Στο πλαίσιο της λεγόμενης «νέας μετανάστευσης» προς την Ελλάδα, που ξεκινά να κλιμακώνεται μετά το 1990, η μεγάλη πλειοψηφία του μεταναστευτικού πληθυσμού συγκεντρώνεται στις αστικές περιοχές της χώρας, ως επί το πλείστον στην περιφέρεια Αττικής και ειδικά στον δήμο Αθηναίων.
Οι πρώτοι μετανάστες και οι πρώτες μετανάστριες φτάνουν πρωτίστως από την Αλβανία και άλλες χώρες των Βαλκανίων και του πρώην Ανατολικού Μπλοκ, ενώ μετά το 2000 προστίθεται ένας σημαντικός αριθμός από την Ασία, τη Μέση Ανατολή και την Αφρική. Πρόκειται για έναν πληθυσμό έντονα διαφοροποιημένο στο εσωτερικό του, όχι μόνο ως προς τις εθνοτικές καταγωγές αλλά και ως προς τα κοινωνικά και δημογραφικά χαρακτηριστικά του, τους λόγους, τους χρόνους και τους τρόπους άφιξης στη χώρα, τις εμπειρίες εγκατάστασης και ένταξης στον τόπο υποδοχής.
Η στέγαση των μεταναστών, βασική διάσταση της εγκατάστασης και της ένταξής τους στον χώρο και την κοινωνία, δεν αποτελεί βέβαια κοινή και ενιαία εμπειρία. Χάριν συντομίας, η στεγαστική τους εμπειρία παρουσιάζεται στη συνέχεια με τρόπο σχηματικό αλλά ενδεικτικό, με την απαραίτητη στο σημείο αυτό επισήμανση πως στην πραγματικότητα είναι αρκετά πιο σύνθετη και μπορεί να διαφοροποιείται κατά περίπτωση. Πεδίο αναφοράς αποτελεί, και πάλι με τρόπο ενδεικτικό, η πόλη της Αθήνας.
Πηγαίνοντας πίσω στις αρχές της δεκαετίας του 1990, τη στιγμή που η «νέα μετανάστευση» προς την Ελλάδα αρχίζει να κλιμακώνεται, η ελληνική πολιτεία στέκεται όχι μόνο απροετοίμαστη αλλά και απρόθυμη να υποδεχτεί τον (νέο) μεταναστευτικό πληθυσμό.
Σημειώνεται εξαρχής ότι στην περίπτωση της Ελλάδας η στέγαση των μεταναστών δεν αποτέλεσε αντικείμενο συγκροτημένων και αποφασιστικών δημόσιων πολιτικών, όπως συνέβη στην περίπτωση άλλων χωρών της κεντροδυτικής και βόρειας Ευρώπης, για παράδειγμα μέσα από τη διάθεση στέγης σε συγκροτήματα κοινωνικής κατοικίας.
Ωστόσο, σε πολλές περιπτώσεις, οι μετανάστες στην Ελλάδα και ειδικά στην Αθήνα ακολούθησαν «ανοδικές στεγαστικές διαδρομές», από την αστεγία μέχρι και την ιδιοκατοίκηση χάρη σε ατομικές στεγαστικές στρατηγικές που κατέστρωσαν οι ίδιοι, στο πλαίσιο της ελεύθερης αγοράς ενοικίων και ακινήτων. Μοιάζει παράδοξο, αλλά κατέστη δυνατό κάτω από συγκεκριμένες ιστορικές, οικονομικές, κοινωνικές και άλλες συνθήκες, οι οποίες ίσχυαν πριν από το ξέσπασμα της κρίσης και έχουν ανατραπεί σήμερα, θέτοντας με νέο τρόπο ερωτήματα και ανησυχίες για τη στέγαση όχι μόνο των μεταναστών περασμένων δεκαετιών αλλά και των προσφάτως αφιχθέντων προσφύγων και άλλων «ευάλωτων» πληθυσμιακών ομάδων.
Ηχηρές απουσίες δημόσιας πολιτικής
Πηγαίνοντας πίσω στις αρχές της δεκαετίας του 1990, τη στιγμή που η «νέα μετανάστευση» προς την Ελλάδα αρχίζει να κλιμακώνεται, η ελληνική πολιτεία στέκεται όχι μόνο απροετοίμαστη αλλά και απρόθυμη να υποδεχτεί τον (νέο) μεταναστευτικό πληθυσμό.
Για να σταθούμε στις πιο ηχηρές απουσίες δημόσιας πολιτικής που έχουν εδώ ιδιαίτερη σημασία, απουσιάζει καταρχάς μια συνεκτική, ολοκληρωμένη και αποτελεσματική δημόσια πολιτική που να διευθετεί τους όρους εισόδου και παραμονής των μεταναστών στη χώρα, οι οποίοι ουσιαστικά ωθούνται να εισέλθουν και να παραμείνουν επί μακρόν σε αυτήν χωρίς τα απαραίτητα νομιμοποιητικά έγγραφα.
Απουσιάζει επίσης μια συνεκτική, ολοκληρωμένη και αποτελεσματική δημόσια πολιτική για την ένταξη των μεταναστών στην αγορά εργασίας, με αποτέλεσμα –σε συνδυασμό με την προηγούμενη απουσία– να υφίστανται συνθήκες σκληρής εργασιακής εκμετάλλευσης, πολύ συχνά στο πλαίσιο της «άτυπης» οικονομίας. Τέλος, απουσιάζει μια δημόσια πολιτική για την πρόσβαση των μεταναστών στην κατοικία, με αποτέλεσμα να αναζητούν στέγη αποκλειστικά στην ελεύθερη αγορά ενοικίων, βασισμένοι στις δικές τους οικονομικές δυνάμεις και μόνο.
Σαν όλα αυτά να μην ήταν αρκετά, στην αρένα του δημόσιου λόγου οι μετανάστες αντιμετωπίζονται σταθερά ως a priori εξαθλιωμένα, εγκληματικά και περιθωριακά υποκείμενα και κατηγορούνται ως συλλογικά υπεύθυνοι για την υποβάθμιση και την γκετοποίηση των περιοχών στις οποίες συγκεντρώνονται.
Ανοδικές στεγαστικές διαδρομές, από την αστεγία μέχρι και την ιδιοκατοίκηση
Παρά τις ηχηρές απουσίες δημόσιας πολιτικής, οι οποίες προδιαγράφουν μια μάλλον δύσκολη ένταξη των μεταναστών στον χώρο και την κοινωνία, και αντίθετα με την περιρρέουσα ρητορική περί γκετοποίησής τους, οι μετανάστες καταφέρνουν να δραπετεύσουν γρήγορα από τις άθλιες συνθήκες στις οποίες βρίσκονται τον πρώτο καιρό μετά την άφιξή τους στην Αθήνα –και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας– και να ακολουθήσουν «ανοδικές στεγαστικές διαδρομές», αναβαθμίζοντας σταδιακά τόσο τις στεγαστικές συνθήκες όσο και το καθεστώς ενοίκησης ορισμένες φορές.
Χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα και χωρίς εργασία, αρχικά βρίσκονται άστεγοι στον δρόμο, σε κεντρικές πλατείες και σταθμούς ή συνωστισμένοι σε εγκαταλελειμμένα κτίρια, φτηνά ξενοδοχεία και υπενοικιασμένα διαμερίσματα του κέντρου, όπως αναλυτικά περιγράφεται στις πρώτες σχετικές ερευνητικές εργασίες. Αρκετά γρήγορα όμως, βρίσκοντας την πρώτη τους δουλειά, οι μετανάστες αποκτούν πρόσβαση στην κατοικία, αναγκαστικά στην ελεύθερη αγορά ενοικίων, βασισμένοι αποκλειστικά στις δικές τους οικονομικές δυνάμεις.
Τα πρώτα διαμερίσματα ενοικιάζονται στα εγκαταλελειμμένα από τους «ντόπιους» υπόγεια και ισόγεια των αθηναϊκών πολυκατοικιών, συχνά χωρίς τη δυνατότητα ηλιασμού και αερισμού, χωρίς θέρμανση και χωρίς επαρκείς εγκαταστάσεις υγιεινής. Με τα χρόνια, οι στεγαστικές συνθήκες των μεταναστών αναβαθμίζονται, καθώς ανακαινίζουν τα διαμερίσματα με ίδια οικονομικά μέσα και προσωπική (υπερ)εργασία ή μετακομίζουν σε πιο κατάλληλους χώρους, σε ψηλότερους ορόφους, σε συνθήκες χαμηλότερου συνωστισμού, λειτουργικών οικιακών εγκαταστάσεων και επαρκούς υγιεινής.
Τέλος, μετά από ένα ικανό διάστημα παραμονής και εργασίας στη χώρα, κυρίως από το 2000 και έπειτα, ένας μικρότερος αλλά σημαντικός αριθμός μεταναστών αποκτά πρόσβαση ακόμα και σε ιδιόκτητη κατοικία. Επενδύει σε αυτήν οικογενειακές αποταμιεύσεις ή/και δανεικά χρήματα, προσβλέποντας σε ένα ασφαλές στεγαστικό μέλλον.
Ειδικά ως προς την πρόσβαση των μεταναστών σε ιδιόκτητη κατοικία, η σχετική επιστημονική έρευνα έχει οδηγηθεί σε λεπτομερή ευρήματα¹. Ενδεικτικά, καταγράφεται ότι, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας 2000-2010 και ειδικά στον δήμο Αθηναίων, οι μετανάστες συμμετέχουν στην αγορά ακινήτων κατά 7%, ποσοστό σημαντικό δεδομένου ότι το δημογραφικό τους βάρος στο σύνολο του πληθυσμού του δήμου άγγιξε το 17,5% το 2001 και το 16% το 2011.
Σε μεγάλη απόσταση από τους υπόλοιπους, τη μεγαλύτερη συμμετοχή στην αγορά οικιστικών ακινήτων εμφανίζουν οι Αλβανοί (που είναι ούτως ή άλλως μακράν οι περισσότεροι μεταξύ των μεταναστών), στη συνέχεια οι Ρουμάνοι, οι Βούλγαροι και όσοι προέρχονται από το πρώην Ανατολικό Μπλοκ, ενώ μικρότερη συμμετοχή εμφανίζουν όσοι προέρχονται από χώρες της Ασίας και της Εγγύς Ανατολής και ελάχιστη όσοι προέρχονται από την Αφρική (Γράφημα 1).
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι μετανάστες ιδιοκτήτες στην Αθήνα δεν αγοράζουν τα πιο στενόχωρα διαμερίσματα ούτε αυτά που βρίσκονται στους χαμηλότερους ορόφους των πολυκατοικιών. Περίπου οι μισοί (40%) αγοράζουν διαμερίσματα μεταξύ 60 και 80 τετραγωνικών μέτρων, ενώ ένα σημαντικό ποσοστό (20%) μεταξύ 80 και 100. Όσο για τον όροφο στον οποίο βρίσκονται τα αγορασμένα διαμερίσματα, περισσότεροι από τους μισούς κατοικούν μεταξύ του ισογείου και του δεύτερου ορόφου, ένα σημαντικό ποσοστό (19%) στον τρίτο και στον τέταρτο, ενώ λίγοι παραμένουν στα υπόγεια και στα ημι-υπόγεια των πολυκατοικιών ή αποκτούν πρόσβαση σε ψηλότερους ορόφους (Γράφημα 2).
Είναι κρίσιμο να επισημανθεί ότι, είτε ως ενοικιαστές είτε ως ιδιοκτήτες, οι μετανάστες δεν περιχαρακώνονται σε γειτονιές αμιγούς μεταναστευτικής παρουσίας αλλά συγκατοικούν με τους «ντόπιους» σε κοινωνικά και εθνοτικά μεικτές περιοχές, δηλαδή χωρίς να διαμορφώνονται μεταξύ τους ακραίοι στεγαστικοί διαχωρισμοί. Διαχρονικά, αυξημένες συγκεντρώσεις μεταναστών εντοπίζονται μεν πέριξ, βόρεια και δυτικά της Ομόνοιας (στις γειτονιές με το μεγαλύτερο κενό κτιριακό απόθεμα, εγκαταλελειμμένο σε μεγάλο βαθμό από τον «ντόπιο» πληθυσμό, παλαιωμένο και φτηνό), όμως, παράλληλα, η μεταναστευτική εγκατάσταση διαχέεται σε όλη την έκταση του δήμου (ακόμα και σε ακριβότερες γειτονιές στα ανατολικά και νότια) (Χάρτης 1).
Μετανάστες και «ντόπιοι» συγκατοικούν όχι μόνο στις ίδιες γειτονιές αλλά και στις ίδιες πολυκατοικίες υπό το σχήμα του καθιερωμένου και γνωστού στο ελληνικό πλαίσιο κατακόρυφου (κοινωνικού και εθνοτικού) στεγαστικού διαχωρισμού: φτωχότερα νοικοκυριά, κυρίως μεταναστών και ενοικιαστών, περιορίζονται στα διαμερίσματα των χαμηλότερων ορόφων, ενώ πιο ευκατάστατα νοικοκυριά, κυρίως Ελλήνων και ιδιοκτητών, απολαμβάνουν τα πιο προνομιακά διαμερίσματα στους υψηλούς ορόφους και στα ρετιρέ.
Βέβαια, η χωρική εγγύτητα μεταξύ «ντόπιων» και μεταναστών δεν συνεπάγεται απαραίτητα και (αρμονική) κοινωνική επαφή. Οι κοινωνικές σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ «ντόπιων» και μεταναστών δεν είναι μονοσήμαντες αλλά κυμαίνονται από την ειρηνική διεθνοτική συνύπαρξη, φιλία και αλληλεγγύη –στην ευτυχή περίπτωση– μέχρι την απουσία αλληλεπίδρασης ή, ακόμα χειρότερα, τη μισαλλοδοξία, τη ρατσιστική απόρριψη και σύγκρουση.
Ερμηνευτικοί παράγοντες των ανοδικών στεγαστικών διαδρομών των μεταναστών
Εάν ανακαλέσουμε τις ηχηρές απουσίες δημόσιας πολιτικής για την υποδοχή και την ένταξη των μεταναστών που επισημάνθηκαν παραπάνω, τότε οι ανοδικές στεγαστικές διαδρομές που οι μετανάστες κατά πλειοψηφία ακολούθησαν, από την αστεγία μέχρι και την πρόσβαση σε ιδιόκτητη κατοικία, μοιάζουν με ένα μεγάλο παράδοξο. Όμως οι ανοδικές στεγαστικές διαδρομές τους μπορούν να ερμηνευτούν μέσα από συγκεκριμένους μηχανισμούς που περιγράφονται στη συνέχεια και, σημειωτέον, ανήκουν σχεδόν αποκλειστικά στη σφαίρα της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, δηλαδή των στεγαστικών στρατηγικών που οι ίδιοι κατέστρωσαν, στο πλαίσιο της ελεύθερης αγοράς ενοικίων και ακινήτων.
Καταρχάς, φτάνοντας και παραμένοντας στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 αλλά και αργότερα, μέχρι και την περίοδο προετοιμασίας των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, οι μετανάστες πετυχαίνουν μια ιδιαιτέρως ευνοϊκή συγκυρία αυξημένης ζήτησης για φτηνή και ευέλικτη εργασία: οι άντρες πρωτίστως στον τομέα των κατασκευών και οι γυναίκες πρωτίστως στις υπηρεσίες καθαριότητας και προσωπικής φροντίδας.
Η αυξημένη αυτή ζήτηση εργασίας επέτρεψε την πολυαπασχόληση και σταθερή υπερεργασία όλων των μελών των μεταναστευτικών νοικοκυριών, με αποτέλεσμα τα συνολικά τους εισοδήματα να μην είναι πάντα μικρά, παρότι οι θέσεις εργασίας στις οποίες απασχολήθηκαν ήταν χαμηλού κύρους και χαμηλά αμειβόμενες. Εν τω μεταξύ, κατά τα πρώτα τουλάχιστον χρόνια παραμονής τους στη χώρα και εργασίας τους στα εν λόγω επαγγέλματα, τα εισοδήματά τους διέφευγαν τη φορολογία, δεδομένης της –πολύ συχνά και επί μακρόν– «άτυπης» απασχόλησής τους.
Με το πέρασμα των χρόνων, αποκτώντας τα απαραίτητα νομιμοποιητικά έγγραφα, οι μετανάστες μπόρεσαν να εργαστούν και νόμιμα πια, αναβαθμίζοντας σταδιακά την επαγγελματική και μισθολογική τους κατάσταση. Μάλιστα, φροντίζοντας για την (αυτο)ασφάλισή τους (παρά την εμπεδωμένη πεποίθηση ότι εισφοροδιαφεύγουν), εισέπραξαν κοινωνικά επιδόματα που δικαιούνταν και τους ανακούφισαν οικονομικά, όπως το επίδομα ενοικίου από τον Οργανισμό Εργατικής Κατοικίας (ΟΕΚ), το επίδομα ανεργίας και το επίδομα τέκνων από τον Οργανισμό Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (ΟΑΕΔ).
Τέλος, ορισμένοι συμπλήρωσαν τα μηνιαία εισοδήματά τους εισπράττοντας παράλληλα χρήματα από τη χώρα προέλευσης, όπως η σύνταξη ενός εκλιπόντα συγγενή, το ενοίκιο από τη μίσθωση κάποιου ιδιόκτητου σπιτιού εκεί ή τα χρήματα που κέρδισαν από την πώλησή του.
Όλα αυτά, σε συνδυασμό με μια μακροχρόνια στρατηγική ελάχιστης κατανάλωσης, επέτρεψαν στους μετανάστες την αποταμίευση σημαντικών χρηματικών ποσών, καθιστώντας την πρόσβασή τους ακόμα και σε ιδιόκτητη κατοικία όχι μόνο ευκταία αλλά και εφικτή. Η δυνατότητα ορισμένων να αποκτήσουν ιδιόκτητη κατοικία ενισχύθηκε σημαντικά και από τον τραπεζικό δανεισμό, με τη συμβολή στο σημείο αυτό και ενός δημόσιου οργανισμού, του ΟΕΚ, που επιδότησε τα περισσότερα από τα στεγαστικά δάνεια που συνάφθηκαν.
Η στέγαση των μεταναστών μετά το ξέσπασμα της κρίσης
Μετά το ξέσπασμα της κρίσης, που διαρκεί και βαθαίνει εδώ και περισσότερο από μία δεκαετία πλέον, οι ανοδικές στεγαστικές διαδρομές των μεταναστών ανακόπτονται βιαίως. Οι ευνοϊκές συγκυρίες, που ίσχυαν σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 και στο πρώτο μισό του 2000, έχουν ανατραπεί έκτοτε, με σημαντικότερη ίσως την (τότε) υψηλή ζήτηση εργασίας τόσο για άντρες όσο και για γυναίκες μετανάστριες.
Σε συνθήκες γενικευμένης λιτότητας και φτωχοποίησης, η στεγαστική κατάσταση των μεταναστών, όπως και πολλών ακόμα πληθυσμιακών ομάδων, διακυβεύεται συνολικά, με επιπτώσεις που κυμαίνονται από την επιδείνωση των στεγαστικών συνθηκών μέχρι τον κίνδυνο έξωσης ή πλειστηριασμού και τη διαμονή (ξανά) στον δρόμο. Παράλληλα, η ηχηρή απουσία δημόσιων πολιτικών για τη στέγαση των μεταναστών, που διαπιστώθηκε για όλες τις προηγούμενες δεκαετίες της «νέας μετανάστευσης» προς την Ελλάδα, έχει γίνει σήμερα εκκωφαντική.
Η υπόθεση της στέγασης των μεταναστών, που ελάχιστα είχε απασχολήσει τη δημόσια συζήτηση και δράση, έχει λίγο-πολύ ξεχαστεί, ενώ από το 2015 και μετά προστέθηκε μία ακόμα, επίσης κρίσιμη υπόθεση, αυτή της στέγασης των προσφύγων.
Αν η πρόσβαση των μεταναστών σε αξιοπρεπή και επαρκή κατοικία αποτελεί μέλημα, τότε η αυτορρύθμιση στο πλαίσιο της ελεύθερης αγοράς ενοικίων και ακινήτων, στην οποία λίγο-πολύ αφέθηκε η υπόθεση στο παρελθόν, δεν αποτελεί πειστική πρόταση. Ούτε η αυτενέργεια των μεταναστών ως ενεργών δρώντων και όχι θυμάτων των περιστάσεων μπορεί να προκρίνεται ως λύση εκ μέρους μιας συντεταγμένης πολιτείας.
Στις τρέχουσες συνθήκες παρατεταμένων, πολλαπλών και σύνθετων κρίσεων υπάρχει απόλυτη ανάγκη για άσκηση συγκροτημένων, αποφασιστικών και εμπνευσμένων δημόσιων πολιτικών (πέρα από αυτές της επιδότησης των ενοικίων και των στεγαστικών δανείων), σε συνδυασμό με την ανάληψη δυναμικών πρωτοβουλιών εκ μέρους της ευρύτερης κοινωνίας των πολιτών (πέρα από μεμονωμένες δράσεις και προγράμματα αλληλεγγύης). Η (ανα)δημιουργία ενός ευνοϊκού πλαισίου υποδοχής των μεταναστών, πρόσβασης στην κατοικία, ένταξης στον χώρο και στην κοινωνία, ανάσχεσης του ρατσισμού και της ξενοφοβίας κρίνεται επιβεβλημένη.
Ένα τέτοιο ευνοϊκό πλαίσιο θα περιλάμβανε τη δημιουργία όχι μόνο σημαντικών ευκαιριών επαγγελματικής και οικονομικής αποκατάστασης, οι οποίες συνέβαλαν σημαντικά στη θετική στεγαστική εμπειρία των μεταναστών κατά το παρελθόν, αλλά και όλων των απαραίτητων συνθηκών για πρόσβαση στην αγορά εργασίας, στην κοινωνική ασφάλιση, στην εκπαίδευση, στην υγεία, στη θρησκευτική λατρεία και –μέσα από αυτά και μαζί με αυτά– στην κατοικία.
1. Τα ποσοτικά ευρήματα για την πρόσβαση των μεταναστών σε ιδιόκτητη κατοικία που παρουσιάζονται εδώ προέκυψαν από ποσοτική έρευνα που πραγματοποιήθηκε στο αρχείο του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών κατά τα ακαδημαϊκά έτη 2010-2011 και 2013-2014, στο πλαίσιο εκπόνησης της διδακτορικής διατριβής του συγγραφέα. Για τις ανάγκες της ποσοτικής έρευνας στο αρχείο του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών, αντλήθηκε τυχαίο δείγμα 45.000 μεταβιβάσεων ακινήτων που πραγματοποιήθηκαν στον δήμο Αθηναίων κατά τη διάρκεια της δεκαετίας 2000-2010.
Πηγές
Αράπογλου, Β., Καβουλάκος, Κ. Ι., Κανδύλης, Γ. και Μαλούτας, Θ. (2009). «Η νέα κοινωνική γεωγραφία της Αθήνας: Μετανάστευση, ποικιλότητα και σύγκρουση», Σύγχρονα Θέματα, 107: 57-66
Βαΐου, Ντ. (επιστ. υπεύθυνη) κ.ά. (2007). Διαπλεκόμενες καθημερινότητες και χωρο-κοινωνικές μεταβολές στην πόλη. Μετανάστριες και ντόπιες στις γειτονιές της Αθήνας, Αθήνα: L-Press και ΕΜΠ
Balampanidis, D. (2020). “Housing pathways of immigrants in the city of Athens: From homelessness to homeownership. Considering contextual factors and human agency”, Housing, Theory & Society, 37 (2): 230-250
Balampanidis, D. and Bourlessas, P. (2019). “Ambiguities of vertical multi-ethnic coexistence in the city of Athens: Living together but unequally between conflicts and encounters”, in Van Kempen, R., Oosterlynck, S. and Verschraegen, G. (ed.), Divercities. Understanding super-diversity in deprived and mixed neighbourhoods, Bristol: Policy Press: 165-186
Καβουλάκος, Κ. Ι. και Κανδύλης, Γ. (2010). «Τοπική αντιμεταναστευτική δράση και αστική σύγκρουση στην Αθήνα», Γεωγραφίες, 17: 105-109
Οπτικό υλικό
Πηγή οπτικού υλικού: Μπαλαμπανίδης, Δ. (2016). «Γεωγραφίες της εγκατάστασης των μεταναστών στην Αθήνα, 2000-2010: Στεγαστικές διαδρομές, πρόσβαση στην ιδιοκτησία και εθνοφυλετικοί χωροκοινωνικοί διαχωρισμοί», Αθήνα: Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών, www.didaktorika.gr
Ο Δημήτρης Μπαλαμπανίδης είναι Δρ. Πολεοδόμος - Γεωγράφος, ερευνητής σε θέματα μετανάστευσης και στέγασης.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.