Το σώμα κατακτά το χώρο
Οι απαρχές της εμβυθιστικής τέχνης
Στη Λωζάνη, το Musée Cantonal des Beaux-Arts κάνει μια αναδρομή στην εμφάνιση της εμβυθιστικής τέχνης ως έναν από τους σημαντικότερους τρόπους έκφρασης στον καλλιτεχνικό χώρο στα τέλη του περασμένου αιώνα. Δεκατέσσερα εμβυθιστικά περιβάλλοντα των Lucio Fontana, Judy Chicago και Robert Morris, που χρονολογούνται από το 1949 έως το 1969, μας προσκαλούν για μία πολυαισθητηριακή προσέγγιση.
Guillaume Lasserre
Mediapart - Blog - 24.02.2024
Τα τελευταία δεκαπέντε περίπου χρόνια, η επαυξημένη πραγματικότητα, η οποία προέρχεται από τη βιομηχανία της ψυχαγωγίας, γοητεύει όλο και περισσότερο τα πολιτιστικά ιδρύματα. Ωστόσο, δεν πρόκειται για κάτι νέο. Η εμβυθιστική τέχνη κινητοποιεί τις αισθητηριακές ικανότητες του σώματος όταν αυτό αλληλεπιδρά με ένα έργο τέχνης ή ένα περιβάλλον. Το Musée cantonal des Beaux-Arts de Lausanne είχε την καλή ιδέα να ανατρέξει στην ιστορία της, παρακολουθώντας για πρώτη φορά την εμφάνιση αυτής της διαδραστικής τέχνης μέσω μιας έκθεσης με τίτλο Immersion. Οι απαρχές: 1949-1969, μια εικοσαετία που σημαδεύτηκε από την επέκταση της κατάκτησης του διαστήματος και την επιθυμία να ξεπεραστούν οι παραδοσιακές κατηγορίες του έργου τέχνης, μια περίοδος που είδε την εμφάνιση πολυθεματικών και συχνά εφήμερων εκδηλώσεων, αρχικά στις γκαλερί και στη συνέχεια στα μουσεία. Τα δεκατέσσερα ιστορικά περιβάλλοντα που συγκεντρώνονται στη Λωζάνη - ορισμένα από τα οποία αναδημιουργούνται για πρώτη φορά - έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό μία υλική εμβύθιση, αλλά και αποτελούν δεκατέσσερα μοναδικά σύμπαντα και, ως εκ τούτου, δεκατέσσερις εκθέσεις από μόνες τους, στις οποίες ο επισκέπτης καλείται να βιώσει την εμπειρία του χώρου.
"Θέλω να φτιάξω έναν νέο χώρο, έναν χώρο χωρίς αρχή και τέλος, στον οποίο όλα ζουν, όπου όλη η ζωή διεγείρεται. Αυτός ο χώρος θα είναι ήσυχος και θορυβώδης, ακίνητος και κινούμενος. Θα είναι ψηλός, πολύ ψηλός όταν θα το θελήσω, και χαμηλός όταν θα θελήσω να είναι χαμηλός. Μπορώ να φτιάξω τον χώρο μου οπουδήποτε, στην πιο μικρή επιφάνεια, ή θα μπορούσε και να είναι τεράστιος όσο μια πόλη, μια χώρα ή ακόμη και μια ιδέα". Έτσι αρχίζει το 1961 το κείμενο-μανιφέστο του Christian Megert με τίτλο "Nouvel Espace" (Νέος Χώρος). Ο Ελβετός καλλιτέχνης χρησιμοποιεί τους καθρέφτες, το αγαπημένο του υλικό, εδώ και σχεδόν εξήντα χρόνια. Η έκθεση ανοίγει με ένα από τα περιβάλλοντά του, που δημιούργησε για την documenta 4 στο Cassel το 1968, στο οποίο εκμεταλλεύεται την εμβυθιστική και επεκτεινόμενη διάσταση των καθρεφτών. Ο πρώτος του "χώρος του απείρου" καλύπτεται με καθρέφτες στο πάτωμα και την οροφή, επεκτείνοντας ουσιαστικά τον χώρο, οδηγώντας τους επισκέπτες σε μια αντιληπτική εμπειρία άπειρου διπλασιασμού, μια ιλιγγιώδη απώλεια σημείων αναφοράς. Στην επόμενη αίθουσα, το Film Ambiente (1968-69) της Marinella Pirelli (1925-2009) προσφέρει μια εμβυθιστική κινηματογραφική εμπειρία που υπερβαίνει την παραδοσιακή μετωπική εμπειρία του κινηματογράφου. Οι επισκέπτες καλούνται να περιδιαβούν μία ορθογώνια δομή που αποτελείται από διαφανή πάνελ στα οποία προβάλλονται εικόνες από την ταινία της Nuovo Paradiso, με μια σειρά γλυπτών του καλλιτέχνη Gino Marotta.
Το 1966, ο Ferdinand Spindel (1913-1980) αναπτύσσει σε μνημειακή κλίμακα τα πειράματά του που μέχρι τότε περιορίζονταν σε πίνακες πάνω σε καβαλέτα. Δημιουργεί έτσι διάφορους διαπερατούς τρισδιάστατους χώρους με ροζ αφρώδες υλικό, ένα μαλακό συνθετικό υλικό που χρησιμοποιείται συνήθως για γέμισμα. Την ίδια χρονιά καλείται να αναλάβει την τραπεζαρία του σπιτιού των συλλεκτών Ursula και Günther Tollmann στο Gelsenkirchen, όπου θα εγκαταστήσει μια σπηλιά από ροζ αφρώδες υλικό. Το Hole in home δεν υπάρχει πλέον, αφού καταστράφηκε σε άγνωστη ημερομηνία. Ανακατασκευάζεται εδώ για πρώτη φορά. Πώς όμως αναδημιουργείται μια χαμένη εγκατάσταση; Ειδικά όταν δεν έχεις ένα πλήρες σχέδιο, παρά μόνο φωτογραφίες του έργου που δημοσιεύτηκαν σε εφημερίδες της εποχής, καθώς και ένα φιλμ που σου επιτρέπει να επανακτήσεις την τεχνική του καλλιτέχνη για τη συρραφή του συνθετικού υλικού.
Την ίδια χρονιά, το 1966, η Αμερικανίδα καλλιτέχνης Judy Chicago, σε συνεργασία με τους Lloyd Hamrol και Eric Orr, δημιουργεί το Feather Room, ένα ολόλευκο δωμάτιο με απαλές γωνίες και δάπεδο καλυμμένο με φυσικά φτερά, που μοιάζει να κινείται αέρινα. Το Feather Room, που εγκαταστάθηκε για πρώτη φορά στην γκαλερί Rolf Nelson στο Λος Άντζελες, αποτελεί έργο-κλειδί στην καριέρα της Judy Chicago. Σε αυτό, η καλλιτέχνης πειραματίζεται με το φως και τον χώρο σε μια εποχή που η εμβυθιστική τέχνη κυριαρχούνταν εξ ολοκλήρου από άνδρες. Σηματοδοτεί τη μετάβαση προς τη σειρά των Atmosphères, των περιβαλλοντικών, πολυαισθητηριακών, φευγαλέων έργων. Με το έργο Luna (1968), ο Fabio Mauri (1926-2009) καλεί το κοινό να εξερευνήσει έναν διαπερατό σεληνιακό χώρο. Το έργο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στις 25 Μαΐου 1968, από τις 4 μ.μ. έως τις 8 μ.μ., στο πλαίσιο του Il teatro delle Mostre που διοργάνωσε ο Plinio De Martiis στην γκαλερί La Tartaruga στη Ρώμη. Αποτελούμενη από μια σειρά είκοσι εκδηλώσεων που οργανώθηκαν κατά τη διάρκεια είκοσι βραδιών, η πρόταση προανήγγειλε μια νέα αντίληψη για την έκθεση τέχνης ως ένα εφήμερο γεγονός που διαρκεί μόνο λίγες ώρες: ένας καλλιτέχνης, ένα έργο ανά ημέρα, με τη συμμετοχή του κοινού. Ο Fabio Mauri προσφέρει στους επισκέπτες την ευκαιρία να βιώσουν έναν σεληνιακό χώρο στον οποίο περπατούν ή ξαπλώνουν μέσα σε μπάλες από πολυστυρένιο, αστρόσκονη που κάνει έναν ήπιο θρόισμα όταν τρίβεται. Στην κατάκτηση του διαστήματος που διεξάγεται την ίδια περίοδο από τις μεγάλες δυνάμεις, το φεγγάρι είναι ένα άγιο δισκοπότηρο που θα κατακτηθεί την επόμενη χρονιά με τη σεληνιακή προσεδάφιση της αμερικανικής αποστολής Apollo 11.
Ο Jesus Rafael Soto (1923-2005) θέλει να κάνει τον χώρο απτό. "Όταν εισέρχεσαι σε ένα διαπερατό χώρο, έχεις την αίσθηση ότι βρίσκεσαι σε μια δίνη φωτός, μια απόλυτη πληρότητα δονήσεων", εξηγεί ο καλλιτέχνης από τη Βενεζουέλα. "Το διαπερατό είναι ένα είδος ενσάρκωσης αυτής της πληρότητας, μέσα στην οποία βάζω τους ανθρώπους να κινούνται, κάνοντάς τους να νιώσουν το "σώμα" του χώρου". Το 1968, παρουσιάζει το "Penetrable blanco y amarillo", το οποίο περιβάλλει τον επισκέπτη, κινητοποιώντας ολόκληρο το σώμα σε μια πολυαισθητηριακή εμπειρία για να συλλάβει το αντικείμενο και τον χώρο, μέσω της όρασης αλλά και της αφής. Η USCO (Company of Us), που ιδρύθηκε στα τέλη του 1963 από τον μηχανικό Michael Callahan, τον ζωγράφο Stephen Durkee και τον ποιητή Gerd Stern, είναι μια κολεκτίβα καλλιτεχνών, ποιητών, κινηματογραφιστών, μηχανικών και συνθετών, μια από τις πρώτες κολεκτίβες τέχνης και τεχνολογίας στις Ηνωμένες Πολιτείες που δημιούργησαν περφόρμανς και εφήμερες δράσεις συνδυάζοντας φώτα, κινούμενες εικόνες και ήχο, στην αναζήτηση της ολικής αισθητηριακής διέγερσης. Το Fanflashtic (1968), το οποίο επιδιώκει να αναπαράγει μια εμπειρία υπό LSD χρησιμοποιώντας στοιχεία που επιτρέπουν στον χρήστη να επιστρέψει σε αυτή την κατάσταση, είναι μία από τις έντεκα παρουσιάσεις που έγιναν στο πλαίσιο του Intermedia '68, ενός φεστιβάλ αφιερωμένου στις πειραματικές και διεπιστημονικές μορφές τέχνης.
Ο Lucio Fontana (1899-1968) θεωρείται ο πρώτος διδάξας με την πρότασή του Ambiente spaziale a luce nera [Χωρικό περιβάλλον με μαύρο φως] του 1949. Πρόκειται για το πρώτο του έργο με εμβυθιστικό χαρακτήρα, μια υλοποίηση των ιδεών που είχαν διατυπωθεί στα μανιφέστα που είχε επεξεργαστεί το movimento spaziale που είχε σχηματιστεί γύρω του το 1947. Η εκδοχή που παρουσιάζεται εδώ είναι η ιδανική επανεκτέλεση, για την αναδρομική του έκθεση στο Stedelijk Museum στο Άμστερνταμ και στη συνέχεια στο Van Abbe Museum στο Eindhoven το 1967, του Ambiente spaziale a luce nera, ενός έργου-κλειδιού στην καλλιτεχνική του πορεία. Το έργο Passageway (1961) του Robert Morris (1931-2018) έχει ως στόχο να κάνει αισθητά τα φυσικά όρια του σώματος και τις ψυχολογικές συνέπειες της κλειστοφοβίας μέσω του καταπιεστικού και ενοχλητικού αποτελέσματος της βύθισης του επισκέπτη σε έναν χώρο που στενεύει και του οποίου το τέλος δεν φαίνεται πουθενά.
Μέλος του κινήματος Light and Space, ο James Turrell σχεδιάζει το 1968-1969 τις πρώτες του εμβυθιστικές εγκαταστάσεις, τα Shallow Space Constructions, στα οποία περιλαμβάνεται και το Raemar Pink White, που παρουσιάζεται εδώ. Το φως διαταράσσει την αντίληψη του επισκέπτη για το δωμάτιο, τα όρια του οποίου είναι δύσκολο να προσδιοριστούν. Για τον επισκέπτη, οι τοίχοι, ο χώρος και τα χρώματα μοιάζουν να εξαφανίζονται. Κλείνοντας την έκθεση στο Βω, το έργο Sound Breaking Wall του Bruce Nauman παράγει αμφίσημους ανθρώπινους ήχους μέσω ηχείων κρυμμένων στους τοίχους. Όταν ο ένας αναπνέει, ο άλλος εκπέμπει ένα γέλιο και έναν χτύπο, δημιουργώντας στους επισκέπτες ένα αίσθημα δυσφορίας λόγω της δυσκολίας αναγνώρισης της χωρικής προέλευσης του ήχου από τη μία πλευρά και του ανθρωπομορφισμού του χώρου από την άλλη.
Στο δοκίμιό της για τον κατάλογο που συνοδεύει την έκθεση, η Camille Lévêque-Claudet, επιμελήτρια του Musée cantonal des Beaux-Arts στη Λωζάνη και συν-επιμελήτρια της έκθεσης, θυμάται την έκπληξη του Giorgo Vasari όταν ανακάλυψε για πρώτη φορά την Αίθουσα των Γιγάντων στο Palazzo del Te στη Μάντοβα το 1541. 'Εγραφε: "Όποιος μπαίνει στην αίθουσα και βλέπει τα παράθυρα, τις πόρτες και όλα τα υπόλοιπα να συστρέφονται και να μοιάζουν έτοιμα να πέσουν, τα βουνά και τα κτίρια έτοιμα να καταρρεύσουν, δεν μπορεί να μην έχει τον φόβο μήπως δεχτεί κομμάτια απ' αυτά στην πλάτη του, ειδικά όταν βλέπει τους θεούς στον ουρανό να το βάζουν στα πόδια προς κάθε κατεύθυνση". Το σκηνικό του θαυματοποιού Julius Roman, που ολοκληρώθηκε το 1535, προκάλεσε στους συγχρόνους του ένα μείγμα γοητείας και φόβου. "Ο χώρος της Αίθουσας των Γιγάντων αμφισβητεί τις θεμελιώδεις αρχές της προοπτικής, καθώς περιβάλλει τον επισκέπτη στον χώρο του έργου, εμβυθίζοντάς τον, αντί να του προσφέρει μια προνομιακή οπτική γωνία. Απευθύνεται "όχι σε ένα μάτι που απολαμβάνει το θέαμα, αλλά σε ένα σώμα που κοιτάζει". Αν και η quadratura, η τέχνη της αρχιτεκτονικής ψευδαίσθησης, γνώριζε μεγάλη επιτυχία στην Ευρώπη του Μπαρόκ, υπάρχουν λίγα παραδείγματα εμβύθισης που μπορούν να συγκριθούν με την αίσθηση που προκαλούσε η Αίθουσα των Γιγάντων στους αποσβολωμένους επισκέπτες. Κατά μία έννοια, η εμβυθιστική τέχνη γεννήθηκε εκεί, στην κοιλάδα του Πάδου, στο πρώτο μισό του 16ου αιώνα.
Ο τρόπος εγκατάστασης του κύκλου των Νούφαρων του Claude Monet (1914-1926) στην Orangerie des Tuileries σηματοδοτεί την εισαγωγή της χρονικής διάστασης στην εμβυθιστική εμπειρία. Την ώρα που μια πληθώρα από εκθέσεις προσφέρουν στους επισκέπτες την ευκαιρία να βυθιστούν σε πίνακες μεγάλων ζωγράφων από τον Βαν Γκογκ έως τον Κλιμτ, οι οποίοι δεν δημιουργήθηκαν για να προβάλλονται μέσω συσκευών εικονικής πραγματικότητας, τα δεκατέσσερα περιβάλλοντα που παρουσιάζονται στη Λωζάνη, τα οποία δημιουργήθηκαν από εξίσου πρωτοπόρες προσωπικότητες, προσφέρουν στους επισκέπτες την ευκαιρία να βιώσουν την τέχνη με έναν σωματικό και πολυαισθητηριακό τρόπο.
Δείτε ακόμα στο Αλμανάκ μία έκθεση αφιερωμένη στον Gustav Klimt το 2018, από τις πρώτες εμβυθιστικές εκθέσεις που χρησιμοποιούν τη νέα τεχνολογία.
Gustav Klimt μαζί με Egon Schiele και Friedensreich Hundertwasser στο Atelier des Lumières (Παρίσι)