Ο Χέρμαν Μπροχ (1886-1951) αποτελεί μοναδική περίπτωση στο λογοτεχνικό στερέωμα του 20ού αι. Γόνος εύπορης εβραϊκής οικογένειας (ο πατέρας του είχε εργοστάσιο υφαντουργίας), γεννήθηκε στη Βιέννη το 1886. Το 1909 ασπάστηκε τον ρωμαιοκαθολικισμό και το 1927 πούλησε την οικογενειακή επιχείρηση, στην οποία εργάστηκε πολλά χρόνια, για να ασχοληθεί με ό,τι τον ενδιέφερε πιο πολύ: τα μαθηματικά, τη φιλοσοφία και την ψυχολογία, γνωστικά αντικείμενα που εμπλουτίζουν εξαιρετικά τη γραφή του, ανοίγοντας το μυθιστόρημα στο πεδίο του δοκιμίου. Στα 45 του εκδίδει τους Υπνοβάτες (1931-2), την περίφημη μυθιστορηματική τριλογία του, ένα από τα καλύτερα λογοτεχνικά δείγματα του προηγούμενου αιώνα, τόσο ως προς τη δομή/μορφή, όσο και ως προς το περιεχόμενό του. Το 1938, όταν η Αυστρία προσαρτάται στη ναζιστική Γερμανία, η Γκεστάπο τον συλλαμβάνει, αλλά η παρέμβαση εκλεκτών φίλων του (μεταξύ των οποίων και ο Τζέιμς Τζόις) επέτρεψε να του δοθεί άδεια εξόδου από τη χώρα. Ο Μπροχ κατέφυγε στις ΗΠΑ, όπου και τελείωσε το φιλοσοφικό «μυθιστόρημα» Βιργιλίου Θάνατος (1945) και ολοκλήρωσε τους Αθώους (1950).
Μικρές σκηνές, γρήγορος ρυθμός και συμπυκνωμένη θεατρικότητα τροφοδοτούν χωρίς διακοπές το ενδιαφέρον του κοινού.
Μυθιστόρημα οι Αθώοι; Όχι ακριβώς. Το 1949 ο Μπροχ ξανακοιτάζει τέσσερις νουβέλες που ο εκδότης του ήθελε να δημοσιεύσει σε έναν τόμο. Αποφασίζει να γράψει μερικές ακόμα για να συμπληρώσει/αναπτύξει τις παλιές, και προσθέτει «λυρικά ενδιάμεσα», τις Φωνές του 1913, του 1923, του 1933. Δουλεύει ξανά και ξανά παλιά και καινούργια κείμενα και ποιήματα και εν τέλει το βιβλίο, ετερογενές και πολυεπίπεδο, όπως οι «στιβάδες της πραγματικότητας», «σχεδόν ένα μυθιστόρημα», κυκλοφορεί τον Δεκέμβριο του 1950. Έχοντας ζήσει την τραγωδία των δύο παγκόσμιων πολέμων (και, ενδιαμέσως, την τρομακτική ως προς αυτά που κυοφόρησε περίοδο του Μεσοπολέμου), ο συγγραφέας επανέρχεται στο μείζον ζήτημα της κατάρρευσης του ορθολογικού συστήματος αξιών. Η διερώτηση για την ηθική και τη μεταφυσική του σύγχρονου ανθρώπου, σε σχέση πάντα με τον ρόλο της τέχνης πριν και μετά την επέλαση της βαρβαρότητας, κυριαρχεί στις σελίδες των Αθώων. Πιστεύοντας ότι το σύγχρονο μυθιστόρημα (του Τζόις, του Ζιντ, του Μούζιλ) είναι κάτι σαν επίγονος της φιλοσοφίας, έγραψε στοχαζόμενος πάνω στη φύση των ανθρώπων και αναζητώντας την καινούργια ηθική – αυτή που θα επιτρέψει στους ανθρώπους να ζήσουν συνειδητά, αντιμετωπίζοντας κατά πρόσωπο την ενοχή της διαρκούς ροπής τους προς το κακό. Όχι ως «αθώοι».
«Ποια, όμως, πρέπει να θεωρείται επαρκής αιτιολογία για την ενοχή και τη συνείδηση της ενοχής; Ακόμα και σ' έναν μη θρήσκο προβάλλει εδώ υποχρεωτικά η σκέψη για την ύπαρξη ενός ανεξάρτητου από κοινωνικές τάξεις και έμφυτου στον άνθρωπο κακού, η σκέψη του χριστιανικού προπατορικού αμαρτήματος. Ωστόσο, θέλω να μάθω τη συγκεκριμένη μορφή υπό την οποία εμφανίζεται στους καιρούς μας το κακό, κι αν αναζητήσω τον κοινό παρονομαστή των δικών μου σφαλμάτων, τότε βρίσκω την πιο βαθιά και αξιοκατάκριτη ενοχή μου στη ριζική μου αδιαφορία» λέει ο Ανδρέας, ένα από τα βασικά πρόσωπα στους Αθώους.
Το πέμπτο κεφάλαιο των Αθώων έχει τίτλο «Η διήγηση της υπηρέτριας Τσερλίνε». Τον χειμώνα του 1991-2 ο Αντώνης Αντύπας το είχε σκηνοθέτησει στο Απλό Θέατρο και όσοι είχαν δει τη μονολογική παράσταση, έχουν να θυμούνται την εμπνευσμένη ερμηνεία της Αλέκας Παΐζη.
Η Τσερλίνε και το σπίτι των κυνηγών που παρουσιάζεται στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας είναι κάτι άλλο: είναι μια διασκευή για τη σκηνή του Στρατή Πασχάλη (και σε δραματουργική επεξεργασία του Γιάννη Καλαβριανού) που βασίζεται τόσο στη «Διήγηση της υπηρέτριας Τσερλίνε» όσο και στο προηγούμενο και στα επόμενα κεφάλαια των Αθώων που συνδέονται με τα πρόσωπα του σπιτιού, στο οποίο δουλεύει η Τσερλίνε. Η δομή είναι δραματουργικά άψογη και βασίζεται στις συνεχείς αντιστίξεις των τριών γυναικών της ιστορίας: της βαρόνης, της κόρης της και της Τσερλίνε. Αυτές οι τρεις αποτελούν ένα κλειστό σύστημα που απορροφά όχι μόνο τις εσωτερικές του συγκρούσεις αλλά και όποιον τρίτο βρεθεί κατά τύχη εντός του – εν προκειμένω, τον ενοικιαστή τους και τη νεαρή ερωμένη του. Δύο είναι οι δραματικοί χρόνοι: ο αφηγηματικός, που αφορά τον παρελθόν των γυναικών πριν από την άφιξη του (ενοικιαστή) Ανδρέα, και ο άμεσος, της παροντικής δράσης. Ωστόσο, τα πρώτα λόγια της Τσερλίνε καθιστούν το σκηνικό παρόν φλασμπάκ δύο φάσεων. Δέκα χρόνια τις χωρίζουν – είναι το διάστημα κατά το οποίο η Δημοκρατία της Βαϊμάρης παραδόθηκε στα χέρια του Χίτλερ.
Χωρίς κηρύγματα και κραυγαλέες διαπιστώσεις, μέσα από προσωπικές ιστορίες που τέμνονται στο σπίτι της βαρόνης και, δέκα χρόνια μετά, στο σπίτι των κυνηγών, ο Μπροχ δείχνει πώς τα πάθη από τη μία, η αδράνεια (στο όνομα της προσωπικής γαλήνης) από την άλλη, προκαλούν μικρά, ατιμώρητα εγκλήματα. Μεγεθύνοντας την κλίμακα, μέσω αυτών προοικονομούνται τα μεγάλα εγκλήματα της Ιστορίας.
Μικρές σκηνές, γρήγορος ρυθμός και συμπυκνωμένη θεατρικότητα τροφοδοτούν χωρίς διακοπές το ενδιαφέρον του κοινού. Παρότι ο λόγος του Μπροχ είναι ένα θερμοκήπιο υψηλών διανοητικών επιδόσεων, που αδικείται στη συντομευμένη και «διασκευασμένη» εκδοχή της σκηνικής διασκευής, η διεγερτική σκέψη του διασώζεται σε πολλά μέρη της παράστασης. Ο Γιάννης Καλαβριανός πρόσεξε τις λεπτομέρειες και έστησε μια παράσταση μουσικής ακρίβειας, αποσπώντας εξαιρετικές ερμηνείες από τις ηθοποιούς του συνόλου. Η Μπέττυ Αρβανίτη ερμηνεύει απολαυστικά τον ρόλο της υπηρέτριας που κινεί τα νήματα, αδίστακτη και αρπακτική, προκαλώντας τις εξελίξεις που η ίδια επιθυμεί, χειραγωγώντας με μαεστρία τις κυρίες της, τον ενοικιαστή και την άτυχη ερωμένη του. Η αντίθεση με την αδύναμη, παραιτημένη, τρυφερή βαρόνη της Μαρίας Κατσιαδάκη (χάρηκα που την είδα ξανά, με το υποκριτικό της ταλέντο στην καλύτερη στιγμή του) λειτουργεί θαυμάσια. Η Σύρμω Κεκέ πάντα ακριβής (εδώ στον ρόλο της «στεγνής» κόρης με τον ανισόρροπο ψυχισμό) και συμπαθής στον μικρό ρόλο της Μελίττας η Εύα Σιμάτου. Η μοναδική αντίρρηση αφορά την επιλογή του Κώστα Βασαρδάνη για τον ρόλο του Ανδρέα: είναι ένας πολύ καλός, αλλά «ειδικός» ηθοποιός. Έχω τη γνώμη ότι χρειαζόταν ένας ηθοποιός πιο γήινος, που να «πατάει» καλά, με ιδιοσυγκρασία τυχοδιώκτη, που να πείθει ότι, φαινομενικά τουλάχιστον, μπορεί να αντιμετωπίσει τις τρεις γυναίκες. Η σκηνή κατά την οποία αντιμετωπίζει τον παππού της αθώας Μελίττας (ή μήπως τον ίδιο τον άγγελο του θανάτου), ερμηνεύοντας ο ίδιος και τα δύο πρόσωπα, απαιτεί ξανακοίταγμα, γιατί η αντιπαράθεση δεν είναι σαφής.
Η προσεγμένη διδασκαλία της κίνησης (της Αλεξίας Μπεζίκη), τα σκηνικά και τα κοστούμια (της Ελένης Μανωλοπούλου), οι φωτισμοί (του Αλέκου Αναστασίου), η μουσική και οι ήχοι (του Άγγελου Τριανταφύλλου), λιγότερο και περισσότερο σημαντικά στοιχεία, εξασφαλίζουν μιάμιση ώρα θεατρικής ευφορίας. Είναι μια παράσταση που ευχαρίστως θα έβλεπα ξανά.
«Η Τσερλίνε και το σπίτι των κυνηγών» του Χέρμαν Μπροχ
Σκην.: Γ. Καλαβριανός
Σκην.-κοστ.: Ελ. Μανωλοπούλου
Ερμ.: Μπ. Αρβανίτη, Μ. Κατσιαδάκη, Κ. Βασαρδάνης
Θεατρο οδου Κεφαλληνιας
Κεφαλληνίας 16, Κυψέλη, 210 8838727
Τετ., Κυρ. 20.00, Πέμ.-Σάβ. 21.00. Εισ.: €13-18
σχόλια