Ο Σεπτέμβριος, κατά παράδοση, είναι ο μήνας του κινηματογράφου. Κλείνουν τα θερινά σινεμά και ανοίγουν οι αίθουσες, αναπτύσσονται οι Νύχτες Πρεμιέρας, Σεπτέμβριο «πιάνει» πάντα το Φεστιβάλ Βενετίας, ενώ για περισσότερο από 30 χρόνια, αυτό το μήνα, ξεκινούσε το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης... Το δικό μου μέλημα μπορεί να είναι η μουσική, αλλά επειδή το να συνδέσεις τον κινηματογράφο με τη μουσική είναι ό,τι πιο απλό, είπα να καταγράψω μερικές σύντομες σκέψεις για δέκα συν μία ταινίες που έχω αγαπήσει μέσα στα χρόνια και φυσικά για τα αντίστοιχα ελληνικά soundtracks (μουσικές επενδύσεις γραμμένες από Έλληνες συνθέτες). Είναι γνωστό πως υπάρχουν μέτριες ή και κακές ταινίες με καλά soundtracks (όπως και το αντίθετο) θεώρησα σκόπιμο όμως να αποφύγω τέτοιες επιλογές, γιατί –όπως θα έλεγε και ο Βασίλης Ραφαηλίδης μεταφέροντας τον Roland Barthes στην ελληνική κινηματογραφική κριτική– μια καλή μουσική σε μια κακή ταινία θα ήταν, απλώς, μια κακή μουσική, επειδή το κινηματογραφικό έργο νοείται ως αδιάσπαστο «ένα». Με «καλές» ταινίες, βασικά, θ' ασχοληθούμε εδώ στις οποίες και τα soundtracks ακολουθούν τη γενικότερη γραμμή...
ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ: Prologue/ Shoe shine boys [JAP. Warner Bros, 1963]
Τρία χρόνια μετά το «Never on Sunday», που αποτέλεσε μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες όλων των ελληνικών soundtracks (υπό την έννοια πως το κυρίως θέμα γνώρισε αναρίθμητες διασκευές, αφού έγινε jazz, latin και lounge στάνταρντ), ο Μάνος Χατζιδάκις συνεργάζεται με τον ελληνοαμερικανό σκηνοθέτη Elia Kazan στην ταινία «America, America». Τα δύο κομμάτια που καταγράφονται σε τούτο το ιαπωνικό δισκάκι αποτελούν χαρακτηριστικά δείγματα του κινηματογραφικού τρόπου γραφής του συνθέτη, όπως εκείνος (ο τρόπος) είχε αρχίσει σιγά-σιγά να διαμορφώνεται στις αρχές της δεκαετίας του '60. Η Πειραματική Ορχήστρα Αθηνών, υπό την διεύθυνση του ίδιου του Χατζιδάκι, αποδίδει με τρανό αίσθημα τη μελωδία από το «Αστέρι του βοριά», ενώ δείχνει ν' απογειώνεται πλήρως στο πανέμορφο «Λουστράκια», εκεί που οι διαδοχικές μελωδικές γραμμές εμπλουτίζονται από τα μελετημένα breaks της τρομπέτας και του μαντολίνου. Η συνθετική απλότητα, ως τελειότητα, σε όλο της το μεγαλείο.
ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ: The Day the Fish Came Out [UK. Stateside, 1967]
Πρόκειται για μια αγγλοελληνική παραγωγή του 1967, που διηύθυνε, παρήγαγε και σκηνοθέτησε ο Μιχάλης Κακογιάννης – και δεν θα ήταν υπερβολή αν έλεγα ότι πρόκειται, επίσης, για ένα γνήσιο cult movie, που έχει πάρει τη θέση που του πρέπει στις σχετικές ανθολογίες από πολύ νωρίς (από τα πρώτα χρόνια του '80 ήδη). Δες ας πούμε το βιβλίο του Michael Weldon «The Psychotronic Encyclopedia of Film» [Plexus, London 1983]. Το pop-art μπικίνι της Candice Bergen είναι σχεδιασμένο από τον ίδιο τον Κακογιάννη, ενώ στην ταινία συμμετέχουν κι άλλοι γνωστοί ηθοποιοί όπως ο Tom Courtney, ο μετέπειτα «Άγιος» Ian Ogilvy, o Δημήτρης Νικολαΐδης ή ο Πάρις Αλεξάντερ. Η μουσική του Μίκη Θεοδωράκη είναι καταφανώς επηρεασμένη από το «πολυχρωματικό» κλίμα της εποχής, αντλεί στοιχεία από τον «Ζορμπά», στο πιο ηλεκτρικό όμως, ενώ δεν παραλείπει να δώσει και ορισμένα θέματα που θα μπορούσε να χαρακτηρισθούν από groovy έως και... ψυχεδελικά, όπως τα «Stand by for the tourist boom» και «The sonic boom». Soundtrack που αναζητείται από τους DJs (κάποτε συνέβαινε μετά μανίας), αφού περιέχει πλήθος από εν δυνάμει samples.
ΜΑΝΟΣ ΛΟΪΖΟΣ: Ευδοκία [MINOS, 1971]
Εδώ, βεβαίως, έχουμε να κάνουμε με το soundtrack της φερώνυμης ταινίας του Αλέξη Δαμιανού. Η Ευδοκία και ο λοχίας, πρόσωπα αμιγώς ελληνικά με τη δική τους μοναχική πορεία μέσα σ' ένα σύστημα σχέσεων και καταστάσεων που τους πνίγει, η σκληρότητα, η βία και το άτεγκτο του προαστιακού αθηναϊκού τοπίου, τα μισοτελειωμένα άδεια σπίτια του λαού με τις βεράντες χωρίς κάγκελο και τις γύψινες γιρλάντες, οι πόρνες, οι νταβατζήδες, οι φαντάροι, τα καφενεία κι οι ταβέρνες πλάι στα στρατόπεδα, ο ήχος της Zündapp, οι φωνές της Ελένης Ροδά και του Χρήστου Ζορμπά και πάνω απ' όλα εκείνο το ραγισμένο, γρέντζο ζεϊμπέκικο του Μάνου Λοΐζου άπαντα κινούνται γύρω από ένα συμπαγή δραματουργικό άξονα, που κορυφώνεται ανά πάσα στιγμή και σε κάθε φιλμικό καρέ. Ο δίσκος –μνημείο μιας αθεράπευτης σχέσης, γεμάτος σκόνες, αγκάθια, σπασμένα γυαλιά και στάμπες από ρετσίνα, ζωντανό ενθύμιο ενός χώρου-χρόνου που όσο υπήρξε... έτσι υπήρξε– αδυνατώ να πω αν παίζει, πλέον, σε μηχανήματα προηγμένης αισθητικής και υψηλής τεχνολογίας.
ΝΙΚΟΣ ΜΑΜΑΓΚΑΚΗΣ: Εκδρομή [Lyra, 1966]
Άλλος ένας μεγάλος και αδυσώπητος έρως, αυτός ανάμεσα στον στρατιώτη και την γυναίκα του αξιωματικού του, σ' έναν μη τόπο και σχετικώς αδιάφορο χρόνο –τούτο ήταν το ποιητικό κινηματογραφικό μοντέλο του μοναχικού και πρόωρα χαμένου Τάκη Κανελόπουλου– όπου όλα κυλάνε με τους ρυθμούς της μνήμης και που οριοθετούνται από ντελικάτα και ακίνητα πλάνα, άδεια ως επί το πλείστον από αντικείμενα, φισκαρισμένα όμως από σχέσεις, πάθη και καθαρτήριους θανάτους. Η μουσική του Νίκου Μαμαγκάκη, η κιθάρα του Γεράσιμου Μηλιαρέση και, όπου απαιτείται, η φασματική φωνή της Πόπης Αστεριάδη, σε μιαν ελεγεία σπάνιας εσωτερικής ορμής, εκεί που η ζωή και ο θάνατος, όψεις συγκεχυμένες μέσα στη δίνη του πολέμου, βρίσκουν το νόημά τους μόνο μέσα από το ανελέητο του έρωτα.
ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΣΠΑΝΟΥΔΑΚΗΣ: Τα Χρώματα της Ίριδος/ Προμηθέας σε Δεύτερο Πρόσωπο [Seagull, 1978]
Μουσικές του Σταμάτη Σπανουδάκη περιέχει αυτό το άλμπουμ για δύο ταινίες του Νέου (όπως λεγόταν τότε) Ελληνικού Κινηματογράφου (ΝΕΚ). Η πρώτη είναι ένα φιλμ «αντιεπιστημονικής φαντασίας, έγχρωμον και σινεμα-σόκ» του Νίκου Παναγιωτόπουλου, ενώ η δεύτερη μία ποπ-πειραματική ταινία σε σκηνοθεσία Κώστα Φέρρη. Παρακολούθησα ξανά στο YouTube πριν λίγο καιρό τα «Χρώματα της Ίριδος» (1974) και μπορώ να πω πως (αν εξαιρέσεις το τέλος, που μου φάνηκε κάπως αναμενόμενο) εντυπωσιάστηκα. Εντυπωσιάστηκα από την ελευθερία της κινηματογράφισης, από την εντελώς φυσική παρουσία του Νικήτα Τσακίρογλου, από την εξέλιξη του σεναρίου που επιχειρούσε να προσεγγίσει με λογικά βήματα το παράλογο, ενώ βρήκα ευχαρίστως αναπάντεχες τις εμφανίσεις του Διονύση Σαββόπουλου στο Pop Eleven, της ποπ τραγουδίστριας Χριστίνας (εδώ ως δευτεραγωνίστρια) και γιατί όχι και της Πάολας (μιας παλαιάς βεντέτας του «ελαφρού»). Μέσα σ' αυτό το περιβάλλον η πρωτότυπη μουσική του Σταμάτη Σπανουδάκη έρχεται να καταλάβει το δικό της χώρο, με το βασικό θέμα, που ακούγεται στους τίτλους αρχής όπως και με μια διαφορετική ενορχήστρωση κατά την διάρκεια της ταινίας, να κολλάει αμέσως στη μνήμη. Κάτι που ισχύει και για ένα από τα ωραιότερα τραγούδια του ΝΕΚ (σε στίχους του Παναγιωτόπουλου), με τη φωνή του (μουσικού κατά το σενάριο) Νικήτα Τσακίρογλου... «Ίρις το όνομά σου είναι ψέμα/ εσύ 'σαι του συρμού, δεν είσαι κόρη οφθαλμού/ Ίρις, δώσε μου στίγμα να σε βρω/ πώς να σ' αναγνωρίσω/ φώναξε "σύρμα" να κρυφτώ...».
Εξίσου ενδιαφέρουσα, όμως, είναι και η μουσική για τον «Προμηθέα», που συνδυάζει folk, rock, ηλεκτρονικά και πειραματικά στοιχεία, σ' ένα κράμα που αλλάζει ιδιότητες κατά την... αλχημιστική βίβλο των μετατροπών. Θα έγραφα κάτι περισσότερο, αν είχα δει την ταινία...
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ: Happy Day [Lyra, 1976]
Κατ' αρχάς το «Happy Day» (ο δίσκος) περιέχει ένα από τα 3-4 σημαντικότερα τραγούδια του Σαββόπουλου, το «Σχόλιο» (αν και στην ταινία ακούγεται μόνο ως ορχηστρικό) και ως εκ τούτου ό,τι άλλο και να γραφεί πιθανώς να είναι περιττό. Η ταινία του Παντελή Βούλγαρη δίνει στιγμές-στιγμές την εντύπωση πως ακολουθεί την ηχητική δράση (και δεν εννοώ, απλώς, τη μουσική), μια δράση που ολοκληρώνεται μ' έναν κάπως σουρεαλιστικό τρόπο, συγκροτημένη από ελαφρά «τραγουδάκια» (έξοχος ο Σώτος Παναγόπουλος στη «Νινόν» του Ορέστη Λάσκου), ορμητικούς κονφερανσιέ, λαϊκά της σχολής του Στέλιου (εξ ίσου... άμεμπτος ο Μιχάλης Μενιδιάτης στον «Λαϊκό τραγουδιστή») και χορωδιακά άσματα που λειτουργούν ως στοιχεία αναβάπτισης στη σταβλισμένη κοινωνικότητα ενός κόσμου... έξω απ' τον κόσμο. Μακρόνησος... Ήταν τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης όταν κυκλοφόρησε το «Χάππυ Νταίη» και κάθε αναγωγή στην κατάπτυστη... εθνική κολυμβήθρα του Σιλωάμ (καθότι στην αρχή διαβάζουμε πως... «ο χώρος της ταινίας, ο χρόνος και τα πρόσωπα είναι φανταστικά») ήταν και προφανής και θεμιτή.
«Ξέρω ανθρώπους σαν κι εσάς, που μου λεν μην τα ρωτάς/ γύρω στο '48 πέρασα από 'κει κι εγώ./ Ήταν μέρες φοβερές, η Μακρόνησο που λες...».
VANGELIS PAPATHANASSIOU: Entends-tu les Chiens Aboyer? [FR. Vampir/BASF, 1974]
Το «Entends-tu les Chiens Aboyer?» (μτφ. «Ακούς τους σκύλους που γαβγίζουν;») είναι μία γαλλομεξικανική ταινία του François Reichenbach στηριγμένη στο διήγημα με τον ίδιο τίτλο του σημαντικού μεξικανού λογοτέχνη, σεναρίστα και φωτογράφου Juan Rulfo (1917-1986), και με διαλόγους που είχε επιμεληθεί μία άλλη «μορφή» της μεξικανικής λογοτεχνίας ο Carlos Fuentes (1928-2012). Το διήγημα, που έχει μεταφραστεί στη γλώσσα μας από τον Φίλιππο Δρακονταειδή (Χουάν Ρούλφο «Η Πεδιάδα στις Φλόγες», Κέδρος, Αθήνα 1981) αφορά σε μιαν ιστορία αλληγορικού διδακτισμού, η οποία έτυχε εξαιρετικής μουσικής επένδυσης από τον «Γάλλο» τότε Βαγγέλη Παπαθανασίου. Η ημι-ηλεκτρονική μουσική του Vangelis κάπως τελετουργική και χαμηλών τόνων γενικώς, αλλά και με απρόσμενες εξάρσεις, έκανε μεγάλη εντύπωση εκείνο τον καιρό στην Κεντρική Ευρώπη, αφού μέσα σε ελάχιστα χρόνια επανεκδόθηκε τέσσερις φορές, με τέσσερα διαφορετικά εξώφυλλα (και τίτλους). Μπορεί στην Ελλάδα το άλμπουμ να μην κυκλοφόρησε ποτέ, όμως οι fans του συνθέτη το γνωρίζουν πλέον καλά...
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ: Τοπία [Antiope, 1982]
Να και μία μάλλον σπάνια περίπτωση, όπου μία προϋπάρχουσα μουσική στέκεται αφορμή για να γυριστεί μια ταινία. Το «Δέντρο που Πληγώναμε» (1986) πήρε μορφή καθώς ο σκηνοθέτης Δήμος Αβδελιώδης, ακούγοντας τον δίσκο του Δημήτρη Παπαδημητρίου, ανακάλεσε στη μνήμη του τα παιδικά (καλοκαιρινά) χρόνια του στα μαστιχοχώρια της Χίου των αρχών του '60. Το παράξενο, περαιτέρω, είναι πως μια μουσική... μηχανιστική (εννοώ ηλεκτρονική), βγαλμένη από 'κείνα τα αθάνατα αναλογικά synthesizers (Yamaha CS-80, ARP Odyssey κ.λπ.) πυροδότησε μία εντελώς νατουραλιστική ταινία, που έχει, ως εκ τούτου, για βασικό πρωταγωνιστή της όχι κάποιο πρόσωπο, αλλά το ίδιο το φυσικό τοπίο (οι άνθρωποι, τα παιδιά, το μόνο που έπρεπε να κάνουν ήταν να κινηθούν μέσα σ' αυτό). Το soundtrack του Παπαδημητρίου, που βρίθει συναισθηματικών φορτίσεων, είναι η καλύτερη απόδειξη πως οι... μηχανές μπορούν να δημιουργήσουν εξ ίσου ανθρώπινους ήχους μ' εκείνους των φυσικών οργάνων, αρκεί ο χειριστής τους να γνωρίζει και να νοιώθει.
ΜΙΧΑΛΗΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗΣ: Η Κάθοδος των Εννέα [Virgin, 1984]
Αν και βραβευμένη στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης αυτή η μουσική του Μιχάλη Χριστοδουλίδη για την ταινία του Χρήστου Σιωπαχά (σενάριο Θανάσης Βαλτινός) παρέπεσε εμπορικά στην εποχή της και σήμερα, πλέον, ελάχιστοι φαίνεται να τη θυμούνται. Κρίμα, γιατί πρόκειται περί μοναδικής αξίας soundtrack, που συντροφεύει σαν να έρχεται από τον ουρανό, την κάθοδο των... εννέα ανταρτών του Δημοκρατικού Στρατού από τις πλαγιές του Ταΰγετου προς τη θάλασσα, υποβαστάζοντας άψογα τη φιλμική δράση και προσμετρώντας βήμα-βήμα την τελευταία, σκοτεινή και απέλπιδα πορεία τους προς την σωτηρία/ελευθερία. Ο Χριστοδουλίδης στηρίζεται κι αυτός στα synthesizers, στον λαμπερό ήχο της βιόλας του Δημήτρη Ζουμπούγη (όπως και σε μερικά ακόμη φυσικά όργανα), παράγοντας ηχητικούς όγκους καθαρούς και ξάστερους, συνθέτοντας εν τέλει μια μουσική «βαριά» και πένθιμη, που πλακώνει την ψυχή, χωρίς όμως να λυγίζει το πνεύμα...
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΧΑΛΑΡΗΣ: Η Φωτογραφία [EMI/ Columbia, 1986]
Θυμάμαι ακόμη καθαρά, όταν είχα πρωτοδεί την ταινία του Νίκου Παπατάκη «Η Φωτογραφία», το πόσο άβολα είχα νοιώσει μ' αυτήν την σοφά δομημένη σύγχρονη τραγωδία και πώς, λίγο πριν το τέλος, ανάσανα πραγματικά, όπως ακριβώς και ο Άρης Ρέτσος πάνω στα κακοτράχαλα βουνά, σ' εκείνο το έσχατο καθαρτήριο ταξίδι. Η μουσική του Χριστόδουλου Χάλαρη σκιαγραφεί λεπτό προς λεπτό την πορεία των πρωταγωνιστών προς τη λύτρωση (απίστευτη ερμηνεία από τον Χρήστο Τσάγκα) και ως άλλος χορός αρχαίας τραγωδίας δεν προωθεί τη δράση, αλλά υμνεί το παραμύθι που θα καλυτερεύσει τη ζωή, αναζητά το τυχαίο και συμπτωματικό για ν' αλλάξει τη ροή των πραγμάτων, προετοιμάζοντας με μαθηματική ακρίβεια το τέλος που θα 'ρθει στη θέση μιας ανώμαλης και έξω από κάθε ζητούμενο προσγείωσης στην αδιάφορη πραγματικότητα. Μοναδικής αξίας μουσική, σκιώδης και υποβλητική, που πέρασε κι αυτή απαρατήρητη (ως τυπωμένο soundtrack εννοώ).
H ηχητική μπάντα της ταινίας «Σπιρτόκουτο» [2002]
Εδώ δεν υπάρχει soundtrack (με την κοινή σημασία), ούτε συνθέτης φυσικά. Παρά ταύτα η ηχητική μπάντα της ταινίας του Γιάννη Οικονομίδη είναι τόσο μεστή, ώστε κάθε άλλη έξωθεν μουσική παρέμβαση είναι σίγουρο πως θα την καθιστούσε «άκυρη». Κι εκεί ακριβώς εντοπίζεται η ηχητική σοφία του «Σπιρτόκουτου», που απέδειξε, συν τοις άλλοις, πως ο κινηματογράφος μπορεί να είναι και φθηνή τέχνη, όταν υπάρχουν απλές ιδέες και γενναίο όραμα. Πρωταγωνιστές, εδώ, τα μέλη μιας λαϊκής οικογένειας του Κορυδαλλού (και η μικρή επέκτασή της), τα οποία όταν δεν ωρύονται πρόσωπο με πρόσωπο ωρύονται, απλώς, στα τηλέφωνά τους. Λάτιν μουσικές από το Τηλε-Άστυ, ειδήσεις για την κακή κατάσταση της υγείας του Στέλιου, ποδόσφαιρο με Ολυμπιακό και Καρεμπέ, Βέγγος και Διαμαντόπουλος να τραγουδούν το «Ψωμί» (από το «Ψηλά τα Χέρια Χίτλερ» στην τιβί), κουδούνια και τηλέφωνα να χτυπούν, ανάσες που ακούγονται σαν βρυχηθμοί, ντουζιέρες που ηχούν σαν καταρράκτες, σιωπές που ζωγραφίζουν τον όλεθρο, φράσεις που απέκτησαν στην πορεία παροιμιακή σημασία και στροβιλίζονται στ' αυτιά μου, έτσι νομίζω, συνεχώς («τι θα κάνεις με τη Λίντα Βαγγέλη;»)...
Αν η «κρίση» είχε τέτοιο προφίλ την εποχή του περιχαρούς προολυμπιακού «σημιτισμού» σήμερα πώς θα ηχούσε;
σχόλια