Πρώτα απ' όλα, γείρε προς το μέρος μου
ΜΙΑ ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΖΩΗΣ, ΑΝΤΙ ΓΙΑ ΤΟ ΙΝΣΤΑΓΚΡΑΜ, ΕΔΩ.
Δευτέρα, πρωί
Κάθομαι σε ένα καφέ κάπου μεταξύ Χολαργού και Ψυχικού. Ωραία, λοιπόν, η ενέργεια και η αδρεναλίνη του κέντρου. Το ότι ανοίγεις την πόρτα και σκάει στα σκαλάκια της πολυκατοικίας σου το χάος εκατοντάδων ανθρώπων, τα χρώματα, οι ήχοι, οι διαθέσεις...
Αλλά υπάρχει όντως κόσμος που ζει κι έτσι; Που ακούει τα τζιτζίκια και καταλαβαίνει τις εποχές να αλλάζουν; Εδώ που έχω βρεθεί δεν πίνουν μόνο φοιτήτες και digital nomads καφέ το πρωί. Ο κόσμος δεν βιάζεται τόσο. Ενώ από εκεί που έρχομαι ξεχνάμε ότι πέρα από την Αλεξάνδρας, αριστερά και δεξιά του κέντρου, ο κόσμος δεν ζει σαν εμάς. Δεν κυνηγάει το φως ως κάτι σπάνιο. Δεν ψάχνει τα δέντρα ή τις ανύπαρκτες πλατείες. Δεν κοιμάται κάθε βράδυ, πρωί.
Προσπαθώ αυτές τις μέρες να πείσω την περίπου διαχειρίστρια της πολυκατοικίας μου να με αφήνει να ανεβαίνω στην ταράτσα του κτιρίου μας. Προσπαθώ να της εξηγήσω αυτό το κόνσεπτ, που μοιάζει σχεδόν εξωγήινο στους ανθρώπους του κέντρου· πως θέλω ήλιο, και να βλέπω τα αστέρια το βράδυ (όσα φαίνονται, ναι...), και τον Λυκαβηττό.
Φοβάται μάλλον ότι θα πηδήξω –ή θα πηδιέμαι εκεί– και δεν με αφήνει, αλλά, αναρωτιέμαι, δεν πήζει κανένας άλλος με αυτό το τοπίο; Δεν νιώθει κι εκείνη το στενό της συρταράκι να την πνίγει; Δεν θέλει να ανοίγει μια στο τόσο το μάτι της, να απλώνεται όσο πιο μακριά γίνεται;
Στα Εξάρχεια, στου Γκύζη, στο Παγκράτι μπορεί κανείς να περάσει μέρες ολόκληρες χωρίς να έχει σηκώσει τα μάτια του για να κοιτάξει κάπου μακριά, να δει τον ορίζοντα.
Το ίδιο βράδυ.
ΞΥΠΝΑ, ΕΙΝΑΙ ΝΥΧΤΑ. ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΗΣ BERNADETTE MAYER. Ως ερωτικό σημείωμα για τ@ Ε.
YOU JERK you didn't call me up
I haven't seen you in so long
You probably have a fucking tan
& besides that instead of making love tonight
You're drinking your parents to the airport
I'm through with you bourgeois boys
All you ever do is go back to ancestral comforts
Only money can get—even Catullus was rich but
Nowadays you guys settle for a couch
By a soporific color cable t.v. set
Instead of any arc of love, no wonder
The G.I. Joe team blows it every other time
Wake up! It's the middle of the night
You can either make love or die at the hands of the Cobra Commander
FIRST TURN TO ME after a shower,
you come inside me sideways as always
in the morning you ask me to be on top of you,
then we take a nap, we’re late for school
you arrive at night inspired and drunk,
there is no reason for our clothes
we take a bath and lie down facing each other,
then later we turn over, finally you come
we face each other and talk about childhood
as soon as I touch your penis I wind up coming
you stop by in the morning to say hello
we sit on the bed indian fashion not touching
in the middle of the night you come home
from a nightclub, we don’t get past the bureau
next day it’s the table, and after that the chair
because I want so much to sit you down & suck your cock
you ask me to hold your wrists, but then when I
touch your neck with both my hands you come
it’s early morning and you decide to very quietly
come on my knee because of the children
you’ve been away at school for centuries, your girlfriend
has left you, you come four times before morning
you tell me you masturbated in the hotel before you came by
I don’t believe it, I serve the lentil soup naked
I massage your feet to seduce you, you are reluctant,
my feet wind up at your neck and ankles
you try not to come too quickly
also, you dont want to have a baby
I stand up from the bath, you say turn around
and kiss the backs of my legs and my ass
you suck my cunt for a thousand years, you are weary
at last I remember my father’s anger and I come
you have no patience and come right away
I get revenge and won’t let you sleep all night
we make out for so long we can’t remember how
we wound up hitting our heads against the wall
I lie on my stomach, you put one hand under me
and one hand over me and that way can love me
you appear without notice and with flowers
I fall for it and we become missionaries
you say you can only fuck me up the ass when you are drunk
so we try it sober in a room at the farm
we lie together one night, exhausted couplets
and don’t make love. does this mean we’ve had enough?
watching t.v. we wonder if each other wants to
interrupt the plot; later I beg you to read to me
like the Chinese we count 81 thrusts
then 9 more out loud till we both come
I come three times before you do
and then it seems you’re mad and never will
it’s only fair for a woman to come more
think of all the times they didn’t care________________________________
Ακόμα πιο αργά, το ίδιο βράδυ
Στριφογυρίζω στο κρεβάτι. Βγάζω θυμωμένες σέλφι και στέλνω στους φίλους μου. Αλλάζω στάσεις. Πόδια πάνω. Κάτω. Στον τοίχο. Παραγγέλνω φαγητό. Τρώω. Τα σκουπίδια στο πάτωμα. Ξεφυλλίζω κάτι βιβλία. Μήπως να σηκωθώ να φέρω κι εκείνο το... Το φέρνω. Δεν διαβάζω τίποτα, η στοίβα δίπλα μου απλώς με παρηγορεί. Μου λέει κι η Ε. πως συμβαίνει κάτι παρόμοιο στη δική της άδεια αριστερή πλευρά του κρεβατιού. Βάζω «Modern Family».
Κάποιον μου θυμίζω. (Με παίρνει ο ύπνος).
Tracey Emin —WHY I NEVER BECAME A DANCER To ομορφότερο κείμενό της για το slut-shaming και το bullying το έγραψε για το βίντεο-art της με τίτλο «Γιατί δεν έγινα ποτέ χορεύτρια». Όταν ήμουν μικρότερος μπορούσα να το βλέπω κάθε μέρα. Προσπαθώ καιρό να το ταιριάξω κάπου, κάπως σε αυτό το blog, αλλά δεν ξέρω ποτέ τι να σας γράψω γι' αυτό. Το μεταφράζω σχεδόν από μνήμης, πιστεύοντας ότι όλο και κάποιο άτομο μπορεί να βοηθηθεί ή συγκινηθεί από αυτό.
ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΜΟΥ ΑΡΕΣΕ ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ, στην πραγματικότητα το μισούσα. Οπότε στα 13 το άφησα. Άραζα σε μαγαζιά, πίνοντας καφέ, εξερευνώντας τη χρυσαφιά παραλία του Margate: τον πύργο με το ρολόι, τα καφέ, τα μπαρ, Polises, το Bali-hi, lunchtime discos, πίνοντας μηλίτη, ξαπλωμένη στην παραλία.
Τα καλοκαίρια ήταν απίθανα, δεν έκανες τίποτα, μόνο ονειρευόσουν. Ήταν ιδανικά. Κι έπειτα, ήταν το σεξ. Ήταν κάτι που μπορούσες απλώς να κάνεις. Και ήταν δωρεάν.
Το σεξ ήταν κάτι απλό. Έμπαινες σε μια παμπ, περπατούσες μέχρι το σπίτι, έτρωγες fish 'n' chips. Και μετά σεξ. Στην παραλία, σε στενά, σε γρασίδια, σε πάρκα. Ακόμη και σε ξενοδοχεία.
Δεν είχε σημασία που ήμουν μικρή. Δεκατριών… δεκατεσσάρων χρονών. Δεν είχε σημασία ότι ήταν άντρες, δεκαεννιά, είκοσι, είκοσι πέντε, είκοσι έξι ετών. Ποτέ δεν μου πέρασε από το μυαλό να τους ρωτήσω ποια ήταν η έλξη. Ήξερα. Το σεξ ήταν η έλξη.
Και μπορεί να ήταν καλό. Πραγματικά καλό. Θυμάμαι την πρώτη φορά που κάποιος μου ζήτησε να κρατήσω τα αρχίδια του. Θυμάμαι τη δύναμη που μου έδωσε.
Αλλά δεν ήταν πάντα έτσι. Κάποιες φορές απλώς τελείωναν και με άφηναν εκεί όπου βρισκόμουν, ημίγυμνη.
Αλλά δεν υπήρχε καμία ηθική, κανένας κανόνας ή κρίσεις. Έκανα ακριβώς αυτό που ήθελα να κάνω.
Μέχρι να γίνω δεκαπέντε χρονών, τους είχα πάρει όλους, και για μένα το Margate ήταν πολύ μικρό, και ήξερα και τη διαφορά ανάμεσα στο καλό και το κακό. Ο λόγος για τον οποίο αυτοί οι άντρες ήθελαν να με γαμήσουν –ένα κορίτσι δεκατεσσάρων χρονών– ήταν επειδή δεν ήταν άντρες. Ήταν αξιολύπητοι. Το σεξ για μένα ήταν μια περιπέτεια, μια μαθητεία, κάτι το αθώο. Μια άγρια απόδραση από όλα τα σκατά που με περιέβαλλαν.
Σταμάτησα να πηδιέμαι, αλλά ήμουν ακόμη σάρκα. Και συνέχιζα να σκέφτομαι με το σώμα μου.
Αλλά τώρα ήταν αλλιώς, τώρα ήμουν εγώ και ο χορός. Εκεί ήταν που την έβρισκα πραγματικά. Στην πίστα.
Ένιωθα ότι μπορούσα να αψηφήσω τη βαρύτητα. Λες και η ψυχή μου ήταν πραγματικά ελεύθερη.
Μετά ήρθε ο μεγάλος τοπικός τελικός. Αν κέρδιζα, θα βρισκόμουν εκεί πάνω, στο Λονδίνο, στο Empire, στη Leicester Square, θα χόρευα για την τηλεόραση και τα μεγάλα βραβεία. Το βρετανικό πρωτάθλημα χορού ντίσκο, το 1978.
Και καθώς άρχισα να χορεύω, ο κόσμος άρχισε να χειροκροτεί. Έβλεπα πως θα κέρδιζα και μετά θα έφευγα από εδώ. Τίποτα δεν μπορούσε να με σταματήσει. Και τότε άρχισαν εκείνοι: «ΤΣΟΥΛΑ ΤΣΟΥΛΑ ΤΣΟΥΛΑ». Κάτι τύποι, με τους περισσότερους από τους οποίους είχα κάνει κάποια στιγμή σεξ, άρχισαν να φωνάζουν. Οι φωνές τους δυνάμωναν όλο και περισσότερο. «ΤΣΟΥΛΑ ΤΣΟΥΛΑ ΤΣΟΥΛΑ», μέχρι που στο τέλος δεν μπορούσα να διακρίνω πια τη μουσική ή τους ανθρώπους που χειροκροτούσαν. Το κεφάλι μου στριφογύριζε κι έκλαιγα. Το είχα χάσει. Κατέβηκα τρέχοντας από την πίστα, βγήκα τρέχοντας από το κλαμπ, κατεβαίνοντας τα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στη θάλασσα.
Και σκέφτηκα, θα φύγω από αυτό το μέρος, θα την κάνω από εδώ, είμαι καλύτερη απ' όλους τους. Είμαι ελεύθερη. Οπότε έφυγα από το Margate. Και παράτησα όλα αυτά τα αγόρια.
Wayne-
Freddy-
Tony-
Doug-
Richard-
Αυτό είναι για εσάς.
TRACEY EMIN OVERDOSE;
Ένα κείμενό της στο περιοδικό Art Forum
ΤΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΠΡΩΙΝΑ ξυπνάω πολύ νωρίς, γύρω στις 5 π.μ. Κοιμάμαι με ένα σωληνάκι που είναι συνδεδεμένο με μια σακούλα γεμάτη ούρα. Μερικές φορές το σωληνάκι αποσυνδέεται και με κατακλύζει ένα τσουνάμι ούρων. Αυτό συνήθως με ρίχνει.
Σε ένα καλό πρωινό, θα στριφογυρίσω και θα γλιστρήσω το χέρι μου στο ζεστό και μαλακό τρίχωμα της μικρής μου γάτας Teacup. Κοιμάται πάντα στο μαξιλάρι δίπλα μου, περιμένοντας την πρωινή της αγκαλιά, ενώ ο αδελφός της, ο Pancake, με προστατεύει κουλουριασμένος στην κάτω άκρη του κρεβατιού, τυλίγοντας τα μαλακά γκρίζα βελούδινα πόδια του γύρω από τα δικά μου.
Ξυπνάω νωρίς, αλλά σπάνια σηκώνομαι νωρίς. Μένω ξαπλωμένη στο κρεβάτι όσο το δυνατό περισσότερο. Δουλεύω στο κρεβάτι, σκέφτομαι στο κρεβάτι. Αλλά, πάνω απ' όλα, ξεκουράζομαι.
Ξεκουράζομαι όσο το δυνατό περισσότερο, γιατί τις περισσότερες ώρες που είμαι ξύπνια είμαι κουρασμένη. Το σώμα μου είναι σαν να το έχουν συνθλίψει. Ποδοπατήσει. Διαλύσει. Σπάσει.
Πονάει. Τις περισσότερες μέρες ξυπνάω πονώντας. Και τις περισσότερες μέρες αιμορραγώ.
Όλοι ματώνουμε, όλοι κλαίμε, όλοι αφήνουμε πίσω μας τους λεκέδες της ζωής μας.
Δεν παίρνουμε τίποτα μαζί μας – ευελπιστώ ούτε καν τον πόνο μας.
Πέμπτη μεσημέρι.
ESEIS, MIKROI MOY, tha zisete asximous kairoys screenshot apo parelthon kai mellon
«Εσείς, μικροί μου, θα ζήσετε άσχημους καιρούς», είπε η γιαγιά μου πριν από λίγο καιρό στο τηλέφωνο, το σημειώνω στο λάπτοπ και σκέφτομαι: «Ας τους ζήσουμε λοιπόν. Αυτοί είναι οι καιροί μας. Τι άλλο να κάνουμε; Αλλιώς, αποκάλυψη τώρα. Να πάμε σπίτια μας!».
Πέμπτη απόγευμα. Bόλτα στην έκθεση πτυχιακών της Σχολής Καλών Τεχνών.
*ΣΤΙΣ ΠΤΥΧΙΑΚΕΣ ΤΗΣ ΑΣΚΤ ΣΥΝΗΘΩΣ ΚΟΙΜΑΣΑΙ ΟΡΘΙΟΣ.*
ΛΥΠΑΜΑΙ ΠΟΥ ΤΟ ΓΡΑΦΩ, αλλά δεν πρέπει κάποια στιγμή να ειπωθεί από κάποιον πως η σχολή αυτή βρίσκεται στην απόλυτη δύση της; To θέαμα των πτυχιακών για όποιον τις παρακολουθεί τακτικά μέσα στα χρόνια (αν βγάλουμε έξω συμπάθειες και αντιπάθειες) είναι καταθλιπτικό. Κάτι ανάμεσα σε πανηγύρι, φτωχή γκαλερί και σχολικά έργα (αυτά που βλέπεις στο YouTube να έχουν δημιουργήσει 17χρονα αμερικανάκια που μας δείχνουν τον φάκελο με τον οποίο μπήκαν στο RISD ή το Pratt).
ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΕΧΕΙ ΠΟΛΛΑ ΠΛΟΚΑΜΙΑ. Να φταίει το ότι πολλά από τα παιδιά γνωρίζουν με το ζόρι 10 καλλιτέχνες μπαίνοντας και τους ενδιαφέρει να μάθουν περίπου άλλους τόσους βγαίνοντας (μη και μολυνθεί το καλλιτεχνικό τους όραμα από λίγη Ιστορία της Τέχνης); Το ότι επιλέγονται δίχως portfolio και συνέντευξη (!), με μοναδικό κριτήριο τα έργα που παρουσιάζουν κατά τη διάρκεια των εξετάσεων, άρα κρίνονται για ένα ακαδημαϊκό σχέδιο, συχνά πονηρό, γεμάτο φροντιστηριακά εφέ και όχι συνολικά, για την πρωτοτυπία δηλαδή της σκέψης τους, το ενδιαφέρον τους για το τι συμβαίνει και τι έχει ήδη συμβεί;
Να φταίει ότι τα καλλιτεχνικά επαγγέλματα έχουν πια χάσει κάθε αίγλη στα μάτια των ανθρώπων, άρα πολλοί φτάνουν εκεί τυχαία, επειδή δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε άλλο; (Αλλά μάλλον πάντα θα ίσχυε αυτό.) Ή ότι μεγάλο μέρος των καθηγητών της δεν μπορούν να εμπνεύσουν πραγματικά τους φοιτητές; Γιατί δεν είναι μεγάλοι δάσκαλοι (και συχνά ούτε καν αξιόλογοι καλλιτέχνες). Είτε επειδή δεν έχουν όραμα, δεν είναι φτιαγμένοι δηλαδή γι' αυτή την δουλειά, είτε επειδή, όπως όλες οι σχολές, έτσι και η ΑΣΚΤ, είναι ένα κρατικό τέρας που βαριανασαίνει και πνίγει όποιο παιδί της θέλει κάτι να αλλάξει. Να φταίνε, πάλι, τα παλιακά και παλαιωμένα εργαστήρια;
Δεν μπορώ να απαντήσω. Πάντως, το αποτέλεσμα παραμένει το ίδιο, η δυνατότερη σχολή καλών τεχνών της χώρας μας παρουσιάζει πτυχιακές που είναι για κλάματα. Έργα μέτρια, δουλειές ημι-ερασιτεχνικές. Νερωμένα πράγματα που έχουν ήδη γίνει (και μπορούν να εντυπωσιάσουν μονάχα όσους δεν έχουν ιδέα). Ενώ σπάνια συναντάς κάτι όμορφο ή πρωτότυπο, να προσπαθεί να βρει οξυγόνο μέσα σε ατελείωτη λάσπη τέχνης κακής, αδιάβαστης και άτεχνης (σε όσους πήγαν τώρα, αυτό το βρήκα στις ιδιαίτερες πλαστελίνες της Μάντυ).
Η μόνη παρήγορη σκέψη, πάντως, είναι πως ίσως η σχολή αυτή να είχε ανάγκη να φτάσει στη σημερινή της παρακμή για να καταφέρει να επανεφεύρει τον εαυτό της, να εκσυγχρονιστεί και να βρει νέους τρόπους να συνδεθεί με τους φοιτητές της ώστε να ξέρουν και οι ίδιοι γιατί θέλουν τελικά να γίνουν καλλιτέχνες (αν αυτό θέλουν), να βρουν εκεί δασκάλους που μπορούν να είναι μέντορες (όχι ως λίγες φωτεινές εξαιρέσεις) αλλά κυρίως να είναι περήφανοι για τη σχολή την οποία αφήνουν πίσω τους αποφοιτώντας.
Girl
Παρασκευή μέσα. Σάββατο έξω.
Παρασκευή βράδυ, και είμαι μέσα. Αποφάσισα δηλαδή να μείνω μέσα. Πρέπει να μαζέψω το σπίτι (πάντα), να διαβάσω, να συγκεντρωθώ για μια συνάντηση που έχω αύριο. Είπα, οk, σήμερα το βράδυ μέσα. Αλλά γιατί δεν μου στέλνει κάποιος μήνυμα;
Και όσο το σκέφτομαι αυτό μου στέλνουν. Η Σοφία με ρωτάει αν θέλω να βγούμε. Η Ερμύλη περνάει από το σπίτι. Λέω όχι. Έχω πράγματα να κάνω. Πάει 1. Ο Γ. θα πήγαινε σε πάρτι, ήθελε να του βρω προσκλήσεις. Δεν είχα όρεξη να πάω, ούτε να ζητάω τέτοια. Αλλά γιατί δεν μου στέλνει ξανά; Να με πιέσει να πάω στο πάρτι; Πάλι όχι θα πω, αλλά, ξέρεις...
Στέλνει. Δεν πάω, αλλά ούτε κάνω και τίποτα ιδαίτερο μέσα. Δεν είναι ακριβώς fomo όλο αυτό, δεν φοβάσαι ότι χάνεις κάτι τρομερό. Είναι κάποιου είδους ανασφάλεια, φοβάσαι ότι ίσως θα έπρεπε να κάνεις κάτι τρομερό, κάπου. Με κάποιον. Κάθε φορά που μένω μέσα ο ίδιος κύκλος, αλλά διατηρώ μια κρυφή πίστη στις λίγες περιπτώσεις που έχω μείνει σταθερός και όλα έχουν μπει στη θέση τους. Οι φορές που δεν αμφιβάλλεις για το τι έπρεπε να κάνεις, να βγεις ή να μείνεις μέσα. Γιατί είναι ξεκάθαρο.
Θέμα τύχης ή σιγά σιγά μαθαίνεις να ακούς τον εαυτό σου; Χθες, πάντως, αποτυχία.
Επόμενο βράδυ.
ΟΚ, όλα καλά_Ένα πάρτι αρκεί για να σου υπενθυμίσει γιατί αξίζει να ζεις στο κέντρο.
Παρά τα ατελείωτα σκουπίδια, παρά τις ορδές του κόσμου, παρά τη φασαρία, παρά την έλλειψη πάρκων. Αν ζεις το βράδυ, όπως συχνά κάνουμε, αυτό είναι το μοναδικό μέρος για να είσαι. Ξεκινάω να βγω, πρώτα Μεταξουργείο, γύρω-γύρω, μέχρι να βρούμε κάπου. Κακό τηγανητό φαγητό σε ένα κρασάδικο. Μετά ξανά κύκλους στα δρομάκια. Ένα κατούρημα στις τουαλέτες του Proveleggios λίγο πριν κλείσει. Κι έπειτα προς το πάρτι που έκαναν οι Νύχτες στο Ρομάντσο. Ανεβαίνουμε την Πειραιώς. Φτάνουμε και είναι ήδη, από τη 1, γεμάτο. Μια σφραγισμένη βότκα από το περίπτερο, πλαστικά ποτηράκια. Ο δρόμος γεμάτος γνωστούς. Κόσμος που αποφεύγεις (και όχι).
Κάποιος μου λέει, ξύπνα, μπορείς να κάνεις έρωτα ή να πεθάνεις στα χέρια του διοικητή Κόμπρα, εννοώντας ξεκόλλα, μην γκρινιάζεις άλλο, αυτή είναι η πόλη σου.
Όλες αυτές οι μικρές παρέες, μια κοινότητα ανθρώπων που φτιάχτηκε σιγά-σιγά απ' όσους δεν ταίριαζαν κάπου αλλού, απ' όσους ήρθαν από αλλού. Πολλοί από αυτούς φίλοι σου σε κάποια φάση τα τελευταία 6 χρόνια που ζεις εδώ. Τωρινοί, παλιοί, και μελλοντικοί. Δυο-τρία αγόρια που σου αρέσουν. Δυο-τρία που τους αρέσεις εσύ. Η Αλεξάνδρα με το ποδήλατό της. Η Ν. χαρούμενη.
Σε αυτό το πάρτι ήταν όλοι τους όμορφοι, ενδιαφέροντες, αστείοι και hot. Ό,τι κι αν έψαχναν να κάνουν εκεί, γνωριμίες, μυτιές, χορό, σεξ ή και socialising.
Χαιρετώ. Να σας προσέχετε...