Η αδιαφορία
Τριαντάφυλλος Πίττας
Από τη συλλογή διηγημάτων Μαγεία στο Λόφο Μουσών (εκδ. Πλέθρον, Αθήνα 1979).
*
[...] Είταν τις προάλλες που είπες: "Πειραιάς και κουραφέξαλα. 'Αι στο διάολο!" Κι έβαλες πλώρη για το Σύνταγμα. Φορούσες μια κίτρινη φανελίτσα κατάσαρκα κι είχες διαλέξει το πιο στενό, το πιο τριμμένο σου μπλουτζίνι. Και με τα δάχτυλα μισοχωμένα στα τσεπάκια μπροστά, πέρασες σκυθρωπός κι ακατάδεχτος ανάμεσα στα τραπεζάκια με τις τέντες. 'Ενα σούσουρο, σε διάφορες γλώσσες, σηκώθηκε γύρω σου. Ακούμπησες σε μια κολόνα κι έψαχνες για κάποιο άραγμα με την άκρη του ματιού. Καταλάβαινες πολλά μάτια που βύζαιναν πάνω σου. Και ζεματούσε ο Ιούλιος, από την άσφαλτο ο αχνός, η αντηλιά από τις πλάκες, κι έφερναν αναγούλα τα καυσαέρια και ζάλη από τα μίνι ολόγυρα.
Τα γκαρσόνια περνούσαν μπροστά με δίσκους, κι εσύ, ατσίγαρος κι απένταρος, έκανες χάζι με το σούσουρο στα τραπεζάκια. Τα χείλια σου είχαν παραφουσκώσει κι είταν αυτή η στοματάρα σου που μάζευε απάνω της όλα τα μάτια που γυάλιζαν. Μέσα σου σφύριξε μια στιγμή ο δαίμονας και τότε σάλεψε το αριστερό σου χέρι βαθιά στην τσέπη. 'Ετσι σα βρισιά κι αισχρόλογο για όσους σε κοιτούσαν. Τι να γυρεύουν από το κορμί σου το μισοπεινασμένο, που άμα δεν έχει ναύλα να κατέβει στη θάλασσα δε βλέπει νερό για να ξεπλύνει την ιδρωτίλα του;
'Υστερα τράβηξες το χέρι αργά, τίναξες, μια έτσι, το πόδι, κι αφού σιγουρεύτηκες πως φτιάχτηκε η μόστρα σου στην εντέλεια, έφερες τα μάτια σου τριγύρω, και τότε κοίταγες κι εσύ κατάματα, έναν-έναν τους θαμώνες. Κοπέλες και κύριοι, που και πριν σ' έτρωγαν με τα μάτια, γύρισαν πιο ανήσυχοι τώρα, μισοσηκώθηκαν στις πολυθρόνες τους, σου έγνεφαν σχεδόν άλλος με τον αναπτήρα του στο χέρι, άλλος αναδεύοντας το πακέτο του με τα τσιγάρα και μια γριά με πανάδες στο πρόσωπο σκάλιζε στην τσάντα της με πυρετό βγάζοντας ένα πούρο τη μια στιγμή, ένα μάτσο ξένα χαρτονομίσματα την άλλη, και σε ρούφαγε εκεί, σ' ένα σημείο του κορμιού σου κι αλυχτούσε στη γλώσσα της ξεψυχισμένα και με πανικό...
'Ομως εσύ απτόητος τους γύρισες τη ράχη. 'Ανοιξες τις παλάμες σου, τέντωσες τα μακρουλά δάχτυλα κι έτριβες από πίσω το ξασπρισμένο παντελόνι. Ξαναγύρισες κι αντίκρισαν πάλι φάτσα το κορμί σου. Μελαχρινός παίδαρος είκοσι δύο χρονών, με όψη στυφή και μια επιδερμίδα μπρούτζινη, γυαλιστερή. Τα χέρια σου σηκώθηκαν κι αγκάλισαν την κολόνα. Πίσω σου σκύλιασαν μερικοί και στον αέρα αντιχτύπησαν πνιγμένα ξεφωνητά και λόγια ακατάληπτα.
Εκείνη τη στιγμή, μέσα από το βουητό της πλατείας, ξεχώρισες κάποια φωνή: "Μήτσο! Μήτσο!".
Μια στρουμπουλή κοπέλα με περπάτημα ξεγοφιασμένο περνούσε τη διάβαση και φώναζε. Δεν το κατάλαβες πότε παράτησες την κολόνα του Παπασπύρου για να βρεθείς δίπλα στη Φιλιώ.
Είταν η γκόμενα με τον απίθανο έρωτα. 'Οταν σ' έμπαζε κρυφά στο μεγαλόσπιτο του Ψυχικού ήξερες πως βγαίνοντας, για καμιά βδομάδα τουλάχιστον, δε θα 'χεις αψιλίες.
Περπατούσες δίπλα της κι έτρεμαν τα ρουθούνια σου πάνω από τα στήθια της. Αλλά έδειχνε ανένδοτη αυτή τη φορά. "Όχι, δε γίνεται, με κανέναν τρόπο, όχι!", ξεφώνιζε με πείσμα. "Μη χάνεις τον καιρό σου άδικα, σου λέω. Δεν έχω κέφι σήμερα, ακούς; 'Αντε, πάρε δρόμο και μην πέφτεις απάνω μου. Το παραξήλωσες, καημένε! Κοίτα, μας κοιτούν. Ου, λυσσασμένε!".
Αλλά ο λυσσασμένος δεν είσουν εσύ. Είταν κάποιοι άλλοι παρακάτω. Πλησίαζες στη γωνία του Οφθαλμιατρείου, πάντα παρακαλώντας τη Φιλιώ, όταν ξαφνικά χύθηκαν μπροστά σας ένα μπουλούκι νεαροί και πίσω τους αστυφύλακες να τρέχουν και να τους βαρούν. 'Ενας πιο εξαγριωμένος από όλους κατέβασε μια γκλοπιά πάνω στο κεφάλι ενός από τους νεαρούς που έκανε αχ και κυλίστηκε στην άσφαλτο. Και τότε οι αστυφύλακες παράτησαν τους άλλους και στράφηκαν όλοι τους και χτυπούσαν με μανία τον πεσμένο σαν να κοπάνιζαν κάτι που έπρεπε να γίνει τρίμματα.
'Αναψαν πάλι τα αίματά σου και δίχως να σκεφθείς, σα να' ταν μια ευκαιρία, που έκανες χρόνια αμάν για να τη ζήσεις και να τη χαρείς, έσπρωξες πέρα τη Φιλιώ, κι άπλωσες τις χερούκλες σου και σήκωσες μια κασέλα ενός από τους λούστρους στη σειρά και την έριξες απάνω στα κεφάλια τους, που σκυμμένοι χτυπούσαν και ξαναχτυπούσαν το νεαρό. Και πριν συνέρθουν από το χτύπημα και σηκωθούν, καθώς κυλιούνταν στην άσφαλτο βούρτσες και μπουκαλάκια με μπογιές, άρπαξες πάλι ένα κοντάρι με λαχεία και το τίναξες κατακέφαλα των αστυνομικών.
Την ίδια στιγμή μια βροχή τούβλα πέσανε απάνω τους και τους σκόρπισαν κι όλος ο χώρος γέμισε ξαφνικά φοιτητές και φοιτήτριες που φώναζαν και ξεδίπλωναν μαύρες και κόκκινες σημαίες. Κι είδες μια φοιτήτρια έξαλλη να 'χει σκαρφαλώσει στο καπό ενός αυτοκινήτου και να προσπαθεί να βγάλει λόγο. Μα δεν την άκουγε κανείς και μονάχα ένας μαθητής, κρατώντας τα βιβλία του στο χέρι, με πρόσωπο χλωμό, γεμάτο σπυράκια, κοίταγε την έξαλλη κοπέλα κι έκλαιγε με δάκρυα χοντρά.
Αλλά εσένα ήρθαν και σ' άρπαξαν από τα χέρια και σ' έσερναν γελώντας και φωνάζοντας: "Ζήτω η εργατική νεολαία!" δυό φοιτήτριες με χοντρά μυωπικά γυαλιά. 'Ενα κύμα περηφάνιας συγκλόνιζε το στήθος σου κι αφέθηκες να σε τραβολογούν με άφατη χαρά ανάμεσά τους πλήθος φοιτητές κι είσουν έτοιμος να δώσεις και την ψυχή σου κι όλο σου το αίμα στάλα-στάλα σ' αυτά τα αγόρια και τα κορίτσια με τους χαρτοφύλακες που σήκωναν κόκκινες και μαύρες σημαίες και φώναζαν συνθήματα που δεν πρόφταινες να καταλάβεις. Και τότε, μέσα σ' εκείνο τον πανζουρλισμό και τη μαγεία, αισθάνθηκες να σφίγγεται απάνω σου, να σ' αγκαλιάζει και να σε φιλεί μια μικρή με ουράνια ομορφιά. Και την ίδια στιγμή που έβλεπες τα γελαστά χείλια της μικρής φοιτήτριας, άκουσες από μακριά κάτι στριγγλιές γεμάτες πόνο και πάθος. Είταν η Φιλιώ που σε φώναζε... [...]
ΥΓ. Διατηρήθηκε η ορθογραφία του συγγραφέα.