Ο φίλος μου ο Αρτέμης, θείο δώρο μού έστειλε, έναν επτάκιλο ροφό, που μόλις μια νύχτα πριν σεριάνιζε στα ναξιώτικα νερά. Ένας ολόφρεσκος ροφός στην πρωτεύουσα φαντάζει πιο πολύτιμος από τα μετάξια του Lanvin και τα τσαντικά του Vuitton, τα οποία, άμα διαθέτεις το αντίτιμο, τα βρίσκεις να σέρνονται στα πόδια σου, κάτι που δεν πρόκειται να κάνει ο ροφός για σένα. Αφενός γιατί είναι σπάνιος ακόμη και στο νησί, αφετέρου γιατί κοστίζει όσο κι ένα ζευγάρι Louboutin, αφετρίτου γιατί και τον Παντελή τον βαρκάρη μπάρμπα να’χεις δεν μπορεί να σου εγγυηθεί τέτοια ψαριά και μάλιστα με κούριερ παράδοση στην πόλη.
Τον πήρα στην αγκαλιά μου μέσα στη νάυλον σακκούλα του, σαν επτάμηνο μωρό τον μετέφερα σφιχτά κλεισμένο στα αχαμνά μου μπράτσα που μούδιασαν από το βάρος, στον ώμο μου τον κουβάλησα και τον ξάπλωσα στο πάτωμα της κουζίνας-πού να χωρέσει στον νεροχύτη-, να θαυμάσω το γλιστερό του δέρμα, το ζωντανό μάτι, να μυρίσω τη θαλλασινή του φρεσκάδα, να αποφασίσω θωρώντας τον τί μαγειρική τύχη να του επιφυλάξω, να σχεδιάσω σωστά και να τιμήσω αναλόγως την-άπαξ στη ζωή μου- τύχη που χτύπησε την πόρτα μου.
Σούπα το κεφάλι, ψητό το κορμάκι. Να σχεδιάσω σωστά τη λίστα των πιο εκλεκτών καλεσμένων, μόνον αυτούς που σκαμπάζουν και συμφωνούν πως ένας φρέσκος ροφός στο πιάτο αξίζει περισσότερα από ένα δεκαπενθήμερο σε ριζόρτ του εξωτισμού.
Στην πρώτη παραζάλη της ηδονής, μου διαφεύγει πως το κήτος έφθασε σε όλο το κάλλος, πλην, όμως, ακαθάριστο. Πού καθαρίζεις, όμως, μακριά από το γυαλό ένα τέτοιο ψάρι; Όπως το κόβω με το μάτι, η αναμέτρηση με τον σωματότυπο και τα κιλά μου υπογράφεται σιγουράκι άνιση. Τέτοιες δουλιές τις κάνουν άντρες γενναίοι και βαρβάτοι. Έκκληση σε βοήθεια, με το Λίο συσκεπτόμαστε πού θα συντελεστεί η τελετή.
Τον ξαναπαίρνω στην αγκαλιά μου, τον πάω στη μπανιέρα. Και μόνον, όμως, η ιδέα ότι μετά τον τεμαχισμό του πτώματος θα μείνει η μυρωδιά του εγκλήματος υπόγεια κάτω από το αφρόλουτρο ιλάνγκ-ιλάνγκ, με αποτρέπει, κι εξ’άλλου ποτέ δεν χωρέσουν σε μια μπανιέρα ένας άντρας, μια (μισή) γυναίκα κι ένας επτάκιλος ροφός. Αγκαλιά και στη βεράντα. Ξαπλωμένος ανάμεσα στις φλούο γλάστρες μου, στα πόδια της φούξια ξαπλώστρας, με ηχητική υπόκρουση τα ασθενοφόρα και τις κόρνες της Βας. Σοφίας ο ροφός έχει μαραζώσει, έχει χάσει τη γοητεία του, σα να μου φαίνεται πως άρχισε να μυρίζει καυσαέριο, χαμένος στο ανορθόδοξο τοπίο.
Τον πατάμε με τα πόδια μας, να κάτσει φρόνιμος, να μην γλυστράει, τα τεράστια λέπια αντιστέκονται στα οικιακά μαχαίρια, κολλάνε παντού πάνω μας, μπαίνουν στα μάτια και στα μαλλιά, «χιονίζουν» με τη διάφανη υφή τους τα φύλλα των φυτών, όλη η βεράντα κάτω από ένα πέπλο λέπι με άρωμα ψαρίλας, χτυπάμε τα μαχαίρια με σφυριά, η σάρκα κα τα κόκκαλα αντιστέκονται, μια λίμνη από αίμα σκορπίζεται στα μωσαϊκά, η ίδια σωματική πίεση, η ίδια αδρεναλίνη σαν να συμμετέχεις σε ένα έγκλημα, σάρκα ανθρώπινη ή ψαρένια το ίδιο, νοιώθω να σκοτώνω κάτι που μου υποσχέθηκε μια ευτυχία, τρέμω από αποτροπιασμό μπροστά στον ξεχαρβαλωμένο σκελετό, τα μαχαίρια πριονίζουν ανεπιτυχώς βράγχια πιο γερά κι από ατσαλένιες χορδές, βάζω τα κλάματα αλλά άμα ξεκινήσεις ένα έγκλημα δεν έχει επιστροφή, δεν έχει rewind και το forward λειτουργεί μόνο σε αργή, βασανιστική κίνηση.
Θυμάμαι τον δεινό δύτη φίλο μου Αλέξη, που στην αναμέτρηση με έναν δίμετρο ροφό, δεν ξαναβούτηξε κι ούτε έφαγε ποτέ του ψάρι ξανά. Η πάλη με το θεριό του έκανε φόνο, «ποιός ήμουν εγώ, είπε, που πάνω στην αψάδα των 25 μου χρόνων πήγα να ξεπατώσω το γέρο σοφό κάτοικο του βυθού, που έζησε κει κάτω πάνω από 30 χρόνια;».
Αυτό τον ροφό, δεν τον έφαγα. Χάρισα το κορμί του. Έκανα σούπα το κεφάλι κι έφυγα από το σπίτι να φάω έξω σουβλάκια. «Να την έχετε φάει μέχρι να γυρίσω». Στην άκρη του μαχαιριού της κουζίνας μου, θα ξεπλένεται καθημερινά μια αμαρτία.
σχόλια