Ο Μπάμπης Παπαδόπουλος είναι ίσως ο πιο δημιουργικός Έλληνας μουσικός, που κρατάει από τη δεκαετία του '80. Δεν είναι, απλώς, το γεγονός πως ξέφυγε από το ροκ (ως μέλος συγκροτήματος – των Τρύπες), δεν είναι ότι έπαιξε και με άλλα τελείως διαφορετικά γκρουπ (Λαϊκεδέλικα/Θ. Παπακωνσταντίνου, Χειμερινοί Κολυμβητές κ.λπ.), είναι το γεγονός, κυρίως αυτό, της συνεχούς ανανέωσης των εκφραστικών μέσων του, βασικά μέσω των προσωπικών δουλειών του. Της πιο δικής του δισκογραφίας, που περιλαμβάνει και τις μουσικές του για το θέατρο και τον κινηματογράφο.
Ρίχνοντας μια ματιά στη σελίδα τού Μπάμπη Παπαδόπουλου στο σάιτ discogs και ενθυμούμενοι τις «αυτοσχεδιαστικές» συνεργασίες του με τον τζαζίστα Φλώρο Φλωρίδη, τις ηλεκτρικές «Σκηνές από Ένα Ταξίδι», τη συνεύρεσή του με τον σημαντικό κιθαρίστα της ροκ-αβαντγκάρντ Nicky Skopelitis (και ξανά με τον Φλωρίδη), την άποψη του για το ρεμπέτικο στο «Απ' τη Σπηλιά του Δράκου», το σάουντρακ για την ταινία του Γιάννη Οικονομίδη Το Μικρό Ψάρι, το έντεχνο «Μέσα Στον Πόνο Είν' Η Χαρά Μες Στη Χαρά Είναι Ο Πόνος», όπως και τη μουσική του για την παράσταση χορού «Βορεάδες», σκεφτόμαστε πως ελάχιστοι μουσικοί της γενιάς του έχουν μια τόσο δημιουργική διαδρομή, τα τελευταία 35 χρόνια.
Δεν διαθέτουν πολλοί συνθέτες τούτη την ικανότητα. Να είναι την ίδια στιγμή και radical και popular, χωρίς να υπολογίζουν το κόστος μιας τέτοιας κίνησης-απόφασης. Γιατί πάντα θα υπάρχει ένα κόστος, όταν καταφέρνεις να συνδυάσεις σ' ένα άλμπουμ το μπουζούκι ενός χασάπικου, με το noise-rock και το γενικότερο «προχωρημένο».
Και το υποστηρίζουμε τούτο ακούγοντας (και) το τελευταίο άλμπουμ του Μπάμπη Παπαδόπουλου, το «Παραλογές του Άχρηστου» [Puzzlemusik, 2019], που είναι το ωραιότερό του (λογικό κι αυτό, για έναν μουσικό που δεν μένει στάσιμος και εξελίσσεται διαρκώς). Βασικά, τούτο συμβαίνει λόγω της ικανότητάς του να ισορροπεί όλες τις αναφορές, όλα εκείνα που αγαπά και τον ενδιαφέρουν και που, εν πολλοίς, έχουν ήδη παρουσιαστεί σε όλα τα προηγούμενα άλμπουμ του.
Μοιάζει το «Παραλογές του Άχρηστου» (τίτλο εμπνευσμένος από το βιβλίο του Nuccio Ordine Η Χρησιμότητα του Άχρηστου, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΑΓΡΑ) να ακούγεται σαν μια... συλλογή, «σαν» λέμε, σαν ένας δίσκος με ανέκδοτα, μα εντυπωσιακά ορχηστρικά, που φανερώνουν αυτήν ακριβώς τη διάθεση τού δημιουργού τους για πειραματισμό και ψάξιμο – δίχως να αποκλείεται, απ' αυτό το ψάξιμο, το λαϊκό και το πηγαίο.
Δεν διαθέτουν πολλοί συνθέτες τούτη την ικανότητα. Να είναι την ίδια στιγμή και radical και popular, χωρίς να υπολογίζουν το κόστος μιας τέτοιας κίνησης-απόφασης. Γιατί πάντα θα υπάρχει ένα κόστος (κυρίως από τη μεριά όσων ακούν με στεγανά), όταν καταφέρνεις να συνδυάσεις σ' ένα άλμπουμ το μπουζούκι ενός χασάπικου, με το noise-rock και το γενικότερο «προχωρημένο».
Λίγα λόγια, τώρα, για κάθε ένα από τα δέκα tracks του άλμπουμ (CD και digital για την ώρα, αργότερα και LP), προκειμένου να διαφανεί το ανοιχτό αισθητικό πεδίο, όπως και η παράλληλη υψηλή συνθετική ικανότητα τού Μπάμπη Παπαδόπουλου.
«Δάσος, δάκτυλο ή τραπέζι; Νεράιδες χορεύουν βαλς». Ένα έγχορδο σχήμα στην αρχή, δίνει τη θέση του σ' ένα μέτωπο κιθαρισμών (πίσω και μπροστά) και αυτό σ' ένα βαλς, παρέχοντας στη σύνθεση έναν cinematic χαρακτήρα.
«Ανάμνηση; Όνειρο;». Ακουστικές και ηλεκτρικές κιθάρες σ' ένα κάπως folk-rock ύφος, με τον Φώτη Σιώτα (βιολί, βιόλα) να «γεμίζει» σαν να ακούς «ανάποδη ταινία» (μπορεί και να είναι – πού να ξέρεις τώρα, με τόσα «κόλπα» που κυκλοφορούν;).
«Ήταν μαζί κι έγιναν μάζα». Με minimal επαναληπτικά χαρακτηριστικά, σε γρήγορο tempo, και με συνεχή κιθαριστικά breaks, η σύνθεση αυτή είναι από τις πιο avant, και από τις πιο ενδιαφέρουσες του άλμπουμ.
«Χασάπικο Νο 100519051801191523101925». Εδώ πρωταγωνιστεί το μπουζούκι φυσικά, αλλά υπάρχουν και έγχορδα, που δίνουν στο «λαϊκό» αυτό κομμάτι μια διαφορετική αύρα. Το μπάσο κρατάει όλη τη σύνθεση.
«Σε ψάχνω μεσ' στις αγορές». Πρόκειται για το πιο μακρύ στο χρόνο track του CD (7:03). Ξεκινά σφοδρά, με ανηλεείς κιθαρισμούς σε γρήγορο τέμπο, μέσα σ' ένα ομιχλώδες πλαίσιο, αλλά στην πορεία επικρατεί ακουστική νηνεμία, με τη σύνθεση να «φορτώνει» ξανά συν τω χρόνω, κινούμενη προς ψυχεδελικές κατευθύνσεις. Από τις κορυφαίες στιγμές των «παραλογών του άχρηστου».
«Πέρασε πάλι από μπροστά μου ψες αργά / Μου 'ριξε μόνο μια ματιά μου χάρισε ένα βλέμμα». Ακουστικό κατά βάση κομμάτι, που κυλάει όμορφα, σαν τραγούδι. Θα μπορούσε να έχει στίχους, αλλά δεν έχει (καλύτερα).
Πέρασε πάλι από μπροστά μου ψες αργά Μου 'ριξε μόνο μια ματιά Μου χάρισε ένα βλέμμα
«Διαλογισμός και τσίπουρο». Έξοχη σύνθεση (6:49 η διάρκειά της), έντονα υποβλητική, με «επιστημονικά» ηλεκτρικά γεμίσματα, που εκκινούν από διάφορα επίπεδα (πίσω, μπροστά, πέρα...) και που αποκτά άλλον ισχυρό «αέρα» μετά το 4:15 (με μπάσο ογκολιθικό και με μελωδική εξέλιξη λαϊκο-ρεμπέτικη).
«Grecania όπως άνοια και όχι όπως Βαλκάνια / κι οι φίλοι αναχωρούν σιγά-σιγά». Κι αυτό το track είναι εκπληκτικό, με τα έγχορδα να παραπέμπουν σε ηχογραφήσεις των Ολλανδών Nits ή των Flue, αλλά σε περισσότερο world διαστάσεις (εδώ).
«Κι άλλοι σφυρίζουν κλέφτικα». Το προτελευταίο κομμάτι του CD. Στην αρχή μοιάζει να ενσωματώνει ηλεκτροστατισμούς και field recordings, αλλά δεν είναι έτσι. Είναι τα εφφέ και τα παιξίματα. Κι εδώ υπάρχει ψάξιμο, πολύ, αυτοσχεδιαστική προσέγγιση μαζί με ηλεκτρικές ακρότητες... και ό,τι πρέπει για τους fans του Fred Frith και του Henry Kaiser (αμφότεροι κιθαρίστες ολκής).
Το «Παραλογές του Άχρηστου» θα ολοκληρωθεί με τον μονόλεπτο «Αναστοχασμό», το μοναδικό κομμάτι του άλμπουμ που περιέχει και πνευστά (ακούγεται μια 9μελή ορχήστρα με τρομπέτα, κόρνο, φλάουτο, σαξόφωνα, τρομπόνι, κλαρίνο, μπάσο-κλαρίνο). Πλούσιο κλείσιμο, με ολοφάνερες ενορχηστρωτικές αρετές, αντάξιο ενός σπάνιας ποιότητας και αισθητικής αξίας άλμπουμ!
Grecania όπως η άνοια και όχι όπως βαλκάνια Κι οι φίλοι αναχωρούν σιγά σιγά
σχόλια