ΕΤΥΧΕ ΝΑ ΓΡΑΨΩ ΕΝΑ ΠΟΣΤ στο Facebook για τον Καζαντζίδη και την πρόσληψή του στην εποχή της επίδρασής του. Aφορμή δεν ήταν μια ταινία που δεν έτυχε ακόμα να δω, όσο κάποια γενικότερα σχόλια και κρίσεις για την περίπτωση του Καζαντζίδη. Ζώντας παιδικά και νεανικά χρόνια σε μια νησιώτικη κωμόπολη, με παρέες, γείτονες και περιβάλλον από αυτές που λέμε λαϊκές τάξεις, μου ήταν εξαρχής σαφής η αίσθηση της διαφοράς του Καζαντζίδη από άλλες μορφές του λαϊκού τραγουδιού. Ακουγόταν πολύ τότε και ο Βαγγέλης Περπινιάδης, ο Γαβαλάς και η Ρία Κούρτη, ο Ζαγοραίος, ο Ρεπάνης και φυσικά ο Διονυσίου και πολλοί άλλοι. Ο Καζαντζίδης όμως δεν ακουγόταν απλώς: ήταν βασική μονάδα συγκίνησης κάποιων ανθρώπων. Και όχι «από όλα τα στρώματα». Ο Καζαντζίδης διαπερνούσε καταλυτικά τον χώρο των μαστόρων, των τεχνιτών, της παλιάς κοπής εργατικής τάξης. Μαθητευόμενων και πιο μεγάλων. Υπήρχε φυσικά και η άλλη πλευρά, η συναφής με τους μετανάστες στη Γερμανία, στην Αμερική και στην Αυστραλία. Κάποιοι από αυτούς είχαν πλουτίσει και ανήκαν πλέον σε μια «μεσαία τάξη» φτασμένων, αλλά συνέχισαν να αγαπούν τα τραγούδια του Καζαντζίδη σαν περιγραφές της αρχικής τους κατάστασης, των φτωχών και δύσκολων απαρχών της περιπέτειάς τους.
Θέλω όμως να επιμείνω πως ο Καζαντζίδης είναι αδιαχώριστος από έναν κόσμο μουτζούρας και φόρμας. Έπαιζε σε σκοτεινά μηχανουργεία και στη μάντρα με τα υλικά των οικοδομών. Και οι άλλοι φυσικά ηχούσαν εκεί. Μόνο εκείνος όμως έχω την εντύπωση πως καθοδηγούσε συναισθηματικά και ενέπνεε ως ένα είδος αισθηματικού και κοινωνικού αφηγητή. Ήταν βάρδος-προέκταση, όχι απλώς ο λαϊκός καλλιτέχνης που γεννούσε επιτυχίες.
Από ένα σημείο και έπειτα, πράγματι ο Καζαντζίδης, ως τόπος βιώματος και αισθητική, μου ήταν αφόρητος. Ιδίως το μείγμα γοερής, υπερ-αρσενικής προσκόλλησης στη Μάνα ως τοτέμ αυθεντικότητας και προστασίας από έναν «προδότη» έξω κόσμο και τους πειρασμούς του.
Τον Καζαντζίδη τον «κατασκεύασε» ο λαός του. Ήταν ένας από τους ελάχιστους που διέθεταν τον λαό τους. Και δεν ήταν όλο το έθνος αυτός ο λαός. Συνδεόταν με προνομιακό τρόπο με νέους και μεγαλύτερους άνδρες των εργαζόμενων τάξεων. Και προφανώς αυτή η λαϊκότητα περιείχε ένα μείγμα αξιών και συναισθημάτων που αναφέρονταν στην περιφρόνηση για τον πλούτο και τους πλούσιους όσο και σε μια ορισμένη αντίληψη για τη γυναίκα, τον έρωτα, την ανθρώπινη σχέση. Μείγμα ιδεών και συναισθημάτων μιας εργατικής και λαϊκής υποκειμενικότητας που μπορούσε πολιτικά να συνδεθεί με μια λαϊκή/λαϊκιστική ηθική, όπως και με την «τοξική πατριαρχία». Άλλωστε, για πολλές δεκαετίες (για να μην πω αιώνες), η λαϊκή κουλτούρα είχε έντονες πατριαρχικές εξαρτήσεις και αντίστοιχα βλέμματα.
Και οι άλλοι λαϊκοί τραγουδιστές –και φυσικά οι ροκάδες που ακούγαμε κάποιοι άλλοι τότε– ήταν γεμάτοι στερεότυπα, χοντράδες, δαιμονοποιήσεις και ιεροποιήσεις του «θηλυκού». Δεν είναι, πιστεύω, αυτό το στοιχείο που συνιστά την ιδιαιτερότητα του Καζαντζίδη. Ούτε καν η λατρεία για τη Μάνα ως άλλη όψη της φοβίας για τις άλλες γυναίκες – το γνωστό γελοίο σχήμα «πλην της μάνας (μου) όλες οι γυναίκες είναι πουτάνες» ήταν εξαιρετικά διαδεδομένο και μέσα στα εφηβικά μας αστειάκια, τίποτα το ξεχωριστό δεν είχε όλο αυτό το σύμπτωμα συναισθηματικής ανωριμότητας και σεξουαλικής μιζέριας για τις γενιές των μεταπολεμικών δεκαετιών.
Δεν έχει, επομένως, σημασία αν μας άρεσε, αν τον αντέχαμε ή αν μας συγκινούσε ο Καζαντζίδης. Αυτό που δεν πρέπει να ξεχαστεί είναι ότι αποτέλεσε ισχυρή πολιτισμική και συναισθηματική αναφορά στην ανδρική εργατική τάξη του ’50 και του ’60 και συνέχισε να έχει επίδραση και στη δεκαετία του ’70, αν και άρχισε η αποκαθήλωσή του από ένα πιο ελαφρολαϊκό ιδίωμα και τις ποπ επιθυμίες (που κατά βάση ήταν φαντασιώσεις για άνοδο στη μεσαία τάξη).
Τι δεν ήταν ο Καζαντζίδης; Δεν υπήρξε ποτέ αγαπημένο άκουσμα φοιτητικών ακροατηρίων, ούτε των ανθρώπων μιας πιο πολιτικής, ακτιβιστικής αριστεράς. Ο κόσμος των πτυχιούχων και των ακτιβιστών (που δεν λέγονταν έτσι) προτιμούσε το ρεμπέτικο, τον Τσιτσάνη και φυσικά το πολιτικό τραγούδι. Ήταν περισσότερο με τη λαϊκότητα του Μπιθικώτση, όχι με τη θρηνητική και κάπως μοιρολατρική λαϊκότητα του Καζαντζίδη. Αυτό που θα γινόταν το έντεχνο λαϊκό αποτέλεσε στην ουσία άρνηση του καζαντζιδισμού. Ο λυγμός και ο «καημός» διατηρούνται ως σταθερές και χορδίσματα ως το νεο-έντεχνο, αλλά δεν ακουμπούν στις ίδιες υλικές πραγματικότητες στις οποίες καλλιεργήθηκε η λατρευτική ταύτιση με τον «Στελάρα».
Δεν ξέρω τι είδους επανοικειοποίηση και αναβιωτική συνθήκη μπορούμε να έχουμε σε σχέση με τον Καζαντζίδη. Με άλλες περιοχές του λαϊκού και ονόματα, μπορώ να φανταστώ. Τον Καζαντζίδη, που υπήρξε σπάραγμα από τον βίο νέων και ενηλίκων μιας χαμένης ταυτότητας, μιας διάσπαρτης «προλεταριακής» κοινότητας, είναι δύσκολο να τον φανταστώ σε διαδικασία εξευγενισμού. Φυσικά τα πάντα μπορούν να γίνουν βίωμα πλέον. Και το μπακάλικο με τη ρέγγα μπορεί να συγκατοικεί με σαλάτες κινόα, όπως ένα βιβλίο αποκατάστασης του Στάλιν ή του Ζαχαριάδη να συγκατοικεί ειρηνικά στο ράφι με μια έκδοση για τον ΛΟΑΤΚΙ+ φεμινισμό και την ηθική της φιλοζωίας.
Από ένα σημείο και έπειτα, πράγματι ο Καζαντζίδης, ως τόπος βιώματος και αισθητική, μου ήταν αφόρητος. Ιδίως το μείγμα γοερής, υπερ-αρσενικής προσκόλλησης στη Μάνα ως τοτέμ αυθεντικότητας και προστασίας από έναν «προδότη» έξω κόσμο και τους πειρασμούς του.
Θέλω όμως να σκέφτομαι μαζί με τους άλλους, μαζί με τους φίλους της νεότητας και τα πρόσωπα που είχαν αγαπήσει βαθιά τον Καζαντζίδη ως ολικό ερμηνευτή. Εγώ έτυχε να ανατριχιάσω με τη φωνή του, αυτοί ριγούσαν με κάτι άλλο, κάτι που ο μικροαστός διανοούμενος δεν μπορούσε να καταλάβει. Μπορώ τώρα να ανασύρω ένα σύνολο αισθήσεων και χειρονομιών. Τώρα που ακούω διαφόρους να θέλουν να μετατρέψουν και τον Καζαντζίδη σε ντεκόρ μιας μεσοαστικής ευημερίας και μιας κοινωνικής ευρυχωρίας, ενώ ανέδιδε το βαθύ στενάχωρο με την πικρία της ματαίωσης. Όλα σαν να θέλουν να ενταχτούν σε μια ιστορία της επιτυχίας και ένα εθνικό στόρι ανόδου (το είδαμε και στη διαχείριση της μεταπολιτευτικής κληρονομιάς). Ο κόσμος όμως που ανέβασε τον Καζαντζίδη ψηλά θήτευε στη χώρα της δυσκολίας και είχε ακόμα πολλούς λογαριασμούς να εξοφλήσει.
Ίσως οι νεότεροι να ανακαλύψουν κοιτάσματα που οι εντυπώσεις και οι προκαταλήψεις οι δικές μας δεν μπορούν να τα φανταστούν. Θα σπεύσω λοιπόν να δω την ταινία του Τσεμπερόπουλου, έχοντας την ελπίδα πως μπορεί να επαναξιολογεί με τον τρόπο της το είδωλο, πέρα από την αποθέωση ή την αποκαθήλωση, πέρα από τη σνομπ απόρριψη ή την εξιδανίκευση εποχής.