Ενσωμάτωση, η μεγάλη εμμονή
του Benoît Bréville
Το 48% των Γάλλων αντιμετωπίζουν τη μετανάστευση σαν μία πολιτική απόπειρα αντικατάστασης ενός πολιτισμού από έναν άλλον (!)
Ενσωμάτωση, η μεγάλη εμμονή
Benoît Bréville
Le Monde Diplomatique, Φεβρουάριος 2018
'Ασχετα με την αφομίωση που μερικοί φαντασιώνουν, η "ενσωμάτωση α λα γαλλικά" μοιάζει μάλλον με μια πορεία προς την "αόρατότητα, κάτι που δεν σημαίνει το τέλος των διαφορών, αλλά την αποδοχή από το περιβάλλον υποδοχής, όπου κανείς δεν νοιάζεται πια για τις διαφορές". Αυτή η "πορεία προς την διαφάνεια" δεν χαράχτηκε μέσα από υπουργικές εγκυκλίους, πανεπιστημιακά συνέδρια ή πομπώδεις διακηρύξεις στον Τύπο: υπήρξε το αποτέλεσμα καθημερινών επαφών και ανταλλαγών ανάμεσα στους μειοψηφικούς πληθυσμούς και το περιβάλλον της ένταξής τους, συνήθως ένα αστικό, λαϊκό, εργατικό περιβάλλον. [...]
Πίσω από τις ατέρμονες φλυαρίες γύρω από την εκκοσμίκευση, τη θρησκεία ή τις κλειστές κοινότητες, κρύβονται πολύ συχνά τα ίδια ερωτήματα: είναι οι μουσουλμάνοι διαλυτοί μέσα στο γαλλικό καζάνι; Είναι το Ισλάμ συμβατό με την Δημοκρατία; To "δημοκρατικό μοντέλο" που επέτρεψε την ενσωμάτωση των Ιταλών, των Πολωνών, των Ισπανών, κλπ. μπορεί να λειτουργήσει με τους 'Αραβες του Μαγκρέμπ και τους Αφρικανούς; [...]
Η σκηνοθετημένη ιστορία συνδυάζει δύο υποθέσεις: η πρώτη υποδηλώνει πως οι ξένοι ενσωματώνονταν παλιά πιο γρήγορα και πιο εύκολα απ' ό, τι τώρα. Αναμφίβολα, οι απόγονοι μουσουλμάνων μεταναστών υποβάλλονται σήμερα σε σημαντικές διακρίσεις όσον αφορά την εργασία, τη στέγαση, τους αστυνομικούς ελέγχους. Η απόρριψη που δέχονται είναι όμως πράγματι χειρότερη απ' αυτήν που αντιμετώπιζαν οι προγενέστεροι απ' αυτούς; Είναι μάταιο να επιχειρήσουμε μία διαβάθμιση της ξενοφοβίας, και κανείς ιστορικός δεν θα το διακινδύνευε. Ωστόσο, αρκετοί ερευνητές επισημαίνουν τη διαιώνηση των μηχανισμών αποκλεισμού (κοινωνικού, αστικού, συμβολικού) και τον στιγματισμό των ατόμων με ξένη καταγωγή. Βίαιοι, βρώμικοι, κλέφτες της δουλειάς των άλλων, πράκτορες του εξωτερικού: οι Ιταλοί, οι Πολωνοί, οι Πορτογάλοι, οι Ισπανοί αναγκάστηκαν να υποστούν όλα αυτά, και παρότι χριστιανοί θεωρούνταν υπερβολικά θρησκόληπτοι, προληπτικοί και με μυστικιστικές τάσεις. Η απόρρριψη διήρκησε κάποτε μέχρι και μερικές δεκαετίες. Ο αντι-ιταλικός ρατσισμός, ο οποίος εμφανίστηκε το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα δεν έσβησε πραγματικά παρά μόνο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Σύμφωνα με την δεύτερη υπόθεση, η οποία συζητείται λιγότερο, οι ευρωπαίοι μετανάστες ήταν πιο διατεθειμένοι να "αφομιωθούν", να εγκαταλείψουν την αρχική τους ταυτότητα για να αγκαλιάσουν πλήρως τη γαλλική κουλτούρα, σε σχέση με τους μετανάστες που προέρχονταν από τις αποικίες. Τίποτα δεν είναι πιο ψευδές. Κάθε γενιά μεταναστών φρόντιζε να προασπίζει την ταυτότητα της καταγωγής της και να τη μεταβιβάζει στα παιδιά της: κάθε γενιά διαχωρίστηκε ανάμεσα σ' αυτούς που ήθελαν να αφομοιωθούν κι αυτούς που παρέμεναν προσηλωμένοι στις ιδιαιτερότητές τους
Στα τέλη του 19ου αίωνα, οι Ιταλοί συνήθιζαν να στέλνουν τα παιδιά τους στη χώρα τους μέχρι την ηλικία των 12 ετών, και να τα φέρνουν μετά πίσω στη Γαλλία. Στο Παρίσι, το Μοντρείγ, τη Μασσαλία, τη Νίκαια ή το Νοζάν, μερικές συνοικίες ήταν γεμάτες με καταστήματα με ιταλικά προϊόντα, με ξενοδοχεία-καφενεία που υποδεχόνταν τους νέους αφιχθέντες, με μπαρ όπου οι εξόριστοι συγκεντρώνονταν για να παίξουν χαρτιά, το παραδοσιακό παιχνίδι της morra, ή για ν' ακούσουν ακορντεόν, ένα τυπικό τότε ιταλικό όργανο. [...]
Η ιστορία έχει οριοθετήσει επακριβώς τα μονοπάτια που ακολούθησε η ενσωμάτωση αυτή: με την εργασία, σε μια εποχή όπου η εργατική αλληλεγγύη, η αίσθηση της επαγγελματικής ένταξης και η ταξική συνείδηση ήταν έντονες* με τη στρατιωτική θητεία και τους δύο παγκοσμίους πολέμους που ένωσαν κάτω από την ίδια σημαία Γάλλους και απογόνους ξένων* με το σχολείο, που υπήρξε τότε χώρος προσαρμογής στην κυρίαρχη κουλτούρα και εργαλείο κοινωνικής ανέλιξης για τα παιδιά των μεταναστών* με την καθολική εκκλησία που προσπαθούσε να προσελκύσει τους ξένους πιστούς προσφεροντάς τους δραστηριότητες και αγαθοεργίες* με τους κοινωνικούς αγώνες και τον ακτιβισμό στα πλαίσια των αριστερών οργανώσεων, όταν το γαλλικό ΚΚ, η Γενική Συνομοσπονδία της Εργασίας (CGT) και οι οργανώσεις-δορυφόροι τους (Γαλλική Λαϊκή Βοήθεια, 'Ενωση των Γυναικών της Γαλλίας, Τουρισμός και Εργασία, κλπ.) χρησίμευαν ακόμη ως "μηχανές ενσωμάτωσης"* με την παλιά λαϊκή πόλη που παρείχε μία κάποια κοινωνική και εθνική πρόσμιξη, και της οποίας οι πολυσύχναστοι δρόμοι ευνοούσαν τις συναντήσεις μεταξύ ανθρώπων κάθε προέλευσης.
Τα περισσότερα από τα μονοπάτια αυτά είναι σήμερα φραγμένα. Σε μια συγκυρία μαζικής ανεργίας και γενικευμένου ανταγωνισμού μέσα στα λαϊκά στρώματα, η εργασία πλέον διαιρεί παρά ενώνει. Τα στασίδια των εκκλησιών ερήμωσαν, οι προοδευτικές οργανώσεις έχασαν τα μέλη τους και τα λαϊκά προάστια γνωρίζουν μία κοινωνικό-εθνική διαφοροποίηση όλο και πιο σημαντική, που αντανακλάται πάνω στο σχολείο διά μέσου της σχολικής κάρτας (ή της παράκαμψής της για τις πιο εύπορες οικογένειες). Το να θεωρείς την καταγωγή των παιδιών των μεταναστών την μοναδική αιτία των "προβλημάτων ενσωμάτωσής" τους σημαίνει πως αγνοείς το κοινωνικό πλαίσιο αυτής της ενσωμάτωσης. Κι ότι αναγάγεις σε ζητήματα ταυτότητας αιτήματα που είναι τα περισσότερα βαθιά κοινωνικά: την ισότητα απέναντι στην εργασία, το σχολείο, την αστυνομία, τη δικαιοσύνη, τη στέγαση, το δικαίωμα να ασκείς (ή όχι) την πίστη σου.
Benoît Bréville
Ιστορικός και δημοσιογράφος (βοηθός αρχισυντάκτης στη Monde Diplomatique)
Μτφ. Σ.Σ.