, έχει τραχιά χέρια και μια σφαίρα βαθιά σφηνωμένη στη ραχοκοκαλιά της, μοιάζει με τον ταξικό πόλεμο που έθρεψε την πολεοδομία της, κηρύττει τον εμφύλιο δίχως ν’ απαρνιέται τη θλίψη, αυτή η πόλη είναι σάρκινη και υλική, ιδρώνει ολόκληρη, απ’ τον αφαλό ως τον αυχένα˙ προλετάριοι βλασταίνουν στην υγράδα της, εκείνη τους μετράει έναν έναν και τους βγάζει κοντούς σε καιρό πολέμου και ψηλούς σε καιρό ειρήνης, αυτή η πόλη είναι άνυδρη όπως η νύχτα που πιάστηκε στα μαλλιά της, αντιπαραγωγική όπως ένα ποίημα, σκανδαλιστική όπως ένα σαββατόβραδο, η πόλη αυτή πάντα με μάγευε με το ζοριλίκι της και τα σπασμένα πεζοδρόμιά της, πάντα με αποπλανούσε προφασιζόμενη τον διπλό χαρακτήρα της εργασίας, είναι μια πόλη που αν σε διασχίσει πάει, τελείωσες, θα σε καταπιεί μαζί με όλη τη θεολογία σου.
(…)
Αυτή η πόλη έχει μια αρρώστια στο αίμα, νοικοκυραίοι ιοί, μικροαστοί μύκητες, εθνίκια βακτήρια κρύβονται στο κόλον της, στο πίσω μέρος της γλώσσας της, κάτω απ’ την μπανέλα του σουτιέν της, περιμένουν ένα νεύμα του κράτους για να ξεχυθούν στις αρτηρίες της, να προκαλέσουν θρομβώσεις, πνευμονικές εμβολές, πογκρόμ, είναι ένας πόνος πισώπλατος, απ’ τα δυτικά προς τ’ ανατολικά, του λείπει ένα χέρι να δαγκάσει, του λείπει ένα πόδι να βαστάξει, αλλά του περισσεύει πατριωτισμός, του περισσεύει ρατσισμός, αυξάνονται τα λευκά αιμοσφαίρια, πιέζονται οι ιστοί, προκαλείται συμφόρηση καθώς πήζει το αίμα στους δρόμους, στις πλατείες, πρόκειται για μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης, ακολουθεί εθνική ενότητα, λαϊκή κυριαρχία, ακολουθούν ακρωτηριασμοί, αυτή η αρρώστια είναι γενετική, έχει μια συνέχεια, κληροδοτείται από πατέρα σε γιο, το ιατρικό ιστορικό περιλαμβάνει εσχάτως συλλαλητήρια για τη μακεδονία, εθνοπανηγύρια και κυνήγι μεταναστών, σιωπηλές διαμαρτυρίες και αγανακτισμένους, στενεύουν οι αρτηρίες, συσσωρεύεται ο θυμός, ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι˙ όλ’ αυτά σε συνδυασμό με έλλειψη πρωτεΐνης C μπορεί να οδηγήσουν σε κεραυνοβόλο πορφύρα ή αλλιώς χούντα».
(…)
Στη γειτονιά μου οι μέρες περνάνε εν λευκώ, τα γεγονότα είναι κολλημένα στους τοίχους, η ευτυχία σαπίζει στα βουλκανιζατέρ.
Στο σφαγείο της καθημερινότητας εγώ πουλάω μπαλτάδες˙
γράφω ένα ποίημα κάθε που πηγαίνω απ’ το σπίτι μου στο μετρό.
Αναμένω μια συγκίνηση.
Ο Γιάζρα είναι 37 ετών και ζει στα Εξάρχεια.
Η ποιητική συλλογή «Γκρόζνι» του Γιάζρα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Υποκείμενο.
σχόλια