Ακόμα κι αν αναρωτιέσαι κατά πόσο έχει επηρεάσει η επιβλητική μορφή του Πάτρικ Λι Φέρμορ τη Βρετανή βιογράφο του Άρτεμις Κούπερ, η απάντηση έρχεται από μόνη της όταν βρεθείς μαζί της από κοντά: μιλάει με βροντερή φωνή, χειρονομεί ακατάπαυστα και με έντονη θεατρικότητα, εκφράζεται με ένα ηχηρό γέλιο που μόνο εκείνος ίσως τολμούσε να αρθρώσει. Το μεσογειακό ταμπεραμέντο που ο Πάτρικ Λη Φέρμορ εξέφρασε σε κάθε πτυχή της ζωής του φαίνεται να μετουσιώνεται αυτούσια στις αντιδράσεις της εξηντάχρονης σήμερα Άρτεμις, η οποία τον γνώρισε από κοντά, πέρασε ατελείωτες ώρες μαζί του και μαγεύτηκε από αυτή την απαράμιλλη προσωπικότητα που δύσκολα πιστεύεις ότι υπήρξε στ’ αλήθεια. «Κι όμως, όλα αυτά συνέβησαν» γράφει η ίδια στο τέλος της εντυπωσιακής βιογραφίας Πάτρικ Λη Φέρμορ - Μια περιπέτεια (κυκλοφορεί από το Μεταίχμιο σε μετάφραση Ηλία Μαγκλίνη) που αφηγείται την ιστορία του ακατάπαυστου ταξιδιώτη, ο οποίος, εγκαταλείποντας σχολεία και σπουδές, διέσχισε στα 18 του με τα πόδια όλη την Ευρώπη για να φτάσει στην Κωνσταντινούπολη και κατόπιν στην Ελλάδα, κουβαλώντας μαζί του τις Ωδές του Οράτιου κι ένα σακίδιο.
Για να μην τρελαθεί, τις ώρες που έμενε μόνος απήγγελλε αποσπάσματα από Σαίξπηρ, Κιτς και Τένισον – «τους οποίους γνώριζε όλους απ’ έξω», όπως μου επισημαίνει η Άρτεμις. «Κάποιος κάποτε μου είχε πει ότι ο Πάντι θα τρελαινόταν αν τον έκλειναν ποτέ φυλακή, αλλά εγώ νομίζω ότι θα είχε υπέροχη παρέα με όλους αυτούς τους ποιητές» μου λέει η Άρτεμις γελώντας. Στην πραγματικότητα, ποτέ δεν έμεινε μόνος, ακόμα κι όταν κρυβόταν σε στάνες στα βουνά της Κρήτης μεταμφιεσμένος σε βοσκό, οργανώνοντας την απαγωγή του Γερμανού στρατηγού Χάινριχ Κράιπε. Από εδώ, άλλωστε, ξεκίνησε και η σχετική ιδέα της βιογραφίας. «Την αρχική πρόταση την είχε κάνει ο άντρας μου, ο ιστορικός Άντονι Μπίβορ, που ήξερε καλά το θέμα, έχοντας μάλιστα συγγράψει και σχετικό βιβλίο (στα ελληνικά Κρήτη: Η μάχη και η αντίσταση, εκδ. Γκοβόστη). Είχε στείλει στον Πάντι και επίσημη επιστολή, όπου του ζητούσε να γίνει ο επίσημος βιογράφος του, αλλά δεν είχε λάβει ποτέ καμία απάντηση. Μέχρι που σε κάποια σύναξη η σύζυγος του Πάντι, Τζόαν, τον ρώτησε πότε θα άρχιζε να γράφει τη βιογραφία του, χωρίς ωστόσο προηγουμένως να έχουμε λάβει, ούτε εγώ, ούτε ο Άντονι, σχετική ενημέρωση. Κι επειδή ο άντρας μου είχε αρχίσει ήδη να ασχολείται με άλλη έρευνα, ανέλαβα εγώ το όλο εγχείρημα».
Βέβαια, τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά: εκτός από τον δύσκολο χαρακτήρα του Πάντι, η Άρτεμις είχε να αντιμετωπίσει και τους δικούς της δαίμονες. «Πρέπει να ομολογήσω ότι η εικόνα που είχα για τον Πάντι από τότε που τον είχα πρωτογνωρίσει στις Σπέτσες παρέμενε ανεξίτηλη μέσα μου. Μπορεί να τον ήξερα ως οικογενειακό φίλο, αλλά η πρώτη εκείνη γνωριμία στα 17 μου χρόνια με έκανε να τον ερωτευτώ. Τον θυμάμαι ένα βράδυ δίπλα στη θάλασσα να παρασύρει τους θαμώνες μιας ταβέρνας σε αυτοσχέδιο γλέντι με χορούς και τραγούδια μέχρι το πρωί. Ποτέ δεν θα ξεχάσω το ζεμπέκικό του – για μένα ήταν η πραγματική ενσάρκωση του Ζορμπά». Αυτή η εικόνα, μου εξομολογείται, παρέμενε αυτούσια στη μνήμη της, ακόμα και τη στιγμή που τον επισκέφτηκε στο σπίτι του, μεγάλη πια, για να ξεκινήσει τη σειρά των συνεντεύξεων που θα συνιστούσαν το υλικό μιας μελλοντικής βιογραφίας.
«Η δυσκολία που είχα να αντιμετωπίσω ήταν διττή: αμηχανία και επιφύλαξη. Ακριβώς επειδή με αντιμετώπιζε ως την ενσάρκωση της δικής του θνητότητας –εφόσον υπήρχε όρος η βιογραφία του να εκδοθεί μετά θάνατον– είχα την αίσθηση ότι έβλεπε απέναντι όχι τη βιογράφο του αλλά τον ίδιο τον χάρο! Έπειτα καταλάβαινα ότι όσα μου έλεγε παρέμεναν κρυμμένα κάτω από εντυπωσιακά ρητορικά φτιασίδια, αποσπάσματα από κείμενα και ποιήματα, συμβολισμούς και αλληγορικές ιστορίες που λίγα είχαν να μου αποκαλύψουν για τον πραγματικό Πάντι και τα γεγονότα της ζωής του. Ώρες-ώρες ένιωθα όπως ο αγαπημένος του ήρωας, ο Τεν Τεν, στον “Ναό του Ήλιου”, όταν έψαχνε να βρει τρόπο για να μπει στο απέραντο ιερό. Η ζωή του Πάντι ήταν για μένα ένας αντίστοιχα ατελείωτος κι ανεξερεύνητος ναός, εξίσου δύσκολος να εξερευνηθεί. Μέχρι που μου ήρθε η ιδέα να του προτείνω να τακτοποιήσουμε το δωμάτιό του, καθώς δύσκολα μπορούσε κανείς να βρει άκρη σε όλη αυτή την ακαταστασία.
Αρχειοθετώντας αποκόμματα και συμμαζεύοντας το αρχείο του, αρχίσαμε να μιλάμε για οτιδήποτε έπεφτε στα χέρια μου κι έτσι ξεκίνησε μια πιο ουσιαστική και βαθιά επικοινωνία. Όταν, βέβαια, τελείωσα το συγύρισμα, φοβήθηκα ότι θα χανόταν και ο κώδικας, αλλά, ευτυχώς, κάθε φορά που επέστρεφα στο σπίτι, τα πάντα ήταν και πάλι άνω κάτω! Το χάος, τελικά, βοήθησε για μια ακόμη φορά να μπουν τα πάντα σε τάξη». Βέβαια, τα πράγματα παρέμεναν δύσκολα, στον βαθμό που έπρεπε να αποκωδικοποιεί κάθε φορά τις λέξεις του για να μάθει την αλήθεια. «Φερ’ ειπείν, μου πήρε καιρό να καταλάβω ότι όλες αυτές οι “σπουδαίες φίλες” του για τις οποίες μου μιλούσε στην πραγματικότητα ήταν ερωμένες. Όταν μου αποκάλεσε έναν από τους μεγαλύτερους έρωτες της ζωής του, τη Ζιλιέτ Γκρεκό, “σπουδαία φίλη”, κατάλαβα ότι αυτός είναι ο τρόπος του να μου μιλάει για τους περασμένους έρωτές του», εν γνώσει μάλιστα της συζύγου του Τζόαν, με την οποία ανέκαθεν διατηρούσαν ανοιχτή σχέση.
«Παρότι, πάντως, ο ίδιος δεν ήταν και τόσο πρόθυμος να μιλήσει για τις περασμένες αγάπες, αντιθέτως ήταν εκείνες πολύ πρόθυμες να το κάνουν – και σε αυτό ήμουν τυχερή» ομολογεί η Άρτεμις. Της έδωσαν, μάλιστα, κομμάτια της αλληλογραφίας τους που αποκάλυψαν πολλά για το είδος της σχέσης.
Τη ρωτάω, εκτός από ερωμένες, με ποιους άνδρες φίλους είχε την πιο ουσιαστική φιλική σχέση – στο βιβλίο μνημονεύεται εκτενώς το όνομα του Μπρους Τσάτουιν. «Ο Μπρους ήταν το πνευματικό του τέκνο και άξιος συνεχιστής του. Υπήρχε μια σχέση αλληλεπίδρασης και αγάπης, την οποία ωστόσο, πρέπει να σου πω, ότι δεν ενέκρινε ποτέ η Τζόαν. Αλλά για τον Τσάτουιν το σπίτι τους στην Καρδαμύλη ήταν το μόνιμο καταφύγιο. Εδώ, άλλωστε, σκόρπισε και ο Φέρμορ την τέφρα του, σε ένα βυζαντινό εκκλησάκι του 10ου αιώνα που είχαν ανακαλύψει παρέα». Τη ρωτάω κατά πόσο ο Πάντι ήταν ένα «επικίνδυνο μείγμα εκλέπτυνσης και αδημονίας», όπως τον είχε περιγράψει κάποτε ένας δάσκαλός του. «Όντως ήταν, αλλά με έναν δικό του τρόπο. Του άρεσε πάντα να βιώνει τα πράγματα στα άκρα. Κάποια στιγμή, κατά τη διάρκεια της Κατοχής βρέθηκε να κόβει βόλτες μεταμφιεσμένος σε Κρητικό στο Ηράκλειο μαζί με κάποιους συναγωνιστές του έως ότου έπεσαν πάνω σε γερμανική περιπολία. Κι αυτός, αντί να κοιτάξει να τους αποφύγει, τους έπιασε την κουβέντα κι έσπευσε να τους ανάψει και τσιγάρο. Του άρεσε στην κυριολεξία να παίζει με τη φωτιά!».
Κατά κύριο λόγο, όμως, ο Πάτρικ Λη Φέρμορ παρέμενε ένας ρομαντικός ήρωας, «άνθρωπος του fin de siècle», όπως μου λέει γελώντας η Κούπερ, θρεμμένος με τον αέρα της Μεσογείου, την αλμύρα της θάλασσας και τον ήλιο, ένα πραγματικά ελεύθερο πνεύμα. «Ικανός να μετατρέπει κάθε στιγμή σε αφορμή για γιορτή, ζούσε την κάθε στιγμή σαν να ήταν η τελευταία» επιμένει η Κούπερ. «Κάπνιζε πολύ, γέλαγε πολύ, αγαπούσε πολύ – σε βαθμό απόλυτο. Αλλά όλα αυτά τα έκανε με μια έμφυτη ευγένεια και χωρίς καμιά επιτήδευση, αφού το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να σε κάνει να περάσεις ωραία. Αυτό κράτησα από τον χαρακτήρα του και την αύρα του, αυτό και το απέραντο κουράγιο που διέθετε απέναντι στο καθετί και που είναι και το δικό μου όπλο, τελικά, απέναντι στις δυσκολίες. Και αυτή είναι η σπουδαιότερη και μεγαλύτερη κληρονομιά που πήρα από τον Πάντι».
σχόλια