TO BLOG ΤΟΥ ΣΠΥΡΟΥ ΣΤΑΒΕΡΗ
Facebook Twitter

Mood

 

 

Mood

 (για μια ηλικία και πάνω)

 

 

Είχα πάντα μία άρνηση απέναντι στον Αραγκόν, αν και με κέντριζε μία περιέργεια για τον Παριζιάνο χωρικό (όπου περιγράφει τις βόλτες του με τους υπερρεαλιστές φίλους του) ή τον Aurélien (που γράφτηκε σε μία περίοδο που η 'Ελσα Τριολέ ήθελε να τον χωρίσει). Αυτές τις μέρες ενέδωσα, έδωσα τόπο στην αντιπάθειά μου για τον "αποστάτη" του DADA και του υπερρεαλισμού που επέλεξε να γίνει ένας συνοδοιπόρος πολυτελείας του γαλλικού ΚΚ, δοξάζοντας χωρίς αιδώ το σταλινικό καθεστώς ("Στάλιν, ο 'Ηλιε, εσύ"), και ξεκίνησα να διαβάζω -εκστατικά οφείλω να πω- σε μια πολυκαιρισμένη έκδοση την Θανάτωση, το πειραματικό, δυσνόητο και χαοτικό αυτό μυθιστόρημα που έγραψε το 1965, στη δύση της ζωής του, όταν ήρθε και γι' αυτόν η ώρα του πικρού απολογισμού. Είναι οι τύψεις σαν τις λιάνες του τροπικού δάσους που περιελίσσονται και δημιουργούν ασφυκτικά πλέγματα; Lost στη δική του πυκνή, αδιαπέραστη και σκοτεινή ζούγκλα του χειμαρρώδη και αστραφτερού του λόγου, ο συγγραφέας, όπως και ο αφηγητής του βιβλίου του θα αναζητήσει μάταια στον καθρέπτη το ειδωλό του. Είναι φανερές οι αποστάσεις που παίρνει προς το τέλος της ζωής του ο Αραγκόν από την πολιτική του συστράτευση με τον σταλινισμό -κομμάτι ανθολογίας αποτελεί η αστεία περιγραφή της κηδείας του Γκόρκι στην οποία ο ίδιος αναγκάστηκε να παραβρεθεί- αλλά και έκδηλα τα προσωπικά του ερωτήματα υπό το βάρος των καταπιεσμένων επιθυμιών -μετά το θάνατο της συντρόφου του 'Ελσα Τριολέ, ο Αραγκόν γίνεται ανοιχτά ομοφυλόφιλος. Οι παλιοί υπερρεαλιστές του φίλοι δεν είχαν λόγους να χάνονται σε τόσο μπερδεμένα τοπία. 'Ισως γι' αυτό να προτιμούσαν την εικόνα της καυτής σαβάνας: "Η γυναίκα μου με τα μάτια της σαβάνας" (Αντρέ Μπρετόν), "Δες, Vagualame, τα ξερά χόρτα των λεπτών, τις φλεγόμενες σαβάνες της επιθυμίας και κυρίως τα μεγάλα αυτά δέντρα που πολύ συχνά τα γλύφει η γλώσσα της φωτιάς, τα ονειρά σου, που η περηφάνειά σου, με τα ίδια της τα χέρια, έχτισε" (Ρενέ Κρεβέλ).

 

 *

Θα αστειεύεστε, έλεγε η φωνή, μα τι ηλικία έχετε; Την ηλικία πάντως που είσαι κουρασμένος, που ακουμπάς στη γη, ήδη σχεδόν γυμνός γι' αυτήν, το κουφάρι, η σάρκα... Και αναρωτιόμουν πράγματι τι ηλικία θα μπορούσα να έχω, είχα ξεχάσει, ήμουν ακόμη νέος, τουλάχιστον χθες, προχθές, αλλά όχι νέος σαν κι αυτούς, σαν τον τύπο εκείνον που πέρασε από δίπλα μου και έφτασε τους άλλους με ένα άλμα στον αέρα, σαν πουλί, ψαλίδι που ορμά πάνω από τις ηλιόλουστες αυτές φάτσες... κι αυτό που έβλεπα καλά χωρίς να βλέπω αυτά που έκαναν ή μπορούσαν να κάνουν, όλοι τους, και που δεν ήταν της εποχής μου, να πέφτουν με αλεξίπτωτο από τον ουρανό, να βουτάνε με κάσκα και τρίαινα, να ψαρεύουν το μουγγρί στην καρδιά της θάλασσας, να πιάνονται από τα γρήγορα αυτοκίνητα στο λιμάνι, το θαλάσσιο σκι, τα ταχύπλοα... μήπως και ξέρω; Εγώ ήμουν εδώ, κατάχαμα, λέγοντας μέσα μου ότι είμαι ακόμη νέος, νέος, αλλά αλλιώς, όπως ήμασταν να πως... να πως... Επειδή δεν υπάρχει κανένας τρόπος να ορίσεις κατά προσέγγιση την εποχή στην οποία βρίσκεσαι, ούτε κι αν διαβάσεις την παλιά εφημερίδα, την σκισμένη, που ένας δυνατός αέρας έριξε κοντά σου, όπου υπάρχουν εγκλήματα, ατυχήματα, σπορ, μια ημερομηνία του Αυγούστου, αλλά ποιάς χρονιάς; Αδύνατον, ούτε ένας πόλεμος, ούτε ένα αναγνωρίσιμο γεγονός, για να ορίσεις τις συντεταγμένες του αιώνα... ένα όνομα που να ανήκει στο λεξιλόγιο της μνήμης μου... Ποτέ δεν θα μπορέσω να τους ακολουθήσω, να χορέψω μαζί τους, να πηδήξω χωρίς βατήρα πάνω από τα κεφάλια, να γλιστρήσω πάνω στο νερό πίσω από μία βενζινάκατο... να ήξερα άραγε ακόμη να κολυμπάω; Πρέπει να ξέρω, πρέπει να ξέρω, αλλά θα έπρεπε καταρχάς να σηκωθώ, να σταθώ όρθιος, να την κοπανήσω, να φτάσω ως την θάλασσα, υπό το γέλιο όλων αυτών των ανθρώπων, που συμμετέχουν σ' αυτό το καθαρό παιχνίδι όπου δεν έχω καμία θέση, και ποιός ξέρει τι έχουν μέσα στο κρανίο, τι τους κάνει να αναγνωρίζονται μεταξύ τους! 'Εκανα έντρομος μία σκέψη για μένα: ο Γκιούλιβερ στους νέους... κι όμως η φωνή, κάποιος που δεν έβλεπα, από το κατώφλι του σπιτιού, η έστω του χωλ, μου επαναλάμβανε πως ήμουν ακόμη νέος... στην αρχή ήμουν έτοιμος να πιστέψω αυτό το αόρατο πρόσωπο, εξάλλου αισθανόμουν πραγματικά νέος, αισθάνομαι πάντα νέος, αλλά υπήρχε κι αυτό το ακόμη: λέμε νέος ακόμη, σου λένε νέος ακόμη, και ορίστε, όλα πάνε στράφι, είμαστε γέροι, με όλο αυτό το ακόμη, τη μικρή αυτή λέξη που είναι σαν το τεστ από το οποίο περίμενα σ' όλη μου τη ζωή την αλήθεια για μένα, ξέρετε, τσιμπάς το δέρμα πάνω στη ράχη του χεριού, κι αν αργεί να ξαναβρεί τη θέση του, τότε είσαι γέρος... δεν υπήρξε πρωϊ, από την ηλικία των τριάντα, που να μην κοίταξα, που να μην έλεγξα, στην αρχή ήταν κάτι σαν αστείο, αλλά έπειτα συνεχίστηκε, έγινε σοβαρό, έγινε τραγικό... Αν ωστόσο άκουγα τον εαυτό μου, μετράω τη γη, από τους ώμους, τα νεφρά, τους μηρούς, κυριαρχώ πάνω της με όλο μου το σώμα, είμαι ζωντανός... νέος, νέος...

 

Louis Aragon, La Mise à mort (Η Θανάτωση), 1965.

 

Μτφ. Σ.Σ.

 

ΘΕΜΑΤΑ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

THE GOOD LIFO ΔΗΜΟΦΙΛΗ